8 Απρ 2023

Τα τραγούδια της χτεσινης μέρας

Βουτιά στην άνοιξη, ταξίδι στη νιότη, ήταν μια όμορφη εποχή.

"Θάλασσα πλατιά, σ' αγαπώ γιατί μου μοιάζεις τόσο". 

Το μπαράκι με το πάγκο της καρυδιάς, στους τοίχους ασπρόμαυρες φωτογραφίες,  o Elvis Presley, o Jim Morison, η Tzanis Joplin, οι Pink Floyd τραγουδούσαν το The Wall, η Barbra Streisant έπαιζε "τα καλύτερά μας χρόνια", η Χαρούλα και η Δήμητρα τραγουδούσαν τον έρωτα κι εμείς νέοι, ερωτευμένοι, ονειροπόλοι...

Γέμισε παπαρούνες το χωράφι, τα δέντρα μοσχοβολούν άρωμα, ίδιο με το δικό σου. Νύχτωσε, κρύωσε, ντύσου καλά κι έλα απόψε να χορέψουμε τη χαμένη νιότη μας, τον έρωτα που χάθηκε, τα όνειρα που γέρασαν, έλα απόψε να γιορτάσουμε την αγάπη, να φωνάξουμε στα αστέρια για τη ζωή που μας πήραν, να τραγουδήσουμε τα τραγούδια της χτεσινής μέρας. 

Μη βάψεις τα χείλη σου, θέλω να τα φιλήσω απόψε!

24 Μαρ 2023

Ο Πολάκης

Θαυμάζω την αντοχή του, τη λεβεντιά του, την γνήσια ανθρώπινη φύση του, την ειλικρίνεια του. Ένας εναντίον όλων, απροσκύνητος, δουλευταράς, Κρητικός,  ένας Ζορμπάς του Καζαντζάκη, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας.

Μέσα στο ψέμα, την υποκρισία, στην απάτη, στη χλιδή της εξουσίας μοιάζει με όαση στην έρημο.

Δεν είναι τυχαίο που σκίζουν τις γραβάτες τους οι δεξιοί του Ζαμπούνη και του ζουρλομανδία του Άδωνη και αφρίζουν οι βίλες των καναλιών, - ξέρουν οτι έχουν λερωμένα τα βρακιά τους. 

Όταν πεθαίνει κόσμος, όταν ξεσπιτώνουν ανθρώπους ποιός νοιάζεται για τη γλώσσα το σαλονιών, των βολεμένων της αρπαχτής.

Είθε η χώρα μας να είχε πολλούς Πολάκηδες, ίσως υπήρχε ελπίδα.

Εσείς οι άλλοι που σας αρέσουν οι ωραίες λέξεις, 

Να πάτε να θυσιαστείτε!



19 Μαρ 2023

Ποτέ ξανά

Μάταια η γραφή όταν πεθαίνει η ζωή, απομένει ένα ουρλιαχτό, αντίλαλος των νεκρών.  Γιατί ρε; που πάμε κι όπου πάμε, μια ολόκληρη χώρα στο κενό, πατάς και χάνεσαι, πιάνεσαι και συντρίβεσαι.

Μόνη ηλιαχτίδα οι νέοι, η Άνοιξη.

Ο μόνος "πολιτικός λόγος" της εξουσίας το ψέμα. 

Τι φωνάζετε ρε; 

Λέτε: Δεν έχετε να φάτε, σας παίρνουμε τα σπίτια, σας πάμε τη σύνταξη όταν πεθάνετε,  σας  παρακολουθούμε. Δεν λέτε όμως που ήταν η Ελλάδα την εποχή του 50, αποκρύβετε την αλήθεια. Σας βάλαμε το γαμπρό της Τέρνα, ολόκληρο υπουργό επικρατείας χαραμίζουμε για το καλό σας. 

Τι φωνάζετε ρε; Τι θέλετε; Βοή πόνου η Ελλάδα, καμαρώνουν οι άριστοι της εξουσίας. 

Οι ροδακινιές που άνθισαν δίνουν το χρώμα που θέλουν  οι νέοι, ποιός ακούει πιά το ανιστόρητο παρελθόν. Ποτέ ξανά τέτοια τετραετία!

17 Φεβ 2023

Οι βάρβαροι στο κεφάλι μας

Όταν πέφτει και το τελευταίο προπύργιο της Δημοκρατίας, απέραντη θλίψη. 

 Όταν και Έλληνες δικαστές υποκύπτουν στα κελεύσματα της βαρβαρότητας, η χώρα δεν έχει έλεος, ούτε προοπτική στο μέλλον.

Μαύρα κοράκια κρώζουν στο μπλε ουρανό, πόνος και φόβος στις πιο παραγωγικές δυνάμεις του τόπου

Όμηροι οι εργάτες, οι αγρότες, οι εργαζόμενοι, με τι καρδιά, με τι αγάπη; 

Τι κρίμα στην πιο όμορφη χώρα ο θάνατος να στήνει καρτέρι. 

Ω τι κρίμα, η ιστορία να γράψει: " Οι Έλληνες δεν στάθηκαν ικανοί ούτε τα σπίτια τους να σώσουν, οι βάρβαροι διέλυσαν τη χώρα"

18 Ιαν 2023

Το φύλλο

Το τελευταίο φύλλο, στο πιο ψηλό κλωνάρι της μηλιάς, Γενάρης μήνας και ήταν ακόμα στα χέρια της μάνας του,  ένα όμορφο πρασινοκίτρινο φύλλο, καμάρωνε την αντοχή του.

Ήταν η μέρα που έφυγε ο Τσιτσάνης, σιγοψιθύριζα τα τραγούδια του, μιλούσα με τη μηλιά για κείνη, ήταν ένας κρυφός, ανομολόγητος έρωτας, πάει χρόνια τώρα. Ο  ήλιος απλώνονταν μες στα γυμνά δέντρα,  γύρω τα βουνά αχιόνιστα, ζεστή μέρα στη καρδιά του χειμώνα. Ακούμπησα την πλάτη μου στον κορμό της μηλιάς, με βάραιναν οι σκέψεις, σχεδόν αποκοιμήθηκα. 

Είδα το φύλλο να πετάει στον μπλέ ουρανό, να ταξιδεύει πάνω από οργωμένα χωράφια, ανάμεσα σε γυμνές λεύκες, πάνω  απ' το ήρεμο πάρκο του Μύλου, κατά μήκος του ποταμού, σε στενούς δρόμους, είδα το φύλλο να ταξιδεύει με προορισμό, πότε αργά και πότε γρήγορα να προλάβει, είδα Εκείνη στο μπαλκόνι της, φορούσε ένα άσπρο φόρεμα και χαμογελούσε με απλωμένα χέρια, είδα το φύλλο να κολλάει ανάμεσα στα στήθια της, σαν φιλί.

Όταν ξύπνησα το τελευταίο φύλλο της μηλιάς είχε πέσει πάνω μου, στο χωράφι είχε άπνοια και ο ήλιος πήγαινε στον Κόζιακα να κρυφτεί.

16 Ιαν 2023

Το παραμύθι

Του άρεσε να σκαρώνει ιστορίες της στιγμής, έβαζε στο μπλέντερ δράκους, μάγισσες, βασιλιάδες, αθώους και ένοχους, το παρατσούκλι της γιαγιάς, νιφάδες του χιονιού, και έτοιμο το παραμύθι. Τα παιδιά τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα..ενίοτε και οι μεγάλοι. 

Οι δράκοι έβγαζαν φωτιές απ' το στόμα, οι μάγισσες έφερναν βότανα, οι αρκούδες περπατούσαν μες την πόλη, οι βασιλιάδες είχαν γαλάζιο αίμα και ο Χάρυ Πότερ μαγικό ραβδί. Το γέλιο της αρκούδας έπεφτε όταν  ο Χάρυ Πότερ έκοβε με το ραβδί το κεφάλι του βασιλιά και ένα ποτάμι από γαλάζιο αίμα ξεχύνονταν στον κάμπο. Τότε τσαλαβουτούσαν εκεί μέσα ακέφαλα στρατιωτάκια που είχαν αρπάξει φωτιά απ' τις φλόγες του δράκου, άλλα δεν προλάβαιναν και καίγονταν σαν μυθικά κεριά, και άλλα τσουρουφλισμένα χοροπηδούσαν στο πράσινο λιβάδι. Τότε έπεφτε μια νιφάδα χιονιού κι έσβηνε τον καημό τους. 

Οι άνθρωποι σ' αυτόν τον τόπο δεν είχαν ανάγκη από δουλειά, ούτε έτρωγαν, ούτε κρύωναν, ούτε αρρώσταιναν, για να περνάει η ώρα άκουγαν παραμύθια. Άκουγαν τόσα παραμύθια που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν την πραγματική ζωή απ' τους δράκους και τους βασιλιάδες. 

Αν μπορούσαν να ερωτευτούν, ν' αγαπήσουν,  τουλάχιστον θα είχε κάποιο νόημα η υπαρξή τους. Αλλά έτσι είναι η ζωή, δεν μπορεί να τάχεις όλα. Ήταν αναπόφευκτο να θρέφονται με το παραμύθι.

31 Δεκ 2022

Μιά ευχή

Είπαμε ευχή είναι, ως εκεί.  "Τ' αγαθά κόποις κτώνται", αν οι ευχές ήταν έργα θα ήταν όλα αλλιώς, έκανε την ευχή την ώρα που έπεφτε ένα αστέρι, την νύχτα της Πρωτοχρονιάς, μόνος του στο χωράφι, όχι ακριβώς μόνος του, με τη Λίζα. Πέρα μακρια πυροτεχνήματα άλλαζαν το χρόνο, ο ουρανός εδώ ήταν καθαρός γεμάτος αστέρια, στα χέρια του κρατούσε το φεγγάρι και την Ανδρωμάχη. Στα χέρια του κρατούσε τη ζωή του, στη σκέψη του μια ολόκληρη λίμνη, ελαφρύ κρύο αεράκι έκανε μικρά κύματα αυτογνωσίας, από που ήρθα, που είμαι, που πάω;


Τι είναι ο χρόνος; Φεύγει κι αφήνει πίσω του σημάδια, φίλοι που χάθηκαν, έρωτες που έσβησαν, ιδέες που ναυάγησαν.

Μελαγχόλησε, υπάρχουμε και μετά δεν υπάρχουμε.

Άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, ήθελε να μεθύσει, να εκμηδενίσει τον χρόνο, άνοιξε το ραδιόφωνο, έπεσε πάνω στον Τσιτσάνη, "Με παρέσυρε το ρέμα", έφερε δυο τρεις στροφές,  τ' αστέρια αναποδογύριζαν, τα γυμνά δέντρα έβγαλαν φύλλα, - λες και ήταν Άνοιξη, στα κλαδιά τους κρέμονταν βιβλία, ο Μουρακάμι, ο Ραπτόπουλος, ο Καζαντζάκης, ο Λειβαδίτης, ο Ακρίβος κι άλλοι, όλα έγιναν καλοκαίρι, το χωράφι γέμισε αστέρια και βιβλία, μουσικές και μυρωδιές, οι συγγραφείς μιλούσαν δυνατά, ο αέρας ξεφύλιζε τα βιβλία, το ραδιόφωνο έπαιζε το The Wall, η Λίζα γαύγιζε τον ουρανό, τα πουλιά ξύπνησαν και κελαηδούσαν, τα φύλλα των δέντρων κίτρινα έπεφταν στο χώμα, τα βιβλία  σκορπίστηκαν στη γη, ένα γλυκό φθινόπωρο πλημμύρισε το χωράφι, τον κούρασε ο χρόνος που πέρασε, ξάπλωσε να ξεκουραστεί, η νύχτα κρύωσε, σκεπάστηκε με φύλλα και βιβλία, τον πήρε ο ύπνος.

Όταν ξύπνησε το πρωί, τα δέντρα ήταν γυμνά, το χωράφι άσπρο,  έγραψε με το δάκτυλο πάνω στη πάχνη Καλή Χρονιά.

Ο χειμωνιάτικος ήλιος έλιωνε την πρωινή πάχνη,  όλα ήταν ίδια, καθημερινά.