30 Σεπ 2011

Και τώρα ...


Και τώρα μιλάμε για εξεγέρσεις, για επαναστάσεις, για ανατροπές στους δρόμους.
Και τώρα μιλάμε για ένδοξους αγώνες παρελθόντων ετών, για προγόνους που δεν είδαμε ποτέ. Και τώρα μιλάμε με λέξεις πεθαμένες, απογυμνωμένες, όπως τα νούφαρα στη λίμνη ομορφαίνουν για λίγο και γίνονται σκουπίδια μετά.
Σκουπίδια και οι λέξεις.
Σκουπίδια στους δρόμους, σκουπίδια στις αυλές μας, θανατηφόρες οθόνες που διαδρομούν σκουλήκια στα σπίτια μας, όπως στα σάπια μήλα της χωματερής.
Δεν ήμασταν εμείς, όχι, δεν ήμασταν εμείς.
Δεν ήμασταν εμείς που σκύβαμε το κεφάλι στ’αρχίδια του Κουτσόγιωργα, του Τζοχατζόπουλου, του Λαλίωτη, όχι βέβαια στο Γιωργάκη γιατί αυτός δεν έχει.
Ποτέ δεν ταξιδέψαμε με τα κότερα του Βουλγαράκη μέσα σε νερά από οφσορ(sic) εταιρείες, ούτε ακούσαμε ποτέ για Βατοπαίδι, ούτε στείλαμε Καρατζαφέρηδες στη Βουλή, εμείς πάντα κοιτούσαμε να τη βολέψουμε, ιδέα δεν είχαμε.
Εμείς ποτέ δεν μιλήσαμε, ήμασταν φρόνιμα παιδιά , τόσο φρόνιμα που κανείς δεν μας έδινε σημασία. Το σπίτι μας, το φαγάκι μας, το αυτοκινητάκι μας, το κομματάκι μας, το αλλάζαμε κιόλας να μην το βαριόμαστε ανάλογα με το χαρτζιλίκι, μετά πήραμε και κινητό να μιλάμε απ΄ το δρόμο πολυάσχολοι όπως πάντα, αγωνιστές όπως πάντα. Πάντα υπάκουα παιδιά, έτσι ακριβώς όπως μας ήθελαν, στο ένα χέρι κρατούσαμε το ένα αρχίδι, στο άλλο το άλλο, πιγκ πόγκ παίζαμε με τ’αρχίδια ..πόσες φορές δεν τα κρατήσαμε όλα μαζί και τα πετούσαμε ψηλά σαν ταχυδακτυλουργοί, είδαμε όλα αυτά τα αρχίδια να κάνουν αεροβασίες και μας έμοιαζαν πολύχρωμα μπαλάκια.
Ποτέ οι δημοκρατικές εφημερίδες Νέα, Ελευθεροτυπία και λοιπές δημοκρατικές φυλλάδες δεν υποστήριξαν και δεν έπαιξαν στο υπόγειο παιχνίδι του φασισμού που αλώνιζε ανενόχλητα τη χώρα. Ποτέ δεν υπήρξε ο Μπόμπολας, ήταν ένα φάντασμα στο κεφάλι των ονειροπαρμένων, των εχθρών του συστήματος. Ποτέ δεν υπήρξε χρηματιστήριο, ούτε Παπαντωνίου, πάντα οι τράπεζες ασχολούνταν με την προστασία του Αρκτούρου και με την αναγέννηση του περιβάλλοντος, ποτέ δεν έπιαναν τον κώλο των αμύητων σε ολυμπιακά αθλήματα ταπεινών καλοκάγαθών ανθρώπων από όνειρα θερινής νυχτός πλασμένους.
Ποτέ δεν καταναλώναμε επιδοτώντας μικρομάγαζα και στήνοντας πολυεθνικούς παραδείσους, αυτά στις άκρες των πόλεων που ολημερίς προσκυνάνε οι χριστιανοί μαζικά, όπως οι μωαμεθανοί στο ραμαζάνι.
Εμείς πάντα αγωνιστές, μέσα απ΄ τα ωραία σαλόνια μας, μπροστά στις έγχρωμες οθόνες μας, κτίσαμε σπίτια, ω επενδύσεις που κάναμε, σπίτια με βόθρους τεράστιους να τα νοικιάζουμε αντί καλού μισθου, καθότι από νωρίς βγήκαμε στη σύνταξη, ήμουν δεν ήμουν σαράντα πέντε τότε, από τότε πήρα και τα παραπάνω κιλά μου, από τότε αφού έλυσα κάθε δικό μου οικονομικό πρόβλημα, αγωνίζονται οι άκρες των δακτύλων μου πάνω σε μαύρα πλήκτρα, ρόζους έβγαλαν για το καλό των άλλων, συμπονώντας, μην εξοστρακισθεί καμιά σφαίρα και πάρει και μένα .
Εγώ το δήλωσα απανωτά, δεν έχω σχέση μ’ όλα αυτά, πάω στην Αγία τράπεζα να περάσω τους τόκους μου στο βιβλιάριο των ευχών μου …και μετά , μετά θα συνεχίσω τους αγώνες μου για το καλό της ανθρωπότητας .
Τι νέοι που φτάσαμε ως εδώ...


Κωστής Ταξιδεύων
30 Σεπτεμβρίου 2011

29 Σεπ 2011

Ροδί


Όπως τα χείλια σου.

Ηλιοβασίλεμα στο τέλος Σεπτέμβρη
Σύννεφο ροδόχρουν, μέσα στα μάτια μας
Ολοζώντανο  ηδονικόν άσμα του κορμιού και της ψυχής
Ερωτικός καρπός των αισθήσεων, ακρογιάλι της τύχης
Ρόδινο ακρογιάλι του Παπαδιαμάντη
Του βουνού και της στάνης ξέσπασμα
Μιας άλλης εποχής μυστήρια που ανασταίνονται.
Πράσινα φύλλα  σκεπάζουν τον ώριμο καρπό
Δέντρο ακοίμητων πόθων και ακριβοθώρητων στεναγμών
Ρόδο της αγάπης και της προσμονής
Ά-χυτος πόθος, της λύτρωσης εκπλήρωση
Αλαργινό ταξίδι μύχιων ανεπαίσθητων σκέψεων, ανυπάκουο χρώμα της απεραντοσύνης
Ανάσα της υπομονής.
Αγαπημένο χρώμα των παιδιών, Να ένα Ρόδι
Έτσι μάθαμε το ρ, μετά είπαμε ρώγα
Μια ρώγα σταφύλι στο στόμα μου, όλη η ζωή στα χέρια μας .
Αθέατο χρώμα στους τυράννους, στους οικονομολάγνους,στούς άσεβους και ευσεβείς τυχοδιώκτες
στους θεατές που καταπίνουν την κάμηλο και διυλίζουν τον κώνωπα αντί πινακίου φακής, ξοφλημένοι από νωρίς.
Αφύτρωτο χωράφι τσιμεντένιας γης, ανέξοδοι αριθμοί άνοστης ζωής, δυνάστες των κήπων και της αυλής μας.
Περπάτημα σε στενό μονοπάτι από ξερολίθια
Ξεπροβάλουν απέραντοι οι δρόμοι του νου και των απόκρυφων αισθήσεων
Λίμνης ανταύγειες από φωτεινό
του ουρανού χαμόγελο
Ροδίζον πρόσωπο σε αναπάντεχη συνάντηση, του έρωτα παγίδα
Ατέρμονης μεθυστικής διαδρομής από ροδίτη οίνο
Χυτές λέξεις, ευοίωνο περίβλημα
Σπόρια της γέννας και της προκοπής
Ρόδι και δείλι
Του έρωτα τα ρω
Φεγγάρια του Ελύτη
Νερό κι αλμύρα
Στα διψασμένα χείλη των ονείρων μας
Ροδό κοκκίνισμα της λαχτάρας.
 
Κωστής Ταξιδεύων
29 Σεπτεμβρίου 2011

28 Σεπ 2011

Για φαντάσου

τρίζουν τα όνειρα, τρίζουν οι τάφοι
πεθαίνω σα χώρα,
ανασταίνoμαι
μέσα απ' τις λέξεις σου
αναβλύζω


Για φαντάσου, φαντάσου είπα ..
Έναν πολιτικό με ανάστημα Ανθρώπου, ένα γίγαντα στο νου και στην καρδιά, έναν Ανθρωπιστή που να μη λογαριάζει τι θα πει παγκόσμια οικονομική αλητεία ,
ένα πολεμιστή για τη ζωή στη χώρα μας και στον πλανήτη.
Για φαντάσου, φαντάσου είπα…
Να ήμασταν ένας περήφανος λαός, περήφανος σαν τον ήλιο μας, σαν τα βουνά μας, σαν τα πελάγη μας, λεβέντικα να θωρεί.
Για φαντάσου, φαντάσου είπα ..
Ένας μπροστά, χιλιάδες πίσω με σημαία μόνο τη ζωή, κάτω απ’ τον ίδιο μπλε Ουρανό, μια αγκαλιά. Όλοι μαζί σε έναν μεθυστικό κόσμο με άρωμα την ελπίδα.
Όχι, Αγάπη μου δεν είναι ρομαντικά όλα αυτά, είναι ο λόγος που γεννηθήκαμε, είναι ο δρόμος του κύκλου της ζωής, στη μέση αναβλύζει καθάριο κρυστάλλινο νερό.
Βρώμισαν τον νερό που πίνουμε, μπόχα και δυσωδία ο αέρας που αναπνέουμε, στο παζάρι των ληστών οι ζωές μας. Τα οικονομικά γουρούνια σκορπάνε τον θάνατο, αποστεωμένες αριθμητικές υπάρξεις, δολοφονούν συνεχώς τη φύση του ανθρώπου. Δεν υπήρξε ποτέ χειρότερος φασισμός στη χώρα μας απ’ αυτόν που ζούμε σήμερα. Ποτέ . Αυτές οι ύπουλες φάτσες σαρακιών κατέστρεψαν το δέντρο της ζωής.
Καιρός να φυτέψουμε άλλο, σ’ ένα καθαρό τοπίο, χωρίς, δίχως αυτά τα ανδρείκελα, τα τηλεκατευθυνόμενα ανθρωποειδή που σαπίζουν τη ρίζα του.
Πάει καιρός που δεν μπορώ να μιλήσω τη γλώσσα τους, πόσο αστεία ή λογική του χεζοβελινισμού και της κουτσογιωργιανής κουστωδίας του, με τελευταία τρύπα στην κολοκυθοειδή φλογέρα τους τον μαιδανοφερμένο, ψιλοκομμένου στα μέτρα τους άκη, γιωργάκη, και όλα τα υπολείμματα των υπονόμων…
Για την ώρα πάω να χορέψω πάνω στα μνήματα των Ονείρων μας.

Ταξιδευτής
28 Σεπτεμβρίου 2011

27 Σεπ 2011

Ο ήχος της θάλασσας




Νερό
Αλμυρό νερό
Πέτρα
Άσπρη πέτρα
Μαύρη πέτρα
Κόκκινη πέτρα
Ορίζοντας

Έρωτας

Κωστής Ταξιδεύων
27 Σεπτεμβρίου 2011

Μωβ

Μωβίζει,  είπες.
Κι εγώ σαν κοντάρι να τρυπάει τον Ουρανό
Λεβάντας άνθη, ηδονική καρτερικότητα ανέμου
Μικρά λουλούδια που απλώνονται την άνοιξη
Χρώμα φθινοπωρινής φαντασίας
Κλείνω τα μάτια, λούζομαι με σαπούνι, άρωμα πασχαλιάς
Στο βάθος του μαύρου, μωβ κύκλος
Ένας λαμπερός διαυγής μωβ κύκλος
Σαν μωβ μαέστρος ερασιτεχνικής ορχήστρας ονείρων
Όπως ο ήλιος των μελλοθανάτων της Μασσαλίας
Άνεργοι, άστεγοι και μετανάστες, εφιάλτες και οράματα
Από παστρικές πόρνες και πότες του λιμανιού
Μωβίζει είπες.
Ένα παιδί, αγναντεύει απ΄ την ράχη των ματιών του
Μια πόλη γεμάτο σκόνη και  μωβ σύννεφα
Το μέλλον της αβεβαιότητας
Η αβεβαιότητα για το μέλλον
Ξεβγάζω τα μαλλιά μου, με μπόλικο δροσερό νερό.
Ανοίγω τα μάτια μου, φως, σαν ήχος από μωβ κινητό τηλέφωνο
Παιδική ζωγραφιά απ΄ τα καλύτερα μας χρόνια
Γυμνός, ολόγυμνος, τρέχω στην κορυφή της τεράστιας πολυκατοικίας
ένα παιδί κι εγώ χωρίς ενοχές, απλώνω τα χέρια μου στ’ αστέρια
Η αγκαλιά μου γέμισε με χαμόγελα, ανάσες, τρυφερά  ματωμένα αγγίγματα
Χορεύαμε σαν δαιμονισμένοι, παραδομένοι στο σύμπαν
Σαν να χορεύαμε ένα όνειρο.
Τον χορό της αιωνιότητας
Μωβίζει, είπες πάλι..

Κωστής Ταξιδεύων
27 Σεπτεμβρίου 2011

24 Σεπ 2011

Πορτοκαλί



Όπως το ηλιοβασίλεμα
Όπως ένα μπλουζάκι με θαλασσινό νερό πάνω στα στήθη σου
Την  ώρα που η μορφή σου, γοργόνας ανάδυση
Αντικατοπτρίζει τις ακτίνες του ήλιου
Όπως το πορτοκάλι που μοιράσαμε για πρωινό
Κι εγώ μύριζα τα δάκτυλα των χεριών σου
Όπως η νέα χάραξη του Τίτου Πατρίκιου
Κι ο δρόμος του μεταξιού.
Φως, θάλασσα και πέτρα βράχων
το πορτοκαλί ομπρέλα στην απλωσιά του έρωτα 
Ίσα που διακρίνεται, είμαι εδώ, σαν αντί-θεση
Από θέση.

Σαν το σημειωματάριο που έκρυβες στη μπλέ ποδιά σου
Κάθε Σεπτέμβρη.


Κωστής Ταξιδεύων
24 Σεπτεμβρίου 2011

17 Σεπ 2011

Εποχιακά είδη

Το κουδούνι χτύπησε γύρω στις 11 παρά το βράδυ. Το κουδούνι  του σπιτιού
εννοώ, του σχολείου χτυπάει στις 8 και 10 το πρωί.
Δεν απάντησε κανείς, βγήκα αμέσως στη βεράντα, τον είχε καταπιεί η γη. Τελευταία η γη καταπίνει πολλά, σε μια χώρα νομίζω στο Μπαγκλαντές,  η γη καταπίνει και πολυκατοικίες ολόκληρες. Όσοι καταφέρουν να μην τους καταπιεί, έρχονται στην Ελλάδα και πουλάνε δυσεύρετα μικρά αξεσουάρ του σπιτιού, όπως αυτό που περνάς, στο άψε σβήσε, την κλωστή στο βελόνι. Φαίνεται ότι κάνουν χρυσές δουλειές με αυτά στη χώρα μας, τώρα που όλοι μπαλώνουν τις τρύπες και φοράνε τα παλιά .
Μένω κοντά σ’ ένα σχολείο και κάθε πρωί άκουγα το κουδούνι, τα παιδιά μπαίνουν στην τάξη έλεγα κι εγώ στην αταξία της μέρας. Φέτος πέρασε μια βδομάδα και δεν το  άκουσα, μάλλον πρέπει να επισκεφθώ και γιατρό για τα αυτιά μου. Δεν άφησα γιατρό για γιατρό το καλοκαίρι, ο οφθαλμόλουτρος μου είπε ότι μια χαρά βλέπω στις απεγνωσμένες μου ερωτήσεις, γιατρέ βλέπω καλά;
Το κουδούνι όμως το άκουσα καλά, χτύπησε δυό φορές κάπως ανιχνευτικά, σαν τον ταχυδρόμο που χτυπάει κι αυτός δυό φορές. Αλλά  ο ταχυδρόμος έρχεται το πρωί, δεν ήρθε καμιά φορά τη νύχτα.
Ήταν η επέτειος των κλοπιμαίων.
Ένα χρόνο πριν, την ίδια ακριβώς μέρα, ήταν που έκλεψαν το σπίτι που μένω, όχι ολόκληρο, τα συρτάρια μου, δηλαδή ότι είχαν μέσα τα συρτάρια, τα ίδια τα συρτάρια τα άφησαν, κενά. Και νά. Πάνω που προσπαθούσα να καλύψω τα κενά, -απ’ το πρωί είχα τα νεύρα μου, γιατί με λήστεψε στο χώρο της δουλειάς  μου ο Βενιζέλος, μ’ ένα σαρκαστικό σατανικό χαμόγελο, μπήκε μέσα ντυμένος ταχυδρόμος και με καπέλο σαν αυτό που φορούσε ο Τζάκ  Νίκολσον, έβγαλε το πιστόλι, σήκωσα ψηλά τα χέρια, άνοιξε το συρτάρι της δουλειάς και μου τα πήρε όλα. Η αλήθεια είναι ότι δεν αντέδρασα, γιατί είχε πιστόλι, εγώ δεν είχα. Το μόνο που είπα χαμογελώντας, δεν είσαι άντρας ρε, παίζεις άνισα . Εκκαθαριστικό σημείωμα εισφορών και  τέλος επιτηδεύματος ν. 3986/2011.είπε και έφυγε το κάθαρμα. Είχα χάσει το χρώμα μου, πήγα και πήρα ένα χυμό πορτοκάλι, σαν αυτόν που σου δίνουν όταν δίνεις αίμα.
Ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, ήταν η πρώτη σκέψη μου, η δεύτερη ήταν για να καλμάρω την πρώτη, το παιδί που μοιράζει πίτσες μπέρδεψε τα σπίτια, όπως μπερδεύει ο
gap τη γλώσσα του. Άρχισα  να ρωτάω τους γείτονες αν παρήγγειλε κανένας πίτσα , όλοι μου έλεγαν  το ίδιο, ξέρεις από πότε έχω να παραγγείλω πίτσα;
Έβαλα ένα ποτό και άρχισα να το παίζω Ρέμπους, του αγαπημένου μου Ιαν Ράνκιν, το φεγγάρι χανόταν στη μοναξιά του ουρανού, έμοιαζε απόμακρο. Το μπαλκόνι ήταν γεμάτο από τα φώτα της ΔΕΗ.
Ήταν η πρώτη φορά εδώ και χρόνια, που ένοιωθα κρυφή ανομολόγητη συμπάθεια για το πασοκ. Στις σκέψεις που έκανα, διέκρινα αποχρώσεις ευαισθησίας τέτοιες, στον πράσινο ήλιο του, που δεν τις αντέχει η  ελληνική άγρια ζούγκλα. Προσπαθεί εδώ και χρόνια να μας δείξει πως θα γίνουμε περισσότερο ευτυχισμένοι, και ένας λαός ολόκληρος το αγνοεί.
 -Αφού σαν υστερικοί  πάτε και πληρώνετε τη ΔΕΗ, ενώ σας παίρνω εν ψυχρώ τον μισό μισθό, δεν εννοείτε να ακολουθήσετε τα δικά μου πράσινα άλογα ..Και όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος. Θα φροντίσω πάλι εγώ για σας. -Βαγγέλη βάλτους όλο τον μισθό πάνω στο λογαριασμό της ΔΕΗ και πέστο, τέλος ακίνητης περιουσίας και πάμε να τους μιλήσουμε για ευτυχία. Έτσι κανένας δεν θα πληρώνει το λογαριασμό, η Ελλάδα θα βυθισθεί στο σκοτάδι και οι άνθρωποι θα αρχίσουν ξανά να αγαπούν το φεγγάρι. Βαγγέλη ονειρεύομαι μια Ελλάδα που οι πολίτες της θα ξανά-μετράνε τις νύχτες τ’ αστέρια. –Με τη 
Siemens που είχαμε μπλέξει εμείς και τα χρηματιστήρια το λαό, Βαγγέλη μου, χάσαμε τον ρομαντισμό μας, θυμάσαι στις 3 του Σεπτέμβρη την  ροζ διακήρυξη, τη νοστάλγησα.
Κοίτα λέω, και οι Πρωθυπουργοί νοσταλγούν, δεν είναι τελείως άβουλοι υπηρέτες,- με ένα πιστόλι στην τσέπη και ένα στο λαιμό τους-, καμιά  δεκαριά εφοπλιστών του ευρωδαμάσκηνου και συνέχιζα να πίνω το ποτό μου..
Ο Ρέμπους μπορούσε να περιμένει, ένα αεροπλάνο διέσχιζε τ’ αστέρια, το κουδούνι του σχολείου θα ξαναχτυπήσει...
Θυμήθηκα το πρώτο μάθημα στο σχολείο, ο γιός μου πάει στην πρώτη δημοτικού, ο δάσκαλος τους μίλησε για το Άγιο προσκύνημα στις πολυεθνικές, μόνο στο τζάμπο θα βρουν  κινέζικα τετράδια, φτιαγμένα από φτηνά εργατικά χέρια, σαν αυτά που προετοιμάζει για τα δικά του παιδιά αύριο, δεν πρόλαβε να τους μιλήσει για μίζες και άλλα σχετικά.
Όταν κάποτε θα διηγείται παραμύθια στα εγγόνια του θα αναρωτιέται, γιατί τον φτύνουν ή θα νομίζει ότι είναι βροχή αστεριών, σαν τον
gap;
Και μετά τον ξέχασα κι αυτόν, ήταν αργά  τη νύχτα, με καλούσε ένα Ό-νειρο.

Ταξιδευτής
17 Σεπτεμβρίου 2011


16 Σεπ 2011

Θαλασσί


Και ήρθες εσύ αγαπημένη
κρύωνα
μες το σκοτεινό δωμάτιο
με τύλιξες
με το χαμόγελό σου
άνοιξες το παράθυρο,
δεν έχουμε χρόνο για αδυναμίες,
είπες
ο κόσμος υποφέρει,
πάμε.
Με πήρες απ’ το χέρι
βγήκαμε γελαστοί στους δρόμους.
όλα μπερδεύονταν γλυκά.
Ήταν άλλες εποχές,
όλα ήταν μικρά
μόνο τα όνειρα ήταν μεγάλα.
Όλα μεγάλα δίπλα μας
κτίρια, αυτοκίνητα, προβλήματα,
μόνο τα όνειρα μίκραιναν,
σχεδόν πέθαναν.
Κι ήρθες εσύ αγαπημένη
κοίτα
κοίτα 
κοίτα
Ένα μεγάλο  όνειρο
και μου έδειξες με το χέρι σου
τον δρόμο.
Έβαλα τα χέρια σου στα μάτια μου,
όπως πριν,
όταν άνοιξες το παράθυρο.


Κωστής Ταξιδεύων
16 Σεπτεμβρίου 2011