30 Δεκ 2011

Ανεξίτηλες μνήμες

Η μάνα μου σήμερα, έφτιαξε μπακλαβά.
Όταν ήμουν μικρός τη θυμάμαι, σιμώνοντας Πρωτοχρονιά ν’ ανοίγει φύλλα, να σπάμε τα καρύδια, να βάζει τη γάστρα πάνω στο ταψί. Έβαζε πάντα ένα γαρύφαλλο, στο κέντρο απ΄ τα ρομβοειδή κομμάτια. Μετά να σηκώνει τη γάστρα, να δει πως ψήνεται. Να ετοιμάζει το σιρόπι, βάζοντας μέσα ζάχαρη και λεμόνι. Μετά να το χύνει στο ταψί με τον ξεροψημένο μπακλαβά. Σκέπαζε το ταψί με μια μεγάλη πετσέτα. Την άλλη μέρα ο μπακλαβάς ήταν μαλακός, έτρωγα το πρώτο κομμάτι. Η μάνα μου τότε θα ήταν τριανταπέντε  χρονών κι εγώ επτά..
Πήρε και νύχτωνε, μόλις άρχιζε να χιονίζει στο χωριό, θυμάμαι τη μάνα μου χαμογελαστή να φέρνει τον μπακλαβά μες στο σπίτι. Στο ραδιόφωνο ο Μπιθικώτσης τραγουδούσε το Γωνιά Γωνιά. Η σόμπα έκαιγε.
Το ίδιο θα έκανε και σήμερα, που κοντεύει τα ογδόντα κι εγώ πέρασα τα πενήντα.
Έχω χρόνια να την παρακολουθήσω πως κάνει τις πίτες της, φορώντας την μαντίλα στο κεφάλι της, ανοίγοντας φύλλα με τον πλάστη.
Όπως τότε και σήμερα.
Κάποτε, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο.
Εύχομαι πολλά χρόνια ακόμα να φτιάχνει μπακλαβά, πριν την Πρωτοχρονιά.
Έστω κι αν η ανάμνηση της γάστρας -με τ’ αναμμένα κάρβουνα και του χωριού, είναι ανεξίτηλη.

Καλή Χρονιά με Αγάπη, φίλες και φίλοι.


Ταξιδευτής
30 Δεκεμβρίου 2011

25 Δεκ 2011

Γράμματα

Θες να χορέψουμε
μες τη βροχή
να φοράς εκείνο το διάφανο φόρεμα της νιότης
θέλω να δω γυμνό το σώμα  σου
μες τη βροχή.

Μη φοβάσαι δεν θα κρυώσεις,
θα είμαι πιο ζεστός
κι απ' τη βροχή.

Ταξιδευτής
Δεκέμβρης 2011

Χριστούγεννα στο Παρίσι

Ήταν στην ουρά. Άρχιζε να βρέχει. Δεν φοβάμαι τη βροχή, του είπε.
Ο Πύργος του Άιφελ χθες φάνταζε όνειρο. Όπως και το Παρίσι.
Η σκέψη να’ρθουν στο Παρίσι τους γεννήθηκε την ώρα που έβλεπαν στο Ολύμπιον, την τελευταία ταινία του Γούντυ Άλλεν.
-Πάμε;
-Πάμε.


Άνεργοι και οι δυό. Οι τελευταίες οικονομίες είχαν κάνει φτερά. Χωρίς φτερά δεν πας πουθενά, της είπε. Ο κόσμος μικραίνει, ίσα με τους τέσσερις τοίχους μιας φυλακής.
Μεσάνυχτα στο Παρίσι. Μετά τον σινεμά περπάτησαν στους δρόμους. Ήθελαν όμως να περπατήσουν στο Φως. Η Αθήνα τα τελευταία χρόνια είχε γίνει μια πληγή μέσα τους.
Μια πληγή μέσα τους, μια πληγή έξω. Κατέβαιναν την Ιπποκράτους, τα μισά μαγαζιά ερημωμένα, άνθρωποι μάσκες της θλίψης. Περπατούσαν αμίλητοι, την έσφιξε πάνω του. Τέλη Νοέμβρη. Μεσάνυχτα στην Αθήνα .
Σταμάτησαν μπροστά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Ποιήματα  του William Butler Yeats, Τα πιο γνωστά ποιήματα του Edgar Allan Poe, ΝΙΤΣΕ Η βούληση για ισχύ και τέχνη. Μας διώχνουν τα πράγματα και η ποίηση είναι το τελευταίο καταφύγιο που φθονούμε, Καρυωτάκης, της είπε. Όπως τα όνειρα. Η σειρήνα του ασθενοφόρου τους διέκοψε πάνω στο γλυκύτερο φιλί.
  Ακουμπισμένος στον τοίχο ο ρακένδυτος γέρος ζητούσε -μια βοήθεια, ένα νεαρό ζευγάρι πέρασε δίπλα τους, μοσχοβόλησε το άρωμά τους. Μπήκαν στο αγαπημένο τους στέκι, μπαρ 1900. Έπαιζε το Sodade της Cesaria Evora. Ζούσαν τα χρόνια της χολέρας. Πόνος και θλίψη παντού. Το άλλοτε γεμάτο μπαράκι έπαιζε τώρα μονάχο του την Historia de un amor πάλι της Evora. Ο πίνακας με τον ξεσηκωμό των κολίγων μπροστά στα μάτια τους, τους γέμιζε κι άλλη θλίψη. Τα χρόνια που πέρασαν έμοιαζαν επικά. Τούτα ήταν τα χρόνια των αριθμών. Άνθρωποι αριθμοί στον μαυροπίνακα του σχολείου. Μια κιμωλία κι ένα σφουγγάρι.
  Γύρω στις 4 το πρωί το κρύο περόνιαζε. Τα παγκάκια της Διδότου ήταν γεμάτα από ανθρώπους που κοιμόταν σκεπασμένοι με κάποια κουβέρτα ή ένα χαρτόκουτο. Αισθάνθηκαν τυχεροί. Είχαν το παλιό δυάρι του πατέρα της. Μπήκαν μέσα. Παγωμένο. Χώθηκαν κάτω από τρεις κουβέρτες, έκαναν τρυφερά έρωτα και αποκοιμήθηκαν μέσα στη ζεστασιά τους.
Τον ξύπνησε ο ήλιος που μπήκε απ’ τις χαραμάδες, γύρω στις 9. Η μέρα δεν είχε κανένα σκοπό, κανένα όνειρο. Έριξε νερό στα μάτια του κι έβαλε το μπρίκι στην γκαζιέρα. Η Μυρτώ κοιμόταν γλυκά, δεν θέλησε να την ξυπνήσει.
Της έγραψε ένα σημείωμα:
Σ αγαπώ. Θα τα πούμε το βράδυ. Μην ανησυχήσεις.

Βγήκε στο δρόμο. Δεν άντεχε άλλο το τίποτα. Όσες πόρτες και να χτύπησε για δουλειά καμία δεν άνοιξε. Τα τελευταία χρήματα που είχαν έφταναν δεν έφταναν ως το τέλος του χρόνου. Και τώρα στο μυαλό του κόλλησε και το Παρίσι. Τα πιο αλλόκοτα πράγματα στις πιο αλλόκοτες εποχές. Μέσα του ζούσε σαν μελλοθάνατος, έξω σαν άνεργος. Στη Σταδίου χώθηκε μες τη πορεία, έφθασε μέχρι το Σύνταγμα. Το πήρε απόφαση.
Όταν ο Πέτρος τα έχασε όλα, τα μόνα που πήρε απ’ το σπίτι του ήταν τα βιβλία και τα τραγούδια του. Αυτά αμπαλάρισε κι έφυγε. Τώρα στην αποθήκη του παιδικού του φίλου, του Στέλιου, άνοιγε τον κρυμμένο θησαυρό του. Αύριο στην Ερμού θα τα βγάλει στο σφυρί. Ότι πιο πολύτιμο είχε.
Γυμνοί στην έρημο να αναμετρηθούμε με τη ζωή, έλεγε εξ’ άλλου. Τι απέμεινε απ’ όλα αυτά τα βιβλία, απ΄ τα ατέλειωτα νυχτέρια, απ’ όλα αυτά τα ταξίδια; Όλα πέθαιναν γύρω του, η χώρα βίωνε την πιο μαύρη εποχή στην ιστορία της. Τα όνειρα της νιότης έγιναν κουρελόχαρτα στο παζάρι της  πιο μαφιόζικης αγοραπωλησίας. Η λέξη συνείδηση είχε από χρόνια διαγραφεί. Δεν χώραγε πουθενά στο πάρε δώσε του νεοπλουτισμού και της ευρωλαγνείας.
Στις οκτώ ήταν πίσω.
-Ήρθα.
-Που ήσουν όλη μέρα  παιδί μου;
-Αύριο θα είμαι στην Ερμού, με το καροτσάκι του μπαμπά σου.
-Τι;
-Αυτό είναι δικό μου.
-Ποιο είναι δικό σου;
-Το "τι". Θα τα σκοτώσω όλα.
-Ποια όλα;
-Όνειρα, ιδανικά, βιβλία…
-Γιατί; Εσύ δεν έλεγες ότι και να γίνει, "κανένας δεν μπορεί να μου πάρει την ψυχή";
-Όλα είναι μιας χρήσεως πια. Τίποτα δεν μένει. Τ’ακούς;  Μονάχα ο θάνατος. Κι εγώ θέλω να ζήσω, να ζήσουμε. Χρόνια ολόκληρα φέρνουμε σβούρες γύρω από άχρηστα υλικά. Κόμματα, τρύπιες σημαίες και νάιλον ιδέες….και χαζοτραγούδαγε!Πήγα στην αποθήκη του Στέλιου. Άνοιξα τα κουτιά με τα βιβλία. Ξεχώρισα όσα είχαν αφιερώσεις στο πρώτο φύλλο. Αυτά θα τα κρατήσω. Τ’ άλλα θα τα πουλήσω. Όλα πουλιούνται. Άρα και αγοράζονται. Τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη, είναι τα εισιτήρια. Οι Αρχαίοι το φαγητό. Οι νέοι  τα ποτά και τα τσιγάρα.
-Δεν πεινάς;
-Όχι
-Έφαγες κάτι;
-Όχι
-Άκουσες τι έγινε στην πορεία;
-Όχι
-Δυο νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες, Τα ΜΑΤ έπνιξαν το κέντρο πάλι.
-Πόλεμο έχουμε.
-Ο Λουκάς πάντα χαμογελαστός.
-Ο δολοφόνος με το χαμόγελο. Τι έκανες όλη μέρα;
-Κάρτες
-Τι;
Η Μυρτώ είχε φτιάξει τουλάχιστον είκοσι κάρτες. Ζωγραφιές, κλόουν με θλιμμένα πρόσωπα, πολύχρωμα μπαλόνια να πετούν στα σύννεφα, γλάροι με ανοιγμένα φτερά, χιονισμένα έλατα με κρύσταλλα στις άκρες. Καμία πάντως δεν θύμιζε γιορτές. Όλες σε γκρίζο φόντο ανέδυαν το Φως.
Ο Πέτρος αναθάρρησε.
-Μυρτώ θα τα καταφέρουμε.


Η ουρά στον πύργο του Άιφελ ήταν μισό χιλιόμετρο. Από κοντά έμοιαζε με παλιοσίδερα. Το Παρίσι από ψηλά έμοιαζε με ζωγραφιά. Σε τρεις μέρες, είναι Χριστούγεννα.
Η πόλη του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και της Σιμόν ντε Μποβουάρ, το Παρίσι- καταφύγιο του
Έρνεστ Χέμινγουεϊ και του F. Scott Fitzgerald, του Μαρκ Τουέιν και του Henry James, ο Σηκουάνας της αιώνιας ροής ανθρώπων και πραγμάτων απλώνονταν σαν αραχνοΰφαντες αναμνήσεις από βιβλία, μουσικές, φωτογραφίες, σαν ιστορία που έρχεται από μαγικά παραμύθια.
Ήταν απόγευμα. Το τρένο έφτασε ξημερώματα. Με το χάρτη και με το ταξί βρήκαν το σπίτι του Γιάννη. Ο Γιάννης εκ πεποιθήσεως εργένης, αριστερός δημοσιογράφος, παιδικός φίλος του Πέτρου, τους είπε πάρτε το κλειδί, το σπίτι δικό σας. Ο Γιάννης ήταν για ένα μήνα στην Ελλάδα. Τους ενημέρωσε για όλα τα σχετικά απ΄την Αθήνα πριν φύγουν. Τους μίλησε και για το Πριν την εφημερίδα που γράφει στην Ελλάδα και για την Ανταρσία που είναι υποψήφιος στις εκλογές. Έμεινε στο Παρίσι μετά τις σπουδές του, έγραψε και καμιά δεκαριά βιβλία, για το δημοτικό τραγούδι, τον Άρη Βελουχιώτη και την ποίηση του Τίτου Πατρίκιου. Το σπίτι του δεν είχε τοίχους, μόνο βιβλία και δίσκους. Ένα εργένικο δυαράκι κοντά στο Καρτιέ Λατέν,  με τους πολλούς φοιτητές και τα ατέλειωτα μπαράκια.

Στην κορυφή. Στιγμή μαγική.
Την πήρε αγκαλιά. Έδωσε τη μηχανή σ’ έναν κινέζο να τους φωτογραφήσει. Η αριστερή όχθη του Σηκουάνα, το αριστερό μέρος του ανθρώπινου στήθους, η αριστερή αίσθηση του κόσμου. Έσμιξαν όλα μαζί σε Ένα.
Τα μάτια δεν χορταίνουν, η ψυχή φτερουγίζει. Το βροχερό Παρίσι βγαλμένο μέσα από ταινία του δικού μας Αγγελόπουλου, πλάνα αργά και διεισδυτικά, μονόπλανα απεραντοσύνης του κόσμου.
Τα φώτα άρχισαν να ανάβουν. Το Παρίσι από ψηλά γίνεται θεαματικό. Τα Ηλύσια πεδία καταλήγουν πανηγυρικά στην Αψίδα του Θριάμβου. Κι αυτοί κατέληξαν θεαματικά στο Café des Deux Moulins, εκεί όπου γυρίστηκε η αγαπημένη τους ταινία Amelie. Αργά τη νύχτα η Μυρτώ χορεύοντας τράβηξε τον Πέτρο στο μικρό σπιτάκι τους μιμούμενη τις κινήσεις της Αμελί. Το Παρίσι έγινε έρωτας. Σμίγει ο έρωτας, η αγάπη και τα κορμιά. Και τότε πας στην Παναγία των Παρισίων, όπως παιδί.

Το Παρίσι ήταν όμορφα στολισμένο, για τα Χριστούγεννα. Περπατούσαν στους δρόμους δίχως προορισμό. Πέρασαν απέναντι την Pont Neuf, την πιο ερωτική γέφυρα του Σηκουάνα. Τα νερά του ποταμού ήταν θολά. Tα πρόσωπά τους έλαμπαν.
Ο Πέτρος ξαφνικά μελαγχόλησε. Στη δεξιά όχθη είδε τον κόσμο που μισούσε. Μεγαλοεταιρείες, τράπεζες, χρηματιστηριακοί οίκοι, αυτός ο εμετικός συρφετός που κυριαρχεί παντού στις μητροπόλεις. Σκέφθηκε τη χώρα του. Τον αρχιτραπεζίτη με το χαμόγελο-πως παραδόθηκε αμαχητί. Στην εποχή της δικτατορίας πολλοί Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στο Παρίσι. Ο Μάης του 68 στη Γαλλία.
- Η χώρα μας πότε θα αναστηθεί; Είπε
- Μη χάνεις ποτέ την ελπίδα σου, του είπε η Μυρτώ και τον φίλησε τρυφερά. Ο Πέτρος την αγκάλιασε και την κοίταξε στα μάτια. Χαμογέλασε, φτερούγισε πάλι.
Βόλταραν τώρα κατά μήκος του Σηκουάνα, στην αριστερή όχθη. Στην όχθη των διανοουμένων και των καλλιτεχνών. Υγρή κρύα μέρα, μπήκαν και χάθηκαν μέσα σε ατέλειωτους δρόμους, σε χιλιάδες λαμπάκια, σε χιλιάδες ανθρώπινες φατσούλες, οι Γάλλοι δεν είναι μόνο λευκοί, όπως δείχνει η τηλεόραση.

Η επιγραφή PERIPLE Librairie grecque.
-Πέτρο κοίτα, πάμε μέσα.
Η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα. Ελληνικά βιβλία και έργα τέχνης. Μόλις ξεκίνησε η χριστουγεννιάτικη εκδήλωση, όπου ο καθένας διάβαζε ένα κομμάτι, από έναν αγαπημένο του συγγραφέα. Στο πατάρι ήταν γύρω στα πενήντα άτομα, Έλληνες οι περισσότεροι. Ακούσθηκαν ετερόκλητα γραπτά από Παπαδιαμάντη μέχρι Πάμπλο Νερούντα και από Μπωντλαίρ μέχρι Πεσσόα.
Η Μυρτώ διάβασε στίχους του αγαπημένου της Λειβαδίτη:

"Έτσι, για να μην αθετήσω την υπόσχεση μου, έπρεπε κάθε
νύχτα τώρα να ξεχνάω, σαν τους φτωχούς που είναι έτοιμοι να
δεχτούν μ’ ένα οποιοδήποτε αντάλλαγμα - φτάνει να τους αφήσουν.
Και για τους οποίους θα γράψω κάποτε μια ιστορία τόσο τρυφερή
που δε θα βρίσκω το δρόμο"

Ο Πέτρος δεν διάβασε τίποτα,  τη φωνή της Μυρτώς γέμιζε όλο το είναι του. Ζεστή, καθαρή, αισθαντική, σαν χαμόγελο πλημύριζε μέσα του.
Πήγε εννιά όταν βγήκαν συνεπαρμένοι από την τυχαία συνάντηση με την πατρίδα. Την  πατρίδα που ήθελαν να ξεχάσουν για λίγο, την πατρίδα που την κουβάλαγαν μέσα τους, άλλοτε σαν πληγή και άλλοτε σαν περηφάνια. Αγόρασαν το τελευταίο βιβλίο του Τάκη Θεοδωρόπουλου, Η επιδημία. Ο Πέτρος της διάβασε το οπισθόφυλλο:

"Ήταν θεός τρίτης-κατηγορίας, κάπου τριακοστός έκτος στην κατάταξη του Δωδεκάθεου. Επέστρεψε στα μέρη μας απ' την Υποσαχάριο Αφρική, όπου τον είχαν εξορίσει οι υπόλοιποι θεοί εδώ και κάτι αιώνες γιατί τον έτρωγε η νοσταλγία. Στο έλεος του συναισθηματικού αναβρασμού -καθότι δεν του έφταναν όλα τα άλλα, ερωτεύθηκε κιόλας- απελευθέρωσε όλη του την ποιητική διάθεση, με αποτέλεσμα να μεταδώσει στον πληθυσμό τον ιό του ατάλαντου και μέτριου λυρισμού του. Τα υπόλοιπα είναι λίγο ως πολύ γνωστά: Η ανάγκη του πληθυσμού να εκφράσει τον δικό του συναισθηματικό αναβρασμό προκάλεσε πρωτοφανείς κοινωνικές εκρήξεις και η επιδημία της ποιητικής έκφρασης, που σάρωσε τους πάντες και τα πάντα, κατέστρεψε κάθε οικονομική δραστηριότητα στη χώρα. Διότι καμιά κρίση, όσο βαθιά κι αν είναι, δεν μπορεί να σου αναιρέσει το δικαίωμα στην παρωδία".

Γέλασαν δυνατά, το Παρίσι ήταν πανέμορφο. Και η Μυρτώ έλαμπε.
Χώθηκαν μέσα σ’ ένα Tango Bar. Χόρεψαν με την ψυχή τους. Το δικό μας ταγκό των Χριστουγέννων, της ψιθύρισε φεύγοντας.
Επέστρεψαν σπίτι το πρωί. Μεθυσμένοι.

Παραμονή Χριστουγέννων. Ο Πέτρος ξύπνησε από ένα δυνατό πόνο, χαμηλά δεξιά στην πλάτη. Ο πόνος δυνάμωνε. Κολικός νεφρού, δεν ήταν η πρώτη φορά.
-Μυρτώ, Μυρτώ..

-Σου υποσχέθηκα μια ιστορία, δεν την πρόλαβα. Με μέθυσες. Εσύ, το Παρίσι. Ήρθε κι ο κολικός. Απόψε θα ήμασταν στο Moulin Rouge…και της χαμογέλασε.
-Πέτρο αύριο θα είσαι καλά…
Η ξανθιά νοσοκόμα ήρθε να του αλλάξει τον ορό…..

Όταν έφυγε μια μικρή βόλτα στο Παρίσι  η Μυρτώ, ο Πέτρος της έγραψε δυό λέξεις στο σημειωματάριο του, έσκισε το φύλλο, της έδωσε ένα φιλί και  μια λέξη: Σ’ αγαπώ.


Ταξιδευτής
24 Δεκεμβρίου 2011




13 Δεκ 2011

Ένα συνηθισμένο απόγευμα ή ένας συνηθισμένος Ηλίας

Άρχισε να νυχτώνει, όταν ξύπνησα.
Με πήρε ο ύπνος μέσα στις αβάσταχτες σκέψεις του μεσημεριού.
Η αυτοκτονία ενός σαραντάρη γείτονα. Για χρέη. Ο πιο ηλίθιος θάνατος. Σε μια χρεοκοπημένη χώρα. Μιλάμε για σκοινί, στο σπίτι του κρεμασμένου.
Ο Ηλίας ήταν νοικοκύρης όμως. Όλα τα είχε τακτοποιημένα στη ζωή του. Κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του το σπίτι που έμεινε,  την πίστη στην πατρίδα και την οικογένεια, καλός Χριστιανός και καλός Νεοδημοκράτης. Σπούδασε λογιστικά και ήταν Ολυμπιακός. Η μόνη του τρέλα ήταν τα αυτοκίνητα και το ποδόσφαιρο. Τελευταία είχε μια κόκκινη άλφα ρομέο και την έλεγε μπέμπα.
Ο Ηλίας κεφάτος πάντα. Δούλευε στην Άλφα Επενδυτική. Αφήνει  πίσω του, την γυναίκα του και δυό ανήλικα παιδιά, έγραφε η τοπική εφημερίδα.
Χθες πήγα στην κηδεία του. Θρήνος. Η πουτάνα η τράπεζα. Αυτή τον σκότωσε, έβριζε ο αδελφός του. Ο Ηλίας είχε πάρει δάνειο, για το εξοχικό του. Τα τελευταία δυό χρόνια ήρθαν τα πάνω κάτω. Η Καίτη, η γυναίκα του έμεινε άνεργη, όταν χρεοκόπησε η Τεχνική Α.Ε που δούλευε. Οι Επενδύσεις δεν πήγαιναν καλά- της Επενδυτικής Άλφα και τα λογιστικά έμοιαζαν βάρκα στο γιαλό.
Ο Ηλίας δεν άντεχε να χρωστάει και να μην μπορεί να πληρώσει. Περίμενε τις εκλογές να ψηφίσει τον Σαμαρά. Πίστευε ότι έλεγε κατά λέξη, τον Σαμαρά. Δεν άντεξε όμως, ούτε να περιμένει. Αυτοκτόνησε.
Πάει και ο Ηλίας.
Με πήρε ο ύπνος με ένα θλιμμένο αχ. Κι ένα γιατί.
Τι παράδοξο. Ξύπνησα μετά από μια ώρα βαθύ ύπνο, ανάλαφρος. Λες και δεν είχα κανένα βάρος στην πλάτη μου.
Έκανα καφέ και βγήκα στη βεράντα. Για τσιγάρο.
 Όλα έμοιαζαν ήρεμα. Η μέρα άρχισε να παίρνει το χρώμα της χαρμολύπης. Οι οδηγοί είχαν ανάψει τα μικρά φώτα. Δυό μικρά σκυλάκια έπαιζαν παιχνιδιάρικα στο διπλανό οικόπεδο. Μια μηχανή μεγάλου κυβισμού γκάζωνε μπροστά μου. Χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Μπήκα ξανά στο σπίτι. Θα φτιάξω κορμό, είπα στη γυναίκα μου. Θέλω να  κάνω κάτι που δεν ξαναέκανα. Πήρα το μίξερ του φραπέ να χτυπήσω τα υλικά. Το μίξερ σκάλωσε, μετά από δυό στροφές. Άστο μου είπε, δεν γίνονται έτσι τα γλυκά.
Πήρε το μεγάλο μίξερ. Ο κορμός είναι στο ψυγείο. 
Είμαι ξανά  στη βεράντα. Σκέφτομαι ξανά. Τον κορμό της δικιάς μου ζωής.
Ένα δάσος από οξιές. Σκοτεινιά μέσα του. Και πάνω ο ήλιος να λάμπει. Αχτίδες. Ηλιαχτίδες να το τρυπάνε. Την λένε ηλιαχτίδα, διαβάζω στον κορμό ενός δέντρου. Χαράγματα, χαράματα.
Το δεύτερο πρόγραμμα έπαιζε  ένα αγαπημένο μου τραγούδι. Το άκουγα απ’ το ανοιχτό παράθυρο.

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της
και συ να λείπεις.
Να 'ρχονται οι άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα
και συ να λείπεις.
Να 'ρχονται τα κορίτσια στο παγκάκι του κήπου
με χρωματιστά φορέματα
και συ να λείπεις.

Ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες να ανεμίζουν στα μπαλκόνια
να λένε δυνατά τη λέξη "σύντροφος"
και συ να λείπεις.
Σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται
και σένα να σου λείπουν τα χέρια.
Δυο κορμιά να παίρνουνται και συ να κοιμάσαι
κάτω από το χώμα.

Και τα κουμπιά του σακακιού σου
να αντέχουν πιότερο από σένα κάτω απ' το χώμα
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου που τόσο αγάπησε τον κόσμο θα 'χει λιώσει.

Σκέφθηκα τον Ηλία πάλι. Κρίμα είπα . Θα ήθελα να του το χαρίσω.
Αλλά ποτέ δεν θέλησε.
Ήρθα  στον υπολογιστή. Άρχισα να πατάω στην τύχη τα πλήκτρα….

Η πρώτη λέξη ήταν, Σ αγαπώ.

Ταξιδευτής
13 Δεκεμβρίου 2011

30 Νοε 2011

Στιγμή

Ένα καρυδότσουφλο στη λίμνη των ματιών σου
κόκκος άμμου στο περιγιάλι σου
ένα  κοκαλάκι στα μαλλιά σου
-άρωμα γης μετά τη βροχή.

Ψίχα της μεταλαβιάς σου
στιγμούλα στο μονοπάτι σου
φύλλο κιτρινισμένο στον αέρα σου
συλλαβή στα όνειρα σου.

Πόσο ασήμαντος  νοιώθω, την ώρα που ακούω
την μελωδία,
-όταν ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα των ματιών σου.

Πόσο σημαντικός νοιώθω, όταν καίω στη φωτιά σου,
έχοντας παραισθήσεις,
ότι δήθεν ζεσταίνω τα χεράκια παιδιών του δρόμου.

Ταξιδευτής,
Νοέμβριος 2011


Φωτο: Ευσταθίου Χρήστος
Φθινόπωρο 2012

21 Νοε 2011

Γιορτινά φαντάσματα

Ήταν γύρω στις δέκα και μισή το βράδυ. Μες το αυτοκίνητο, μετά από μια δύσκολη χειμωνιάτικη μέρα. Οδηγούσα μόνος και αμέριμνος, για το σπίτι, όταν άκουσα τον παρατεταμένο λυγμό. Ψάχνω το ραδιόφωνο, ήταν κλειστό, κοιτάω πίσω δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος, έστω λαθραία στο αυτοκίνητο, ρίχνω μια ματιά έξω, έρημος δρόμος. Η μηχανή λέω, είναι παλιό το αυτοκίνητο .
Όταν ακούσθηκε για δεύτερη φορά, ο ίδιος ανθρώπινος αναστεναγμός πόνου, μακρόσυρτος λυγμός, σαν αργός θάνατος, ήταν που ανατρίχιασα. Πάγωσα μετά.
Πάτησα ασυναίσθητα το γκάζι, με σταμάτησε μόνο το κόκκινο φανάρι, άδειος ο δρόμος, είναι καιρός τώρα που οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους.
Δεν πιστεύω στα φαντάσματα, τα δικαιολόγησα όλα, μάλλον κάποιο γατάκι θα ήταν που κρύφτηκε μέσα στη μηχανή, έκανε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ, συμβαίνουν αυτά.
Όταν σήμερα το πρωί πέρασα από κεντρικό εμπορικό δρόμο της αγοράς, είδα τα μισά καταστήματα αδειανά και ενοικιάζεται στα τζάμια. Μα είναι δυνατόν είπα, εδώ κάποτε έσφυζε από ζωή, μου βγήκε άθελα, ένας δικός μου αναστεναγμός. Συνειρμικά θυμήθηκα πάλι το φάντασμα.
Έτσι ήρθα και γράφω αυτό το γράμμα στον πρωθυπουργό τώρα, αυτός που οδηγεί τη
χώρα στην ανάπτυξη, αυτός και η παρέα του, που μας κάνουν να ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον, μέσα στις τόσες λύσεις που δίνει κάθε μέρα στα προβλήματα μας, να δώσει άλλη μία.
Μια απλή λύση του προτείνω, έστω και με 151 ψήφους υπέρ θα περάσει στη Βουλή, είμαι σίγουρος του φράφω.
Επειδή γέμισε η χώρα από άστεγους, που δεν έχουν που την κεφαλήν κλείνει, να ανοίξει διά νόμου όλα αυτά τα άδεια μαγαζιά, να φιλοξενήσουν τους ανθρώπους που παγώνουν μαζί με όνειρά τους έξω στο χειμώνα. Εντάξει κύριε πρωθυπουργέ, το ξέρω δεν φταίτε εσείς για τον καιρό, αλλά στο δρόμο της ανάπτυξης δώστε και αυτή τη λύση. Δεν σας λέω για των Γερμανικών συμφερόντων, ποιός ακούει ξανά τη Μέρκελ, ούτε των πολυεθνικών, μη βρείτε και το μπελά σας. Εξάλλου κανένα απ’ αυτά που φέρατε εσείς τα προηγούμενα χρόνια δεν έκλεισε,  και μπράβο σας που τα στηρίζετε καλά τα δικά σας, δεν αμφέβαλα ποτέ για τις ικανότητές σας. Για τα δικά μας, σας λέω. Κάντε το τώρα που είναι γιορτές, ξέρετε τι είναι, όλοι εμείς που κοιμόμαστε με εφιάλτες στη παγωνιά, να κοιμηθούμε μέσα σε κλειστά αδειανά μαγαζιά ξανά, σε μαγαζιά που κάποτε ήταν γεμάτα όνειρα, γεμάτα ζωή, ξέρετε θα ζωντανέψουν οι παλιές φωνές.
Έτσι κι αλλιώς κύριε πρωθυπουργέ δεν πρόκειται να ανοίξουν ξανά, εσείς το ξέρετε καλύτερα από μένα, μικρά μαγαζάκια είναι ποιος θα ασχοληθεί μ’ αυτά, εσείς ασχολείστε τώρα με τα τραστ και καλά κάνετε, πάντα σας θυμάμαι να μιλάτε για ανάπτυξη, τελευταία την πρασινίσατε κιόλας, είδα το πρωί να βάφουν τα ΙΚΕΑ πράσινα. Μην ανησυχείτε κύριε Πρωθυπουργέ η χώρα θα σωθεί, δεν είδατε πόσος κόσμος ήταν προχτές στο δρόμο να σας υποστηρίξει, σχεδόν η μισή Ελλάδα .
Είδατε ποτέ φάντασμα κύριε πρωθυπουργέ;
Εγώ είδα και τρόμαξα. Εσείς που είσαστε ατρόμητος κάντε κάτι.


Ταξιδευτής
20 Νοεμβρίου 2011


10 Νοε 2011

Παιχνίδια του μυαλού και των ανθρώπων

Ποτέ δεν μ’ άρεσε η κολοκυθόπιτα. Αλλά με έντεχνο τρόπο καθάριζα από μικρός τα κολοκύθια.
Το στόμα ήταν πάντα τριγωνικό, τα μάτια στρογγυλά. Από κει μέσα έβγαζα το κολοκυθο-τέτοιο  και το έδινα στη μάνα μου. Κράταγα το περίβλημα. Μέσα έβαζα ένα κέρινο στουπί ποτισμένο με πετρέλαιο. Το άναβα, πετώντας μέσα ένα σπίρτο. Κρεμούσα το κολοκύθι, το βράδυ που νύχτωνε πάνω σε κάποιο δέντρο. Δίπλα ήταν το κοτέτσι με τις κότες.
Εκείνο το καλοκαίρι είχαμε βρει το μπελά μας με την αλεπού. Είχε ρημάξει το κοτέτσι. Φτερά και πούπουλα κάθε πρωί.
Το κόλπο έπιανε. Όσο το κολοκύθι φώτιζε, η αλεπού νόμιζε ότι ήταν κάποιος που παραφύλαγε. Όσες φορές έσβηνε, έλειπε και μια κότα το πρωί.
Εκείνο το καλοκαίρι δεν έμεινε καμία κότα ζωντανή τελικά.
Θυμάμαι πόσο θυμωμένος ήμουν με την αλεπού. Το κοτέτσι ρήμαξε.
Όχι μόνο το δικό μας, και τα διπλανά.
Ένας χρόνος μετά, η μάνα μου έβαλε κλώσα και το κοτέτσι ξαναγέμισε.
Μια νύχτα είδα έναν εφιάλτη. Ο πατέρας μου είχε ορίσει την αλεπού να φυλάει το κοτέτσι. Πετάχτηκα καταϊδρωμένος.
Εφιάλτης είπα. Και ξανακοιμήθηκα.
Το πρωί είδα την αλεπού ανάμεσα στις κότες
Δεν ήταν εφιάλτης.
Παιχνίδια του μυαλού  και των ανθρώπων, στο κουκλοθέατρο της ζωής ήταν.

Ταξιδευτής
10 Νοεμβρίου 2011


 

9 Νοε 2011

Στο χωριό ποτέ δεν χάνεσαι

φωτο: Κώστας Μπαλάφας
Αυτές τις μέρες τα αιγοπρόβατα κατέβαιναν στον κάμπο. Τα λιβάδια και οι πλαγιές των πεδινών ξαναγέμιζαν ζωή. Τα σχολικά βιβλία έγραφαν ότι η Ελλάδα είναι χώρα γεωργική και κτηνοτροφική.
"Τρυφερό πράσινο, αλαφρός μακρόσυρτος κυματισμός, υγρή χεινοπωριάτικη νύχτα στην καρδιά του καλοκαιρού." κάπως έτσι ξεκινάει το βιβλίο του ταξιδεύοντας στην Αγγλία ο Καζαντζάκης. Ούτε Αγγλία, ούτε καλοκαίρι. Πολιτική βαρυχειμωνιά.
Το καλοκαίρι τελείωσε, ερχόταν ο χειμώνας. Τα ορεινά θα ερήμωναν περνώντας μέσα απ’ τα χρυσά φύλλα του φθινοπώρου.
Με τις πρώτες βροχές του Οκτώβρη τα τρακτέρ των αγροτών άρχιζαν να οργώνουν το νωπό χώμα. Ένα τρυφερό πράσινο άπλωνε στην πεδινή γη.
Βελάσματα και κουδούνια, γαυγίσματα από τσοπανόσκυλα και βήματα αλόγων. Ολόκληρη κοινωνία ζωντανών και ανθρώπων άλλαζε λημέρια. Απ’ τα ψηλά βουνά του καλοκαιριού, στις ρεματιές του κάμπου.
Χρόνια φτωχά, αλλά ευτυχισμένα. Απλά και ξεχρεωμένα.
Εγώ μικρός, λιγότερο από δέκα, μπροστά με το νεογέννητο αρνάκι και πίσω η προβατίνα. Οι πρώτες γέννες άρχιζαν. Και τα πρώτα κρύα.
Αλλά η φωτιά στο βουνό έπιανε εύκολα, εμείς ρίχναμε πουρνάρια να ακούμε την προσευχή της. Και η προσευχή έπιανε. Τα χέρια άπλωναν και αγκάλιαζαν τον Ουρανό. Η γη έτσι και αλλιώς ήταν δική μας, ατέλειωτες πεδιάδες τον χειμώνα, ψηλά βουνά το καλοκαίρι.
Ένας θεόρατος έλατος, ολομόναχος, σ’ ένα βουνό γεμάτο κέδρους και φτέρη. Τα μεσημέρια τα πρόβατα στάλιζαν. Τα σύννεφα γέμιζαν τον ουρανό.
Άστραφτε και βρόνταγε. Αλεξικέραυνο ήταν ο έλατος. Ούτε μια αστραπή δεν έπεσε. Τις είχαν ξορκίσει οι πελεκητοί σταυροί των βοσκών, από χρόνια έγιναν ένα με το ρετσίνι.
Δίπλα μια πηγή, ένα καρπούζι πράσινο πάντα παγωμένο, όπως το νερό. Και οι τσαντίλες κρεμασμένες γεμάτες φρέσκο τυρί.
Οι φτέρες σκίαζαν το γρασίδι. Σε όλο το βουνό απλωμένα άσπρα πρόβατα, ερωτοτροπούσαν με τα κριάρια όλο το καλοκαίρι.
Στα χειμαδιά έρχονταν και οι καρποί του έρωτα, οι κοιλιές των προβάτων ήταν φουσκωμένες.
Τα χωράφια ήταν έτοιμα για σπορά, οργωμένα. Το τρακτέρ έσερνε τη σπαρτική. Νοέμβρης μήνας .
Ο καινούριος Πρωθυπουργός καλά είναι να τα ξέρε, όλα αυτά.
Αν είναι ο Παπαδήμος φοβάμαι ότι δεν έχει ιδέα. Εύχομαι να μην είναι. Έστω και πρόχειρος πρωθυπουργός πρέπει να ξέρει από πρόβατα και χωράφια. Η χώρα έχει ανάγκη από επιστροφή. Αυτός θα μας εκτοξεύσει στην εικονική πραγματικότητα του χάους και θα χαθούμε.
Στο χωριό ποτέ δεν χάνεσαι.

Ταξιδευτής
8 Νοεμβρίου 2011

27 Οκτ 2011

Μπάσταρδοι



Μια χώρα στο γύψο, είπαμε για την επταετία
Μια χώρα στην πρίζα λέμε τώρα
Αν η πρίζα βγει τα μηχανήματα της εντατικής θα σταματήσουν
Ο ασθενής θα πεθάνει.
Μια χώρα αργοπεθαίνει, μπλεγμένη μέσα σε γυμνά θανατηφόρα καλώδια
Ένα ψάρι σπαρταράει πάνω στην προκυμαία
Οι τελευταίοι σπαραγμοί ενός συστήματος που καταρρέει
Μασκοφορεμένοι γιατροί πάνω στο μελλοθάνατο πτώμα
Με τεχνητές αναπνοές παρατείνουν τις μέρες
Η καρδιά χτυπάει ακόμα, τα περισσότερα όργανα δεν λειτουργούν
Λειτουργούν όμως τα όργανα του συστήματος
Στις σκοπιές οι φαντάροι κρατάνε όπλα, για το καλό της πατρίδας
Ασπιδοφορεμένα γουρούνια εκπαιδεύονται σε καινούριες τεχνικές,
στα λασποχώρια του καιρού
Οθόνες τρεμοπαίζουν τον θάνατο, βουβοί θεατές- απαίδευτοι πολίτες
Πηγαινοέρχονται οι δικαστές στις αίθουσες των νεκροθάλαμων
Τα σώματα ασφαλείας, η τιμή, η τιμή των όπλων
Ένα σμήνος από μαύρα κοράκια εισαγωγής κατασπαράζουν τις σάρκες
των πρώτων πτωμάτων
Στα σούπερ μάρκετ των πολυεθνικών ανυποψίαστοι πολίτες, σκοτώνουν τα παιδιά τους
Γραφειοκράτες πλανεύουν τις υπογραφές, οδός αβύσσου αριθμός 0 φωνάζει ο Μενέλαος μέσα απ’ τους τάφους των νεκρών
Στο καφενείο Μενέλαος παίζουν χαρτιά, στα γήπεδα η χώρα αναστενάζει
Στην άσφαλτο δεν φυτρώνουν πια λουλούδια
Στρατιές από εργάτες μαραζώνουν φορώντας παλιά παλτά σε παγωμένα δωμάτια
Τα παιδιά κάθε πρωί πάνε στα σχολεία
Κάθε μέρα μπάσταρδοι τα παίζουν στις αγορές του κόσμου
Ο υπουργός βγάζει φλογερούς λόγους: Θα σώσουμε την πατρίδα
Θα σώσουμε την πατρίδα, κανείς δεν τον καταλαβαίνει
Αυτός συνεχίζει : Θα σώσουμε την πατρίδα.
Οι πρώτοι νεκροί, σε μια εφιαλτική νύχτα
Την νύχτα πέθανε κι ο παππούς
Το πρωί γεννήθηκε, στο μαιευτήριο Ελπίδα, το πρώτο του εγγόνι
Για δυό ώρες δεν πρόλαβε να το δει
Για λίγες στιγμές ...


Kωστής Ταξιδεύων
27 Οκτωβρίου 2011

10 Οκτ 2011

Ανδρική και γυναικεία γραφή

''Δυό πουλιά αν τα δέσεις, δεν πετούν κι ας έχουν τώρα τέσσερα φτερά.'' η πρόταση που με κέρδισε.
''Δεν τα λέει αυτά ένας άντρας ..'' η πρόταση που με χάλασε..
                                                           

Και εξηγούμαι:

Το κείμενο είναι Έρωτας. Ό Έρωτας είναι και πόλεμος. Ο στόχος του πολέμου είναι η κατάκτηση.
Η  συνθήκη ''Τι θέλουμε νομίζεις .. να μας δίνετε αυτές τις λίγες ελιές και σ αντάλλαγμα θα  παίρνετε ολόκληρο τενεκέ με λάδι.  Εμάς.''
Ο άντρας πορθητής, η γυναίκα το κάστρο.
Αιώνες το ίδιο παιχνίδι. Ο άντρας κατέκτησε το θήραμα. Το έβαλε στο κλουβί του. Κάποιες λιγότερες φορές, οι ρόλοι αντιστρέφονται στην εποχή μας. Που ακόμα καλά κρατεί απ' την εποχή του φαλού.

Ο άντρας και η γυναίκα, με ίσα δικαιώματα απέναντι στη ζωή, δεν ήρθε ακόμα. Σε όλα τα επίπεδα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο άντρας χάνει τον ανδρισμό του και η γυναίκα τη θηλυκότητα της.
Και πάλι εξηγούμαι:

Το τελικό στάδιο του έρωτα, είναι η μετεξέλιξη του σε Αγάπη. Σε ανιδιοτέλεια δηλαδή. Αυτό προϋποθέτει βαθειά εκτίμηση και θαυμασμό.
Και η μεγαλύτερη προϋπόθεση, η Αυτονομία. Αυτό ακόμα δεν κατακτήθηκε. Ούτε στην εποχή μας .
Ο άντρας θύμα του οικονομικού λαγνισμού, προβάλλεται κατά κόρο ως το αρσενικό  ως και  βαρβατίλα, οικονομικά πετυχημένος, με ωραία  αυτοκίνητα, καλό βιβλιάριο τραπέζης κ.λ.π, αγκωνάρι στο «αδύναμο φύλο». Ο άντρας που αποχαυνώνεται τις Κυριακές στα γήπεδα, που παίζει στα χρηματιστήρια, που συζητάει με τις αντροπαρέες του για το καλύτερο ψάρι, για τις καινούριες εκδόσεις των αυτοκινήτων και τα τελευταία εξελιγμένα όπλα.
Η γυναίκα, το άλλο θύμα, φορτώνεται το σπίτι, τα παιδιά, τα κομμωτήρια και αναλίσκεται στις γυναικοπαρέες, για το μεγαλύτερο πέος. Ψεύτικες κούκλες.
Δώσε στους άντρες ποδόσφαιρο και στις γυναίκες  συνταγές μαγειρικής και μόδας. Χαρακτηριστικό υπανάπτυκτων και φασιστικών καθεστώτων.
Σαν και το δικό μας σήμερα. Κιχ δεν θα βγάλουν απέναντι στη βία της εξουσίας. Κάθε εξουσίας.
Κατά τη γνώμη μου είναι από τους βασικότερους λόγους, για την σημερινή εξαθλίωση. Οι τηλεοράσεις και τα γήπεδα καλά κρατούν.
Αποτέλεσμα ανδρικά περιοδικά και γυναικεία κους κους. Το όπιο του λαού.
Τους έχουμε στο χέρι μας.

Τι θα πει  δεν τα λέει αυτά ένας άντρας; Μη και χαρακτηρισθεί ομοφυλόφιλος; Μην εκδηλώσει τις κρυφές του διαθέσεις και απομυθοποιηθεί; Μη χάσει το πρότυπο, που του καπέλωσαν;

Σ’ ένα κείμενο για τον  έρωτα, με τις πιο κρυφές επιθυμίες, δεν υπάρχει γυναικεία και ανδρική γραφή, υπάρχει ανθρώπινη σκέψη.
Σε αντίθεση με ότι έγραφα παραπάνω, πέρα από τις επιμέρους παρατηρήσεις, δώσατε αφορμή και σε μένα να εκφρασθώ.
Ωμή η πραγματικότητα. Ετεροκαθορισμένη. Το προαιώνιο παιχνίδι, -που αν κάποτε δεν λάβει τέλος,- το σύνθημα κάντε έρωτα και όχι πόλεμο δεν θα επανέλθει. Ο πόλεμος καλά κρατεί….

Ταξιδευτής
10 Οκτωβρίου 2011

Οι προτάσεις σε εισαγωγικά από κείμενο του Ιωακείμ Παπαχρόνη


9 Οκτ 2011

Κανένα ίχνος

Όταν δεν άντεχε τη ζωή, σκεφτόταν τον θάνατο. Όχι τον δικό του. Τους θανάτους που  τον σημάδεψαν. Φίλους που έφυγαν νέοι. Όνειρα που σκοτώθηκαν.
Δεν τον ένοιαζε ο δικός του θάνατος. Το μόνο που ήθελε, να πεθάνει νύχτα στον ύπνο του. Δεν μπορούσε να σκεφθεί τον εαυτό του, σε κρεβάτι νοσοκομείου. Σε μηχανήματα ιατρικά, συνδεδεμένο. Και στο τέλος τον όροφο -1 του νεκροτομείου.

Ο Άλεξ περπατούσε μόνος εκείνο το βράδυ, στα στενοσόκακα της πόλης. Κάτω απ’ το κάστρο. Τώρα η περιοχή είναι γεμάτη ταβέρνες και μπαράκια. Παλιά πριν το πόλεμο, ήταν τα αρχοντικά των πλουσίων. Άλλα ερειπωμένα σκαλίζουν της μνήμες τους κι’ άλλα ανακαινίσθηκαν επιμελώς από νεόπλουτους. Εκεί δίπλα ήταν και τα μπορντέλα στην κατοχή. Ο Δήμος θέλησε να ζωντανέψει την περιοχή. Μετέφερε μετά την λαϊκή, οι στενοί δρόμοι την έδιωξαν .
Το “παραμύθι” ήταν το πρώτο Jazz  bar που άνοιξε. Όταν έφυγε η λαϊκή. Ο Άλεξ παραπατούσε. Κρατώντας στο χέρι του την εικοστή μπύρα. Αξύριστος εδώ και μια βδομάδα. Πενηντάρης. Άνεργος εδώ κι ένα χρόνο. Πάνε επτά χρόνια, από τότε που τον εγκατέλειψε η Μάρθα.
Η Μάρθα τον αγαπούσε. Ο Άλεξ έπινε. Αντί να κάνουν έρωτα , έκανε εμετό. O Μπουκόφσκι δεν είναι πια της μόδας. Ο Άλεξ όμως γεννήθηκε on the road, μαζί με τον Κέρουακ , τον Μπάροουζ και τον Γκίνσμπεργκ. Δέκα χρόνια αργότερα. Ζεστό. Καλοκαιρινό βράδυ. Ιούλης, μεσάνυχτα και κάτι. Ο Άλεξ είχε φύγει πριν μισή ώρα απ’ το παραμύθι . Δεν έφυγε, τον έδιωξαν. Με τρόπο.
 Καθόταν ως συνήθως στο μπαρ. Δεν πείραζε κανέναν. Άφηνε είκοσι ευρώ τουλάχιστον κάθε βράδυ. Ήταν στο ταμείο ανεργίας ακόμα. Νοίκιαζε και το σπίτι, που έμεινε με την Μάρθα. Κληρονομιά απ’ τον πατέρα του, έμπορος βελέντζας που χρεοκόπησε.
Τα μάτια της ένοιωσε ότι τον πυροβόλησαν. Πανέμορφη, κοντά μαύρα  μαλλιά, μακριά πόδια, μιλούσε με το χαμόγελό της. Γύρω στα σαράντα. Έπινε και μιλούσε συνεχώς. Την  κάρφωσε και αυτός. Δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από πάνω της, έπινε και μιλούσε με μια φίλη της. Ο Άλεξ πήγε και κάθισε δίπλα τους. Η ανάσα του βρώμαγε. Τα λόγια του έγιναν χυδαία. Στο τέλος τον πέταξαν έξω. Με τρόπο. Πήγαινε προς το υπόγειο που  του είχε παραχωρήσει ο Νίκος, ένας παιδικός του φίλος. Στην άκρη της πόλης.
Κληματαριές  και τριανταφυλλιές  στις αυλές, δάφνες στο πεζοδρόμιο, αστέρια στον ουρανό. Τα σπίτια αραίωναν. Πέρασε μπροστά από ένα μικρό στρατόπεδο, χαιρέτησε τον φαντάρο στη σκοπιά. Υπηρετείς την πατρίδα ε; Ο ουρανός στριφογύριζε στο κεφάλι του, σαν τεράστιος πολυέλαιος που κουνιέται κυκλικά. Έναστρη νύχτα. Έκανε εμετό, πράσινα υγρά, απ’ το πρωί είχε φάει μια ντομάτα και μερικές ελιές και μια φέτα ξηρό ψωμί, σαν φρυγανιά.
Ένοιωσε καλύτερα, ανακουφίσθηκε,  έριξε νερό στο πρόσωπό του, απ΄ το μικρό συντριβανάκι της πλατειούλας.
 Μετά από τρείς μήνες δεν είχε ακόμα συνέλθει από τον θάνατο του Πέτρου. Αδελφικός φίλος του απ το σχολείο. Σκοτώθηκε με τη μηχανή του ένα βράδυ που πάτησε παραπάνω το γκάζι, μεθυσμένος. Έπεσε πάνω σε μια νταλίκα που φρέναρε απότομα. Χρόνια δολοφονία. Απ’ αυτές που δεν τις αγγίζει το δίκιο. Πέθανε από καρκίνο, από εγκεφαλικό, πέθανε από καρδιά, πέρασε αφηρημένος τον δρόμο και τον παρέσυρε αυτοκίνητο. Κανείς δεν θα ψάξει τον ηθικό αυτουργό. Ο πλέον εξελιγμένος τρόπος θανάτου. Ούτε μαχαίρι, ούτε δολοφόνος. Ο Πέτρος τον στήριζε στα δύσκολα. Εργάτης στα ναυπηγεία, η τελευταία του δουλειά. Απολύθηκε πριν τρία χρόνια. Ο Άλεξ τον φώναζε Πήτερ Παν.
 Έκατσε σ’ ένα πράσινο παγκάκι. Κάτω από μια πορτοκαλιά. Δίπλα σ’ ένα μικρό διώροφο με σβηστά φώτα. Το φεγγάρι και  ένας στύλος στο απέναντι πεζοδρόμιο, μπροστά σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Τρείς το πρωί.
Άρχισε να συνέρχεται απ’το στομάχι του. Άρχισε να μεθάει πάλι απ΄ τα μάτια της. Το τενεκεδάκι της μπύρας τελείωσε εδώ και ώρα. Το πάτησε δυνατά με τα πόδια του. Ήταν ο μόνος θόρυβος στη σιωπή της νύχτας. Στη μοναξιά του.
Είχε πάνω από χρόνο να πάει με γυναίκα. Η τελευταία φορά ήταν με την Σόφη στις τουαλέτες του σιδηροδρομικού σταθμού.

Όταν σταμάτησε ο μικρός κίτρινος σκαραβαίος, απήγγειλε στίχους του Λαπαθιώτη.

Καημός αλήθεια να περνώ
του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει
η σκοτεινιά
μια μέρα του θανάτου...

Του άρεσε η ποίηση.
Η Μαρία, η γυναίκα του μπαρ, έλεγε καληνύχτα στη φίλη της. Ο σκαραβαίος έφυγε.

Γυρεύω πάντα το φιλί- αχ καρδιά μου
που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς
ποτέ να μου το δώσει...


-Δεν έχω τίποτα. Κάποτε είχα. Τώρα με θεωρούν τρελό, με θεωρούν γραφικό. Εγώ όμως πιστεύω κάποιοι ραντίζουν τους ανθρώπους με ψυχοφάρμακα. Εγώ δεν παίρνω τίποτα άλλο. Μόνο μπύρα. Σε παρακαλώ μείνε λίγο μαζί μου. Θέλω έναν άνθρωπο να μιλήσω.
-Θα μείνω λίγο, λιγο όμως, πρέπει να κοιμηθώ, αύριο ξυπνάω νωρίς.
Η Μαρία έκατσε στο  παγκάκι, κι αυτή. Δίπλωσε τα πόδια της. Φορούσε τζίν παντελόνι και πορτοκαλί πουκάμισο. Τα στήθη της πετούσαν το πουκάμισο προς τα έξω. Το μαύρο σουτιέν της τα συγκρατούσε.
- Όταν σε είδα στο μπαρ, τρελάθηκα, ήσουν ίδια η Ελένη, η πρώτη μου αγάπη, μετά από είκοσι χρόνια. Πηγαίναμε μαζί σχολείο, ήμασταν ερωτευμένοι, κάναμε όνειρα, μαζί περάσαμε στο πανεπιστήμιο. Παντού μαζί. Μαζί στα σινεμά, στα θέατρα, διαβάζαμε τα ίδια βιβλία,  ακούγαμε τις ίδιες μουσικές, μαζί στις διαδηλώσεις, μαζί στους δρόμους. Θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Η Ελένη πέθανε. Πέθανε πριν να ζήσουμε. Αυτοκτόνησε. Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί. Ποτέ. Έπεσα στο κενό.
 Η Μαρία έβγαλε το πακέτο της. Άναψαν τσιγάρο. Έπεσε βαθειά σιωπή για λίγο.
Μετά του χαμογέλασε .
-Θέλω μια χάρη. Μόνο μια χάρη. Να με φιλήσεις μια φορά.
Η Μαρία γέλασε δυνατά.
Εντάξει του είπε, τρυφερά. Στο μαγουλάκι. Πρέπει να φύγω.
Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. Ένας ωραίος άντρας. Η ματιά της σταμάτησε στο παντελόνι του. Εκεί που το μπεζ παντελόνι του Άλεξ ασφυκτιούσε.
Του έδωσε ένα τρυφερό φιλί και του χάιδεψε με το χέρι της ελαφρά το πρόσωπο.
- Φεύγω, του είπε.
- Κι εγώ; Εγώ, τι θα κάνω μόνος μου;
Του άφησε δυό τσιγάρα και ανέβηκε στο σπίτι της, στον πάνω όροφο. Ο  Άλεξ έμεινε πάλι μόνος, ολομόναχος στο παγκάκι. Το φεγγάρι δεν ήταν αρκετό, αν και ήταν γεμάτο.

Όταν η Μαρία φόρεσε το νυχτικό της, δεν πήγε στο μπάνιο. Πήγε στο παράθυρο. Άνοιξε λίγο την κουρτίνα. Ο Άλεξ ήταν στο απέναντι δρομάκι. Ήθελε να βλέπει το φως απ΄ το δωμάτιό της. Αφού δεν μπορούσε να δει αυτή. Είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι του και κρατούσε το τεράστιο πέος του στα χέρια του. Το  έπαιζε με λύσσα, με ηδονική οργή, με γρήγορες και αργές κινήσεις,  με τα μάτια του καρφωμένα στο παράθυρο τώρα. Αναμμένος σαν λαμπάδα, ορμητικός σαν καταρράκτης.
 Το πρόσωπο της Μαρίας κοκκίνισε. Ένοιωσε τις ρώγες της να σκληραίνουν. Ασυναίσθητα τα μακριά της δάκτυλα έψαξαν τη δικιά της ηδονή, μέσα στο μαύρο κιλοτάκι της.
Το φως της λάμπας έδειχνε καθαρά. Κόντευε τέσσερις το πρωί. Ένα ποτάμι σπέρμα πιτσίλισε το πεζοδρόμιο, λες και ήταν βροχή αστεριών. Ένας βαθύς αναστεναγμός απ’ το στόμα του Άλεξ. Ακούστηκε σαν μεταλλικό κέρμα που πέφτει σε μαρμαρένιο δάπεδο. Η σιωπή της νύχτας ήταν απόλυτη. Εκείνη τη στιγμή κανένα σκυλί δεν γαύγιζε. Η λύτρωση.
Μια μικρή κραυγή ακούστηκε κι απ’ τη Μαρία. Και ο ήχος του ρολογιού στο άδειο σπίτι.
Ο Άλεξ έφυγε με το κεφάλι σκυφτό.

Η Μαρία πήγε να πλύνει τα δόντια της. Την άλλη μέρα η Μαρία ξύπνησε νωρίς. Πριν πάει στο μπάνιο, πήγε στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Δεν είδε κανένα ίχνος.


Ταξιδευτής 
9 Οκτωβρίου 2011



1 Οκτ 2011

Μορφή

Ήταν ο πιο γλυκός Σεπτέμβρης
Τα μαλλιά της τα έλουζε το φως
Το φεγγάρι, κοινός τόπος ονείρων
Ασήμιζε τα ακροδάχτυλα των χεριών της
Τα οδοφράγματα στήνονταν παντού
Οι ειδήσεις έρχονταν, μαύρες σαϊτιές
Η χώρα αργοπέθαινε
Ο κόσμος μπουλούκια στους δρόμους
Μάζευε ιστορίες για ένα βαρύ χειμώνα.
Τα σταφύλια της οργής, τα καταλάγιαζε η μορφής της
Το γέλιο της γάργαρο νερό
Τα μάτια της φεγγοβολούσαν τη νύχτα
Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα
πάνω στη γη.
Ειρήνη και Ελπίδα μαζί.

Ταξιδευτής

Ο δρόμος

Mετά ο δρόμος έγινε δύσβατος, τα πόδια μας βάραιναν,
τα χέρια μας μάτωναν, η ανάσα μας  ακούγονταν δυνατά,
τόσο, που ούρλιαζαν πλάι μας οι λύκοι,
δεν φοβηθήκαμε,
ανταλλάξαμε τις καρδιές μας και συνεχίσαμε.

Είχαμε στο νου μας τις παγίδες, προχωρούσαμε σιγά,
πόσοι και πόσοι δεν τσακίστηκαν μες τα σκοτάδια,
πόσοι δεν έφτασαν ποτέ πριν τον θάνατο.

Από μακριά μπερδεμένες φωνές προγόνων,
πέρασαν κάποτε απ’ τον ίδιο δρόμο,
άλλοι δείλιασαν και γύρισαν πίσω,
άλλοι τράβηξαν μπροστά χωρίς να μετράνε
τον φόβο,
δίχως νερό στα παγούρια τους,
με ξερό στόμα, κόκκινα μάτια απ’ την αγρύπνια
των ονείρων,
σκεπάζονταν με κίτρινα φύλλα
τις κρύες νύχτες,
αγκαλιαζόταν με τ’ αστέρια
να ζεσταθούν .

Απλώθηκε ένα κόκκινο φεγγάρι καταμεσής στον ουρανό,
πήραμε χρώμα και συνεχίσαμε,
σαν  να περπατούσαμε  πάνω σε σύννεφα,
απαλά.
μην μας ακούσουν τα θηρία.

Πιαστήκαμε με τα χέρια,
μη χαθούμε.
Ήμασταν τόσο σίγουροι πια.

Ταξιδευτής
Σεπτέμβρης 2011


Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας
 

30 Σεπ 2011

Και τώρα ...


Και τώρα μιλάμε για εξεγέρσεις, για επαναστάσεις, για ανατροπές στους δρόμους.
Και τώρα μιλάμε για ένδοξους αγώνες παρελθόντων ετών, για προγόνους που δεν είδαμε ποτέ. Και τώρα μιλάμε με λέξεις πεθαμένες, απογυμνωμένες, όπως τα νούφαρα στη λίμνη ομορφαίνουν για λίγο και γίνονται σκουπίδια μετά.
Σκουπίδια και οι λέξεις.
Σκουπίδια στους δρόμους, σκουπίδια στις αυλές μας, θανατηφόρες οθόνες που διαδρομούν σκουλήκια στα σπίτια μας, όπως στα σάπια μήλα της χωματερής.
Δεν ήμασταν εμείς, όχι, δεν ήμασταν εμείς.
Δεν ήμασταν εμείς που σκύβαμε το κεφάλι στ’αρχίδια του Κουτσόγιωργα, του Τζοχατζόπουλου, του Λαλίωτη, όχι βέβαια στο Γιωργάκη γιατί αυτός δεν έχει.
Ποτέ δεν ταξιδέψαμε με τα κότερα του Βουλγαράκη μέσα σε νερά από οφσορ(sic) εταιρείες, ούτε ακούσαμε ποτέ για Βατοπαίδι, ούτε στείλαμε Καρατζαφέρηδες στη Βουλή, εμείς πάντα κοιτούσαμε να τη βολέψουμε, ιδέα δεν είχαμε.
Εμείς ποτέ δεν μιλήσαμε, ήμασταν φρόνιμα παιδιά , τόσο φρόνιμα που κανείς δεν μας έδινε σημασία. Το σπίτι μας, το φαγάκι μας, το αυτοκινητάκι μας, το κομματάκι μας, το αλλάζαμε κιόλας να μην το βαριόμαστε ανάλογα με το χαρτζιλίκι, μετά πήραμε και κινητό να μιλάμε απ΄ το δρόμο πολυάσχολοι όπως πάντα, αγωνιστές όπως πάντα. Πάντα υπάκουα παιδιά, έτσι ακριβώς όπως μας ήθελαν, στο ένα χέρι κρατούσαμε το ένα αρχίδι, στο άλλο το άλλο, πιγκ πόγκ παίζαμε με τ’αρχίδια ..πόσες φορές δεν τα κρατήσαμε όλα μαζί και τα πετούσαμε ψηλά σαν ταχυδακτυλουργοί, είδαμε όλα αυτά τα αρχίδια να κάνουν αεροβασίες και μας έμοιαζαν πολύχρωμα μπαλάκια.
Ποτέ οι δημοκρατικές εφημερίδες Νέα, Ελευθεροτυπία και λοιπές δημοκρατικές φυλλάδες δεν υποστήριξαν και δεν έπαιξαν στο υπόγειο παιχνίδι του φασισμού που αλώνιζε ανενόχλητα τη χώρα. Ποτέ δεν υπήρξε ο Μπόμπολας, ήταν ένα φάντασμα στο κεφάλι των ονειροπαρμένων, των εχθρών του συστήματος. Ποτέ δεν υπήρξε χρηματιστήριο, ούτε Παπαντωνίου, πάντα οι τράπεζες ασχολούνταν με την προστασία του Αρκτούρου και με την αναγέννηση του περιβάλλοντος, ποτέ δεν έπιαναν τον κώλο των αμύητων σε ολυμπιακά αθλήματα ταπεινών καλοκάγαθών ανθρώπων από όνειρα θερινής νυχτός πλασμένους.
Ποτέ δεν καταναλώναμε επιδοτώντας μικρομάγαζα και στήνοντας πολυεθνικούς παραδείσους, αυτά στις άκρες των πόλεων που ολημερίς προσκυνάνε οι χριστιανοί μαζικά, όπως οι μωαμεθανοί στο ραμαζάνι.
Εμείς πάντα αγωνιστές, μέσα απ΄ τα ωραία σαλόνια μας, μπροστά στις έγχρωμες οθόνες μας, κτίσαμε σπίτια, ω επενδύσεις που κάναμε, σπίτια με βόθρους τεράστιους να τα νοικιάζουμε αντί καλού μισθου, καθότι από νωρίς βγήκαμε στη σύνταξη, ήμουν δεν ήμουν σαράντα πέντε τότε, από τότε πήρα και τα παραπάνω κιλά μου, από τότε αφού έλυσα κάθε δικό μου οικονομικό πρόβλημα, αγωνίζονται οι άκρες των δακτύλων μου πάνω σε μαύρα πλήκτρα, ρόζους έβγαλαν για το καλό των άλλων, συμπονώντας, μην εξοστρακισθεί καμιά σφαίρα και πάρει και μένα .
Εγώ το δήλωσα απανωτά, δεν έχω σχέση μ’ όλα αυτά, πάω στην Αγία τράπεζα να περάσω τους τόκους μου στο βιβλιάριο των ευχών μου …και μετά , μετά θα συνεχίσω τους αγώνες μου για το καλό της ανθρωπότητας .
Τι νέοι που φτάσαμε ως εδώ...


Κωστής Ταξιδεύων
30 Σεπτεμβρίου 2011

29 Σεπ 2011

Ροδί


Όπως τα χείλια σου.

Ηλιοβασίλεμα στο τέλος Σεπτέμβρη
Σύννεφο ροδόχρουν, μέσα στα μάτια μας
Ολοζώντανο  ηδονικόν άσμα του κορμιού και της ψυχής
Ερωτικός καρπός των αισθήσεων, ακρογιάλι της τύχης
Ρόδινο ακρογιάλι του Παπαδιαμάντη
Του βουνού και της στάνης ξέσπασμα
Μιας άλλης εποχής μυστήρια που ανασταίνονται.
Πράσινα φύλλα  σκεπάζουν τον ώριμο καρπό
Δέντρο ακοίμητων πόθων και ακριβοθώρητων στεναγμών
Ρόδο της αγάπης και της προσμονής
Ά-χυτος πόθος, της λύτρωσης εκπλήρωση
Αλαργινό ταξίδι μύχιων ανεπαίσθητων σκέψεων, ανυπάκουο χρώμα της απεραντοσύνης
Ανάσα της υπομονής.
Αγαπημένο χρώμα των παιδιών, Να ένα Ρόδι
Έτσι μάθαμε το ρ, μετά είπαμε ρώγα
Μια ρώγα σταφύλι στο στόμα μου, όλη η ζωή στα χέρια μας .
Αθέατο χρώμα στους τυράννους, στους οικονομολάγνους,στούς άσεβους και ευσεβείς τυχοδιώκτες
στους θεατές που καταπίνουν την κάμηλο και διυλίζουν τον κώνωπα αντί πινακίου φακής, ξοφλημένοι από νωρίς.
Αφύτρωτο χωράφι τσιμεντένιας γης, ανέξοδοι αριθμοί άνοστης ζωής, δυνάστες των κήπων και της αυλής μας.
Περπάτημα σε στενό μονοπάτι από ξερολίθια
Ξεπροβάλουν απέραντοι οι δρόμοι του νου και των απόκρυφων αισθήσεων
Λίμνης ανταύγειες από φωτεινό
του ουρανού χαμόγελο
Ροδίζον πρόσωπο σε αναπάντεχη συνάντηση, του έρωτα παγίδα
Ατέρμονης μεθυστικής διαδρομής από ροδίτη οίνο
Χυτές λέξεις, ευοίωνο περίβλημα
Σπόρια της γέννας και της προκοπής
Ρόδι και δείλι
Του έρωτα τα ρω
Φεγγάρια του Ελύτη
Νερό κι αλμύρα
Στα διψασμένα χείλη των ονείρων μας
Ροδό κοκκίνισμα της λαχτάρας.
 
Κωστής Ταξιδεύων
29 Σεπτεμβρίου 2011

28 Σεπ 2011

Για φαντάσου

τρίζουν τα όνειρα, τρίζουν οι τάφοι
πεθαίνω σα χώρα,
ανασταίνoμαι
μέσα απ' τις λέξεις σου
αναβλύζω


Για φαντάσου, φαντάσου είπα ..
Έναν πολιτικό με ανάστημα Ανθρώπου, ένα γίγαντα στο νου και στην καρδιά, έναν Ανθρωπιστή που να μη λογαριάζει τι θα πει παγκόσμια οικονομική αλητεία ,
ένα πολεμιστή για τη ζωή στη χώρα μας και στον πλανήτη.
Για φαντάσου, φαντάσου είπα…
Να ήμασταν ένας περήφανος λαός, περήφανος σαν τον ήλιο μας, σαν τα βουνά μας, σαν τα πελάγη μας, λεβέντικα να θωρεί.
Για φαντάσου, φαντάσου είπα ..
Ένας μπροστά, χιλιάδες πίσω με σημαία μόνο τη ζωή, κάτω απ’ τον ίδιο μπλε Ουρανό, μια αγκαλιά. Όλοι μαζί σε έναν μεθυστικό κόσμο με άρωμα την ελπίδα.
Όχι, Αγάπη μου δεν είναι ρομαντικά όλα αυτά, είναι ο λόγος που γεννηθήκαμε, είναι ο δρόμος του κύκλου της ζωής, στη μέση αναβλύζει καθάριο κρυστάλλινο νερό.
Βρώμισαν τον νερό που πίνουμε, μπόχα και δυσωδία ο αέρας που αναπνέουμε, στο παζάρι των ληστών οι ζωές μας. Τα οικονομικά γουρούνια σκορπάνε τον θάνατο, αποστεωμένες αριθμητικές υπάρξεις, δολοφονούν συνεχώς τη φύση του ανθρώπου. Δεν υπήρξε ποτέ χειρότερος φασισμός στη χώρα μας απ’ αυτόν που ζούμε σήμερα. Ποτέ . Αυτές οι ύπουλες φάτσες σαρακιών κατέστρεψαν το δέντρο της ζωής.
Καιρός να φυτέψουμε άλλο, σ’ ένα καθαρό τοπίο, χωρίς, δίχως αυτά τα ανδρείκελα, τα τηλεκατευθυνόμενα ανθρωποειδή που σαπίζουν τη ρίζα του.
Πάει καιρός που δεν μπορώ να μιλήσω τη γλώσσα τους, πόσο αστεία ή λογική του χεζοβελινισμού και της κουτσογιωργιανής κουστωδίας του, με τελευταία τρύπα στην κολοκυθοειδή φλογέρα τους τον μαιδανοφερμένο, ψιλοκομμένου στα μέτρα τους άκη, γιωργάκη, και όλα τα υπολείμματα των υπονόμων…
Για την ώρα πάω να χορέψω πάνω στα μνήματα των Ονείρων μας.

Ταξιδευτής
28 Σεπτεμβρίου 2011

27 Σεπ 2011

Ο ήχος της θάλασσας




Νερό
Αλμυρό νερό
Πέτρα
Άσπρη πέτρα
Μαύρη πέτρα
Κόκκινη πέτρα
Ορίζοντας

Έρωτας

Κωστής Ταξιδεύων
27 Σεπτεμβρίου 2011

Μωβ

Μωβίζει,  είπες.
Κι εγώ σαν κοντάρι να τρυπάει τον Ουρανό
Λεβάντας άνθη, ηδονική καρτερικότητα ανέμου
Μικρά λουλούδια που απλώνονται την άνοιξη
Χρώμα φθινοπωρινής φαντασίας
Κλείνω τα μάτια, λούζομαι με σαπούνι, άρωμα πασχαλιάς
Στο βάθος του μαύρου, μωβ κύκλος
Ένας λαμπερός διαυγής μωβ κύκλος
Σαν μωβ μαέστρος ερασιτεχνικής ορχήστρας ονείρων
Όπως ο ήλιος των μελλοθανάτων της Μασσαλίας
Άνεργοι, άστεγοι και μετανάστες, εφιάλτες και οράματα
Από παστρικές πόρνες και πότες του λιμανιού
Μωβίζει είπες.
Ένα παιδί, αγναντεύει απ΄ την ράχη των ματιών του
Μια πόλη γεμάτο σκόνη και  μωβ σύννεφα
Το μέλλον της αβεβαιότητας
Η αβεβαιότητα για το μέλλον
Ξεβγάζω τα μαλλιά μου, με μπόλικο δροσερό νερό.
Ανοίγω τα μάτια μου, φως, σαν ήχος από μωβ κινητό τηλέφωνο
Παιδική ζωγραφιά απ΄ τα καλύτερα μας χρόνια
Γυμνός, ολόγυμνος, τρέχω στην κορυφή της τεράστιας πολυκατοικίας
ένα παιδί κι εγώ χωρίς ενοχές, απλώνω τα χέρια μου στ’ αστέρια
Η αγκαλιά μου γέμισε με χαμόγελα, ανάσες, τρυφερά  ματωμένα αγγίγματα
Χορεύαμε σαν δαιμονισμένοι, παραδομένοι στο σύμπαν
Σαν να χορεύαμε ένα όνειρο.
Τον χορό της αιωνιότητας
Μωβίζει, είπες πάλι..

Κωστής Ταξιδεύων
27 Σεπτεμβρίου 2011

24 Σεπ 2011

Πορτοκαλί



Όπως το ηλιοβασίλεμα
Όπως ένα μπλουζάκι με θαλασσινό νερό πάνω στα στήθη σου
Την  ώρα που η μορφή σου, γοργόνας ανάδυση
Αντικατοπτρίζει τις ακτίνες του ήλιου
Όπως το πορτοκάλι που μοιράσαμε για πρωινό
Κι εγώ μύριζα τα δάκτυλα των χεριών σου
Όπως η νέα χάραξη του Τίτου Πατρίκιου
Κι ο δρόμος του μεταξιού.
Φως, θάλασσα και πέτρα βράχων
το πορτοκαλί ομπρέλα στην απλωσιά του έρωτα 
Ίσα που διακρίνεται, είμαι εδώ, σαν αντί-θεση
Από θέση.

Σαν το σημειωματάριο που έκρυβες στη μπλέ ποδιά σου
Κάθε Σεπτέμβρη.


Κωστής Ταξιδεύων
24 Σεπτεμβρίου 2011

17 Σεπ 2011

Εποχιακά είδη

Το κουδούνι χτύπησε γύρω στις 11 παρά το βράδυ. Το κουδούνι  του σπιτιού
εννοώ, του σχολείου χτυπάει στις 8 και 10 το πρωί.
Δεν απάντησε κανείς, βγήκα αμέσως στη βεράντα, τον είχε καταπιεί η γη. Τελευταία η γη καταπίνει πολλά, σε μια χώρα νομίζω στο Μπαγκλαντές,  η γη καταπίνει και πολυκατοικίες ολόκληρες. Όσοι καταφέρουν να μην τους καταπιεί, έρχονται στην Ελλάδα και πουλάνε δυσεύρετα μικρά αξεσουάρ του σπιτιού, όπως αυτό που περνάς, στο άψε σβήσε, την κλωστή στο βελόνι. Φαίνεται ότι κάνουν χρυσές δουλειές με αυτά στη χώρα μας, τώρα που όλοι μπαλώνουν τις τρύπες και φοράνε τα παλιά .
Μένω κοντά σ’ ένα σχολείο και κάθε πρωί άκουγα το κουδούνι, τα παιδιά μπαίνουν στην τάξη έλεγα κι εγώ στην αταξία της μέρας. Φέτος πέρασε μια βδομάδα και δεν το  άκουσα, μάλλον πρέπει να επισκεφθώ και γιατρό για τα αυτιά μου. Δεν άφησα γιατρό για γιατρό το καλοκαίρι, ο οφθαλμόλουτρος μου είπε ότι μια χαρά βλέπω στις απεγνωσμένες μου ερωτήσεις, γιατρέ βλέπω καλά;
Το κουδούνι όμως το άκουσα καλά, χτύπησε δυό φορές κάπως ανιχνευτικά, σαν τον ταχυδρόμο που χτυπάει κι αυτός δυό φορές. Αλλά  ο ταχυδρόμος έρχεται το πρωί, δεν ήρθε καμιά φορά τη νύχτα.
Ήταν η επέτειος των κλοπιμαίων.
Ένα χρόνο πριν, την ίδια ακριβώς μέρα, ήταν που έκλεψαν το σπίτι που μένω, όχι ολόκληρο, τα συρτάρια μου, δηλαδή ότι είχαν μέσα τα συρτάρια, τα ίδια τα συρτάρια τα άφησαν, κενά. Και νά. Πάνω που προσπαθούσα να καλύψω τα κενά, -απ’ το πρωί είχα τα νεύρα μου, γιατί με λήστεψε στο χώρο της δουλειάς  μου ο Βενιζέλος, μ’ ένα σαρκαστικό σατανικό χαμόγελο, μπήκε μέσα ντυμένος ταχυδρόμος και με καπέλο σαν αυτό που φορούσε ο Τζάκ  Νίκολσον, έβγαλε το πιστόλι, σήκωσα ψηλά τα χέρια, άνοιξε το συρτάρι της δουλειάς και μου τα πήρε όλα. Η αλήθεια είναι ότι δεν αντέδρασα, γιατί είχε πιστόλι, εγώ δεν είχα. Το μόνο που είπα χαμογελώντας, δεν είσαι άντρας ρε, παίζεις άνισα . Εκκαθαριστικό σημείωμα εισφορών και  τέλος επιτηδεύματος ν. 3986/2011.είπε και έφυγε το κάθαρμα. Είχα χάσει το χρώμα μου, πήγα και πήρα ένα χυμό πορτοκάλι, σαν αυτόν που σου δίνουν όταν δίνεις αίμα.
Ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, ήταν η πρώτη σκέψη μου, η δεύτερη ήταν για να καλμάρω την πρώτη, το παιδί που μοιράζει πίτσες μπέρδεψε τα σπίτια, όπως μπερδεύει ο
gap τη γλώσσα του. Άρχισα  να ρωτάω τους γείτονες αν παρήγγειλε κανένας πίτσα , όλοι μου έλεγαν  το ίδιο, ξέρεις από πότε έχω να παραγγείλω πίτσα;
Έβαλα ένα ποτό και άρχισα να το παίζω Ρέμπους, του αγαπημένου μου Ιαν Ράνκιν, το φεγγάρι χανόταν στη μοναξιά του ουρανού, έμοιαζε απόμακρο. Το μπαλκόνι ήταν γεμάτο από τα φώτα της ΔΕΗ.
Ήταν η πρώτη φορά εδώ και χρόνια, που ένοιωθα κρυφή ανομολόγητη συμπάθεια για το πασοκ. Στις σκέψεις που έκανα, διέκρινα αποχρώσεις ευαισθησίας τέτοιες, στον πράσινο ήλιο του, που δεν τις αντέχει η  ελληνική άγρια ζούγκλα. Προσπαθεί εδώ και χρόνια να μας δείξει πως θα γίνουμε περισσότερο ευτυχισμένοι, και ένας λαός ολόκληρος το αγνοεί.
 -Αφού σαν υστερικοί  πάτε και πληρώνετε τη ΔΕΗ, ενώ σας παίρνω εν ψυχρώ τον μισό μισθό, δεν εννοείτε να ακολουθήσετε τα δικά μου πράσινα άλογα ..Και όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος. Θα φροντίσω πάλι εγώ για σας. -Βαγγέλη βάλτους όλο τον μισθό πάνω στο λογαριασμό της ΔΕΗ και πέστο, τέλος ακίνητης περιουσίας και πάμε να τους μιλήσουμε για ευτυχία. Έτσι κανένας δεν θα πληρώνει το λογαριασμό, η Ελλάδα θα βυθισθεί στο σκοτάδι και οι άνθρωποι θα αρχίσουν ξανά να αγαπούν το φεγγάρι. Βαγγέλη ονειρεύομαι μια Ελλάδα που οι πολίτες της θα ξανά-μετράνε τις νύχτες τ’ αστέρια. –Με τη 
Siemens που είχαμε μπλέξει εμείς και τα χρηματιστήρια το λαό, Βαγγέλη μου, χάσαμε τον ρομαντισμό μας, θυμάσαι στις 3 του Σεπτέμβρη την  ροζ διακήρυξη, τη νοστάλγησα.
Κοίτα λέω, και οι Πρωθυπουργοί νοσταλγούν, δεν είναι τελείως άβουλοι υπηρέτες,- με ένα πιστόλι στην τσέπη και ένα στο λαιμό τους-, καμιά  δεκαριά εφοπλιστών του ευρωδαμάσκηνου και συνέχιζα να πίνω το ποτό μου..
Ο Ρέμπους μπορούσε να περιμένει, ένα αεροπλάνο διέσχιζε τ’ αστέρια, το κουδούνι του σχολείου θα ξαναχτυπήσει...
Θυμήθηκα το πρώτο μάθημα στο σχολείο, ο γιός μου πάει στην πρώτη δημοτικού, ο δάσκαλος τους μίλησε για το Άγιο προσκύνημα στις πολυεθνικές, μόνο στο τζάμπο θα βρουν  κινέζικα τετράδια, φτιαγμένα από φτηνά εργατικά χέρια, σαν αυτά που προετοιμάζει για τα δικά του παιδιά αύριο, δεν πρόλαβε να τους μιλήσει για μίζες και άλλα σχετικά.
Όταν κάποτε θα διηγείται παραμύθια στα εγγόνια του θα αναρωτιέται, γιατί τον φτύνουν ή θα νομίζει ότι είναι βροχή αστεριών, σαν τον
gap;
Και μετά τον ξέχασα κι αυτόν, ήταν αργά  τη νύχτα, με καλούσε ένα Ό-νειρο.

Ταξιδευτής
17 Σεπτεμβρίου 2011


16 Σεπ 2011

Θαλασσί


Και ήρθες εσύ αγαπημένη
κρύωνα
μες το σκοτεινό δωμάτιο
με τύλιξες
με το χαμόγελό σου
άνοιξες το παράθυρο,
δεν έχουμε χρόνο για αδυναμίες,
είπες
ο κόσμος υποφέρει,
πάμε.
Με πήρες απ’ το χέρι
βγήκαμε γελαστοί στους δρόμους.
όλα μπερδεύονταν γλυκά.
Ήταν άλλες εποχές,
όλα ήταν μικρά
μόνο τα όνειρα ήταν μεγάλα.
Όλα μεγάλα δίπλα μας
κτίρια, αυτοκίνητα, προβλήματα,
μόνο τα όνειρα μίκραιναν,
σχεδόν πέθαναν.
Κι ήρθες εσύ αγαπημένη
κοίτα
κοίτα 
κοίτα
Ένα μεγάλο  όνειρο
και μου έδειξες με το χέρι σου
τον δρόμο.
Έβαλα τα χέρια σου στα μάτια μου,
όπως πριν,
όταν άνοιξες το παράθυρο.


Κωστής Ταξιδεύων
16 Σεπτεμβρίου 2011