27 Οκτ 2011

Μπάσταρδοι



Μια χώρα στο γύψο, είπαμε για την επταετία
Μια χώρα στην πρίζα λέμε τώρα
Αν η πρίζα βγει τα μηχανήματα της εντατικής θα σταματήσουν
Ο ασθενής θα πεθάνει.
Μια χώρα αργοπεθαίνει, μπλεγμένη μέσα σε γυμνά θανατηφόρα καλώδια
Ένα ψάρι σπαρταράει πάνω στην προκυμαία
Οι τελευταίοι σπαραγμοί ενός συστήματος που καταρρέει
Μασκοφορεμένοι γιατροί πάνω στο μελλοθάνατο πτώμα
Με τεχνητές αναπνοές παρατείνουν τις μέρες
Η καρδιά χτυπάει ακόμα, τα περισσότερα όργανα δεν λειτουργούν
Λειτουργούν όμως τα όργανα του συστήματος
Στις σκοπιές οι φαντάροι κρατάνε όπλα, για το καλό της πατρίδας
Ασπιδοφορεμένα γουρούνια εκπαιδεύονται σε καινούριες τεχνικές,
στα λασποχώρια του καιρού
Οθόνες τρεμοπαίζουν τον θάνατο, βουβοί θεατές- απαίδευτοι πολίτες
Πηγαινοέρχονται οι δικαστές στις αίθουσες των νεκροθάλαμων
Τα σώματα ασφαλείας, η τιμή, η τιμή των όπλων
Ένα σμήνος από μαύρα κοράκια εισαγωγής κατασπαράζουν τις σάρκες
των πρώτων πτωμάτων
Στα σούπερ μάρκετ των πολυεθνικών ανυποψίαστοι πολίτες, σκοτώνουν τα παιδιά τους
Γραφειοκράτες πλανεύουν τις υπογραφές, οδός αβύσσου αριθμός 0 φωνάζει ο Μενέλαος μέσα απ’ τους τάφους των νεκρών
Στο καφενείο Μενέλαος παίζουν χαρτιά, στα γήπεδα η χώρα αναστενάζει
Στην άσφαλτο δεν φυτρώνουν πια λουλούδια
Στρατιές από εργάτες μαραζώνουν φορώντας παλιά παλτά σε παγωμένα δωμάτια
Τα παιδιά κάθε πρωί πάνε στα σχολεία
Κάθε μέρα μπάσταρδοι τα παίζουν στις αγορές του κόσμου
Ο υπουργός βγάζει φλογερούς λόγους: Θα σώσουμε την πατρίδα
Θα σώσουμε την πατρίδα, κανείς δεν τον καταλαβαίνει
Αυτός συνεχίζει : Θα σώσουμε την πατρίδα.
Οι πρώτοι νεκροί, σε μια εφιαλτική νύχτα
Την νύχτα πέθανε κι ο παππούς
Το πρωί γεννήθηκε, στο μαιευτήριο Ελπίδα, το πρώτο του εγγόνι
Για δυό ώρες δεν πρόλαβε να το δει
Για λίγες στιγμές ...


Kωστής Ταξιδεύων
27 Οκτωβρίου 2011

10 Οκτ 2011

Ανδρική και γυναικεία γραφή

''Δυό πουλιά αν τα δέσεις, δεν πετούν κι ας έχουν τώρα τέσσερα φτερά.'' η πρόταση που με κέρδισε.
''Δεν τα λέει αυτά ένας άντρας ..'' η πρόταση που με χάλασε..
                                                           

Και εξηγούμαι:

Το κείμενο είναι Έρωτας. Ό Έρωτας είναι και πόλεμος. Ο στόχος του πολέμου είναι η κατάκτηση.
Η  συνθήκη ''Τι θέλουμε νομίζεις .. να μας δίνετε αυτές τις λίγες ελιές και σ αντάλλαγμα θα  παίρνετε ολόκληρο τενεκέ με λάδι.  Εμάς.''
Ο άντρας πορθητής, η γυναίκα το κάστρο.
Αιώνες το ίδιο παιχνίδι. Ο άντρας κατέκτησε το θήραμα. Το έβαλε στο κλουβί του. Κάποιες λιγότερες φορές, οι ρόλοι αντιστρέφονται στην εποχή μας. Που ακόμα καλά κρατεί απ' την εποχή του φαλού.

Ο άντρας και η γυναίκα, με ίσα δικαιώματα απέναντι στη ζωή, δεν ήρθε ακόμα. Σε όλα τα επίπεδα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο άντρας χάνει τον ανδρισμό του και η γυναίκα τη θηλυκότητα της.
Και πάλι εξηγούμαι:

Το τελικό στάδιο του έρωτα, είναι η μετεξέλιξη του σε Αγάπη. Σε ανιδιοτέλεια δηλαδή. Αυτό προϋποθέτει βαθειά εκτίμηση και θαυμασμό.
Και η μεγαλύτερη προϋπόθεση, η Αυτονομία. Αυτό ακόμα δεν κατακτήθηκε. Ούτε στην εποχή μας .
Ο άντρας θύμα του οικονομικού λαγνισμού, προβάλλεται κατά κόρο ως το αρσενικό  ως και  βαρβατίλα, οικονομικά πετυχημένος, με ωραία  αυτοκίνητα, καλό βιβλιάριο τραπέζης κ.λ.π, αγκωνάρι στο «αδύναμο φύλο». Ο άντρας που αποχαυνώνεται τις Κυριακές στα γήπεδα, που παίζει στα χρηματιστήρια, που συζητάει με τις αντροπαρέες του για το καλύτερο ψάρι, για τις καινούριες εκδόσεις των αυτοκινήτων και τα τελευταία εξελιγμένα όπλα.
Η γυναίκα, το άλλο θύμα, φορτώνεται το σπίτι, τα παιδιά, τα κομμωτήρια και αναλίσκεται στις γυναικοπαρέες, για το μεγαλύτερο πέος. Ψεύτικες κούκλες.
Δώσε στους άντρες ποδόσφαιρο και στις γυναίκες  συνταγές μαγειρικής και μόδας. Χαρακτηριστικό υπανάπτυκτων και φασιστικών καθεστώτων.
Σαν και το δικό μας σήμερα. Κιχ δεν θα βγάλουν απέναντι στη βία της εξουσίας. Κάθε εξουσίας.
Κατά τη γνώμη μου είναι από τους βασικότερους λόγους, για την σημερινή εξαθλίωση. Οι τηλεοράσεις και τα γήπεδα καλά κρατούν.
Αποτέλεσμα ανδρικά περιοδικά και γυναικεία κους κους. Το όπιο του λαού.
Τους έχουμε στο χέρι μας.

Τι θα πει  δεν τα λέει αυτά ένας άντρας; Μη και χαρακτηρισθεί ομοφυλόφιλος; Μην εκδηλώσει τις κρυφές του διαθέσεις και απομυθοποιηθεί; Μη χάσει το πρότυπο, που του καπέλωσαν;

Σ’ ένα κείμενο για τον  έρωτα, με τις πιο κρυφές επιθυμίες, δεν υπάρχει γυναικεία και ανδρική γραφή, υπάρχει ανθρώπινη σκέψη.
Σε αντίθεση με ότι έγραφα παραπάνω, πέρα από τις επιμέρους παρατηρήσεις, δώσατε αφορμή και σε μένα να εκφρασθώ.
Ωμή η πραγματικότητα. Ετεροκαθορισμένη. Το προαιώνιο παιχνίδι, -που αν κάποτε δεν λάβει τέλος,- το σύνθημα κάντε έρωτα και όχι πόλεμο δεν θα επανέλθει. Ο πόλεμος καλά κρατεί….

Ταξιδευτής
10 Οκτωβρίου 2011

Οι προτάσεις σε εισαγωγικά από κείμενο του Ιωακείμ Παπαχρόνη


9 Οκτ 2011

Κανένα ίχνος

Όταν δεν άντεχε τη ζωή, σκεφτόταν τον θάνατο. Όχι τον δικό του. Τους θανάτους που  τον σημάδεψαν. Φίλους που έφυγαν νέοι. Όνειρα που σκοτώθηκαν.
Δεν τον ένοιαζε ο δικός του θάνατος. Το μόνο που ήθελε, να πεθάνει νύχτα στον ύπνο του. Δεν μπορούσε να σκεφθεί τον εαυτό του, σε κρεβάτι νοσοκομείου. Σε μηχανήματα ιατρικά, συνδεδεμένο. Και στο τέλος τον όροφο -1 του νεκροτομείου.

Ο Άλεξ περπατούσε μόνος εκείνο το βράδυ, στα στενοσόκακα της πόλης. Κάτω απ’ το κάστρο. Τώρα η περιοχή είναι γεμάτη ταβέρνες και μπαράκια. Παλιά πριν το πόλεμο, ήταν τα αρχοντικά των πλουσίων. Άλλα ερειπωμένα σκαλίζουν της μνήμες τους κι’ άλλα ανακαινίσθηκαν επιμελώς από νεόπλουτους. Εκεί δίπλα ήταν και τα μπορντέλα στην κατοχή. Ο Δήμος θέλησε να ζωντανέψει την περιοχή. Μετέφερε μετά την λαϊκή, οι στενοί δρόμοι την έδιωξαν .
Το “παραμύθι” ήταν το πρώτο Jazz  bar που άνοιξε. Όταν έφυγε η λαϊκή. Ο Άλεξ παραπατούσε. Κρατώντας στο χέρι του την εικοστή μπύρα. Αξύριστος εδώ και μια βδομάδα. Πενηντάρης. Άνεργος εδώ κι ένα χρόνο. Πάνε επτά χρόνια, από τότε που τον εγκατέλειψε η Μάρθα.
Η Μάρθα τον αγαπούσε. Ο Άλεξ έπινε. Αντί να κάνουν έρωτα , έκανε εμετό. O Μπουκόφσκι δεν είναι πια της μόδας. Ο Άλεξ όμως γεννήθηκε on the road, μαζί με τον Κέρουακ , τον Μπάροουζ και τον Γκίνσμπεργκ. Δέκα χρόνια αργότερα. Ζεστό. Καλοκαιρινό βράδυ. Ιούλης, μεσάνυχτα και κάτι. Ο Άλεξ είχε φύγει πριν μισή ώρα απ’ το παραμύθι . Δεν έφυγε, τον έδιωξαν. Με τρόπο.
 Καθόταν ως συνήθως στο μπαρ. Δεν πείραζε κανέναν. Άφηνε είκοσι ευρώ τουλάχιστον κάθε βράδυ. Ήταν στο ταμείο ανεργίας ακόμα. Νοίκιαζε και το σπίτι, που έμεινε με την Μάρθα. Κληρονομιά απ’ τον πατέρα του, έμπορος βελέντζας που χρεοκόπησε.
Τα μάτια της ένοιωσε ότι τον πυροβόλησαν. Πανέμορφη, κοντά μαύρα  μαλλιά, μακριά πόδια, μιλούσε με το χαμόγελό της. Γύρω στα σαράντα. Έπινε και μιλούσε συνεχώς. Την  κάρφωσε και αυτός. Δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από πάνω της, έπινε και μιλούσε με μια φίλη της. Ο Άλεξ πήγε και κάθισε δίπλα τους. Η ανάσα του βρώμαγε. Τα λόγια του έγιναν χυδαία. Στο τέλος τον πέταξαν έξω. Με τρόπο. Πήγαινε προς το υπόγειο που  του είχε παραχωρήσει ο Νίκος, ένας παιδικός του φίλος. Στην άκρη της πόλης.
Κληματαριές  και τριανταφυλλιές  στις αυλές, δάφνες στο πεζοδρόμιο, αστέρια στον ουρανό. Τα σπίτια αραίωναν. Πέρασε μπροστά από ένα μικρό στρατόπεδο, χαιρέτησε τον φαντάρο στη σκοπιά. Υπηρετείς την πατρίδα ε; Ο ουρανός στριφογύριζε στο κεφάλι του, σαν τεράστιος πολυέλαιος που κουνιέται κυκλικά. Έναστρη νύχτα. Έκανε εμετό, πράσινα υγρά, απ’ το πρωί είχε φάει μια ντομάτα και μερικές ελιές και μια φέτα ξηρό ψωμί, σαν φρυγανιά.
Ένοιωσε καλύτερα, ανακουφίσθηκε,  έριξε νερό στο πρόσωπό του, απ΄ το μικρό συντριβανάκι της πλατειούλας.
 Μετά από τρείς μήνες δεν είχε ακόμα συνέλθει από τον θάνατο του Πέτρου. Αδελφικός φίλος του απ το σχολείο. Σκοτώθηκε με τη μηχανή του ένα βράδυ που πάτησε παραπάνω το γκάζι, μεθυσμένος. Έπεσε πάνω σε μια νταλίκα που φρέναρε απότομα. Χρόνια δολοφονία. Απ’ αυτές που δεν τις αγγίζει το δίκιο. Πέθανε από καρκίνο, από εγκεφαλικό, πέθανε από καρδιά, πέρασε αφηρημένος τον δρόμο και τον παρέσυρε αυτοκίνητο. Κανείς δεν θα ψάξει τον ηθικό αυτουργό. Ο πλέον εξελιγμένος τρόπος θανάτου. Ούτε μαχαίρι, ούτε δολοφόνος. Ο Πέτρος τον στήριζε στα δύσκολα. Εργάτης στα ναυπηγεία, η τελευταία του δουλειά. Απολύθηκε πριν τρία χρόνια. Ο Άλεξ τον φώναζε Πήτερ Παν.
 Έκατσε σ’ ένα πράσινο παγκάκι. Κάτω από μια πορτοκαλιά. Δίπλα σ’ ένα μικρό διώροφο με σβηστά φώτα. Το φεγγάρι και  ένας στύλος στο απέναντι πεζοδρόμιο, μπροστά σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Τρείς το πρωί.
Άρχισε να συνέρχεται απ’το στομάχι του. Άρχισε να μεθάει πάλι απ΄ τα μάτια της. Το τενεκεδάκι της μπύρας τελείωσε εδώ και ώρα. Το πάτησε δυνατά με τα πόδια του. Ήταν ο μόνος θόρυβος στη σιωπή της νύχτας. Στη μοναξιά του.
Είχε πάνω από χρόνο να πάει με γυναίκα. Η τελευταία φορά ήταν με την Σόφη στις τουαλέτες του σιδηροδρομικού σταθμού.

Όταν σταμάτησε ο μικρός κίτρινος σκαραβαίος, απήγγειλε στίχους του Λαπαθιώτη.

Καημός αλήθεια να περνώ
του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει
η σκοτεινιά
μια μέρα του θανάτου...

Του άρεσε η ποίηση.
Η Μαρία, η γυναίκα του μπαρ, έλεγε καληνύχτα στη φίλη της. Ο σκαραβαίος έφυγε.

Γυρεύω πάντα το φιλί- αχ καρδιά μου
που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς
ποτέ να μου το δώσει...


-Δεν έχω τίποτα. Κάποτε είχα. Τώρα με θεωρούν τρελό, με θεωρούν γραφικό. Εγώ όμως πιστεύω κάποιοι ραντίζουν τους ανθρώπους με ψυχοφάρμακα. Εγώ δεν παίρνω τίποτα άλλο. Μόνο μπύρα. Σε παρακαλώ μείνε λίγο μαζί μου. Θέλω έναν άνθρωπο να μιλήσω.
-Θα μείνω λίγο, λιγο όμως, πρέπει να κοιμηθώ, αύριο ξυπνάω νωρίς.
Η Μαρία έκατσε στο  παγκάκι, κι αυτή. Δίπλωσε τα πόδια της. Φορούσε τζίν παντελόνι και πορτοκαλί πουκάμισο. Τα στήθη της πετούσαν το πουκάμισο προς τα έξω. Το μαύρο σουτιέν της τα συγκρατούσε.
- Όταν σε είδα στο μπαρ, τρελάθηκα, ήσουν ίδια η Ελένη, η πρώτη μου αγάπη, μετά από είκοσι χρόνια. Πηγαίναμε μαζί σχολείο, ήμασταν ερωτευμένοι, κάναμε όνειρα, μαζί περάσαμε στο πανεπιστήμιο. Παντού μαζί. Μαζί στα σινεμά, στα θέατρα, διαβάζαμε τα ίδια βιβλία,  ακούγαμε τις ίδιες μουσικές, μαζί στις διαδηλώσεις, μαζί στους δρόμους. Θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Η Ελένη πέθανε. Πέθανε πριν να ζήσουμε. Αυτοκτόνησε. Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί. Ποτέ. Έπεσα στο κενό.
 Η Μαρία έβγαλε το πακέτο της. Άναψαν τσιγάρο. Έπεσε βαθειά σιωπή για λίγο.
Μετά του χαμογέλασε .
-Θέλω μια χάρη. Μόνο μια χάρη. Να με φιλήσεις μια φορά.
Η Μαρία γέλασε δυνατά.
Εντάξει του είπε, τρυφερά. Στο μαγουλάκι. Πρέπει να φύγω.
Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. Ένας ωραίος άντρας. Η ματιά της σταμάτησε στο παντελόνι του. Εκεί που το μπεζ παντελόνι του Άλεξ ασφυκτιούσε.
Του έδωσε ένα τρυφερό φιλί και του χάιδεψε με το χέρι της ελαφρά το πρόσωπο.
- Φεύγω, του είπε.
- Κι εγώ; Εγώ, τι θα κάνω μόνος μου;
Του άφησε δυό τσιγάρα και ανέβηκε στο σπίτι της, στον πάνω όροφο. Ο  Άλεξ έμεινε πάλι μόνος, ολομόναχος στο παγκάκι. Το φεγγάρι δεν ήταν αρκετό, αν και ήταν γεμάτο.

Όταν η Μαρία φόρεσε το νυχτικό της, δεν πήγε στο μπάνιο. Πήγε στο παράθυρο. Άνοιξε λίγο την κουρτίνα. Ο Άλεξ ήταν στο απέναντι δρομάκι. Ήθελε να βλέπει το φως απ΄ το δωμάτιό της. Αφού δεν μπορούσε να δει αυτή. Είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι του και κρατούσε το τεράστιο πέος του στα χέρια του. Το  έπαιζε με λύσσα, με ηδονική οργή, με γρήγορες και αργές κινήσεις,  με τα μάτια του καρφωμένα στο παράθυρο τώρα. Αναμμένος σαν λαμπάδα, ορμητικός σαν καταρράκτης.
 Το πρόσωπο της Μαρίας κοκκίνισε. Ένοιωσε τις ρώγες της να σκληραίνουν. Ασυναίσθητα τα μακριά της δάκτυλα έψαξαν τη δικιά της ηδονή, μέσα στο μαύρο κιλοτάκι της.
Το φως της λάμπας έδειχνε καθαρά. Κόντευε τέσσερις το πρωί. Ένα ποτάμι σπέρμα πιτσίλισε το πεζοδρόμιο, λες και ήταν βροχή αστεριών. Ένας βαθύς αναστεναγμός απ’ το στόμα του Άλεξ. Ακούστηκε σαν μεταλλικό κέρμα που πέφτει σε μαρμαρένιο δάπεδο. Η σιωπή της νύχτας ήταν απόλυτη. Εκείνη τη στιγμή κανένα σκυλί δεν γαύγιζε. Η λύτρωση.
Μια μικρή κραυγή ακούστηκε κι απ’ τη Μαρία. Και ο ήχος του ρολογιού στο άδειο σπίτι.
Ο Άλεξ έφυγε με το κεφάλι σκυφτό.

Η Μαρία πήγε να πλύνει τα δόντια της. Την άλλη μέρα η Μαρία ξύπνησε νωρίς. Πριν πάει στο μπάνιο, πήγε στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Δεν είδε κανένα ίχνος.


Ταξιδευτής 
9 Οκτωβρίου 2011



1 Οκτ 2011

Μορφή

Ήταν ο πιο γλυκός Σεπτέμβρης
Τα μαλλιά της τα έλουζε το φως
Το φεγγάρι, κοινός τόπος ονείρων
Ασήμιζε τα ακροδάχτυλα των χεριών της
Τα οδοφράγματα στήνονταν παντού
Οι ειδήσεις έρχονταν, μαύρες σαϊτιές
Η χώρα αργοπέθαινε
Ο κόσμος μπουλούκια στους δρόμους
Μάζευε ιστορίες για ένα βαρύ χειμώνα.
Τα σταφύλια της οργής, τα καταλάγιαζε η μορφής της
Το γέλιο της γάργαρο νερό
Τα μάτια της φεγγοβολούσαν τη νύχτα
Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα
πάνω στη γη.
Ειρήνη και Ελπίδα μαζί.

Ταξιδευτής

Ο δρόμος

Mετά ο δρόμος έγινε δύσβατος, τα πόδια μας βάραιναν,
τα χέρια μας μάτωναν, η ανάσα μας  ακούγονταν δυνατά,
τόσο, που ούρλιαζαν πλάι μας οι λύκοι,
δεν φοβηθήκαμε,
ανταλλάξαμε τις καρδιές μας και συνεχίσαμε.

Είχαμε στο νου μας τις παγίδες, προχωρούσαμε σιγά,
πόσοι και πόσοι δεν τσακίστηκαν μες τα σκοτάδια,
πόσοι δεν έφτασαν ποτέ πριν τον θάνατο.

Από μακριά μπερδεμένες φωνές προγόνων,
πέρασαν κάποτε απ’ τον ίδιο δρόμο,
άλλοι δείλιασαν και γύρισαν πίσω,
άλλοι τράβηξαν μπροστά χωρίς να μετράνε
τον φόβο,
δίχως νερό στα παγούρια τους,
με ξερό στόμα, κόκκινα μάτια απ’ την αγρύπνια
των ονείρων,
σκεπάζονταν με κίτρινα φύλλα
τις κρύες νύχτες,
αγκαλιαζόταν με τ’ αστέρια
να ζεσταθούν .

Απλώθηκε ένα κόκκινο φεγγάρι καταμεσής στον ουρανό,
πήραμε χρώμα και συνεχίσαμε,
σαν  να περπατούσαμε  πάνω σε σύννεφα,
απαλά.
μην μας ακούσουν τα θηρία.

Πιαστήκαμε με τα χέρια,
μη χαθούμε.
Ήμασταν τόσο σίγουροι πια.

Ταξιδευτής
Σεπτέμβρης 2011


Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας