7 Αυγ 2012

Μοσχομύριζε αγιόκλημα

Σπρώχνω την πόρτα, τρίζουν οι γρίλιες της, ξύλινη, βαριά, σαπισμένη. Ανοίγει.
Σκουριασμένο το πόμολο, κάποτε ήταν βαμμένη στο χρώμα του κυπαρισσιού ίσως,  κάποια στίγματα πάνω στο χρώμα της εγκατάλειψης.
Περπατούσαμε στην άκρη του χωριού με την Λίλιθ, την ίδια μέρα που φτάσαμε στο χωριό. Όταν βρεθήκαμε μπροστά στο  πέτρινο σπίτι, σταματήσαμε ξαφνικά. Μετά κοιταχτήκαμε.  Μετά η περιέργεια σκαρφάλωσε πιο πολύ κι απ’ την κληματαριά που το σκέπαζε. Μικρό, πέτρινο, ένα στολίδι της ιστορίας που βυθιζόταν μέσα στο δειλινό χρώμα. Μόλις κρυβόταν ό ήλιος πίσω απ’ το βουνό.
Μπήκαμε στην αυλή, πηδώντας πάνω από έναν μικρό πέτρινο αυλόγυρο, χορταριασμένη, η συκιά γεμάτη σύκα. Μια βανιλιά  φορτωμένη μωβ σκούρες βανίλιες.  Έκοψα μία και την  έδωσα  στη Λίλιθ. Διέκρινα τη ηδονή στο πρόσωπό της καθώς τη δάγκωνε.  Μια κατάφορτη αχλαδιά άφησε να πέσει ένα γινωμένο αχλάδι, στο δικό μου κεφάλι. Το έφαγα, μου το πρόσφερε η φύση. Περπατούσαμε γύρω γύρω στο πέτρινο σπίτι. Μες τα χορτάρια σκόρπια παρατημένα δέντρα. Οι βουκαμβίλιες στην πίσω πλευρά, μας έλουσαν  στα χρώματα.  Η θέα έφτανε ως το Αιγαίο. Στη θάλασσα που όρμαγε μέσα μας.
Πως εγκαταλείπεις ένα τέτοιο πέτρινο σπίτι, πως αφήνεις πίσω σου τόση ιστορία; Το μονοπάτι που πάει στη θάλασσα διακρινόταν στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα σε αμπέλια και  ελαιώνες.
Όταν έσπρωξα την πόρτα, ήταν σαν να παραβίαζα τον παράδεισο. Τι κάνεις  εκεί μου είπε η Λίλιθ, εσύ θα πας στην κόλαση, δεν είπαμε;
Πρωτοαντίκρισα μια απλή ξύλινη σκάλα. Κάποιες αράχνες τύλιξαν τα μαλλιά μου, δεν υπήρχε πάτωμα, χώμα και σκουπίδια ανάκατα.
 Ένας μεγάλος χώρος ήταν όλο το ισόγειο, ένας νιπτήρας κι ένας μικρός καθρέφτης στον τοίχο. Ένα μπαούλο κλειδωμένο, ένας πέτρινος γκρεμισμένος νεροχύτης και μια κρεμάστρα σε μια μεριά του τοίχου. Τα δυό παράθυρα κλειστά. Το λίγο φως ερχόταν απ’ την ανοιχτή πόρτα. Βράδιαζε.
Η Λίλιθ με ακολούθησε, με αναμμένο το φακό της.Της είπα να το σβήσει, αρκούσε το φως των ματιών της.
Ποιός έμεινε σ αυτό το σπίτι, ζει, πέθανε, δεν είχε παιδιά, κληρονόμους;
Πήγα κοντά της, μου έπιασε το χέρι. Ήταν δύο χρόνια που ήμασταν μαζί. Παιδί δεν είχαμε. Ήθελε κάποτε να ρθούμε στο χωριό των γονιών της. Κάθε φορά που ερχόμασταν στην Ελλάδα, δεν προλαβαίναμε το χρόνο. Αυτή τη φορά ήταν εσωτερική ανάγκη. Ήθελε να μου μιλήσει για τα παιδικά της χρόνια από κοντά. Τα παιδικά της καλοκαίρια.
Ήταν απόλυτη ησυχία. Μόνο ο ήχος απ’ το φιλί μας ακούστηκε. Και μετά βήματα στο πάνω πάτωμα. Ανατριχιάσαμε και οι δυό. Η Λίλιθ δέθηκε πάνω μου. Ποντίκια της είπα, να την καθησυχάσω.
Ανεβήκαμε τη σκάλα. Πάνω στη σκόνη φαινόταν τα πατήματα μας. Δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί μέσα. Δεν υπήρχαν ίχνη. Ένα τρέμουλο υπήρχε όμως. Ερωτικό είπα.
Ένα μικρό χολ και δυό δωμάτια. Η μία πόρτα κλειδωμένη. Η άλλη άνοιξε με το πρώτο άγγιγμα.
Βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα πεντακάθαρο δωμάτιο, στον τοίχο ήταν αναμμένη μια λάμπα πετρελαίου, στη μέση ένα κρεβάτι. Πάνω ένα ζευγάρι διπλωμένα άσπρα σεντόνια. Μοσχομύριζε αγιόκλημα.
………………………..
Το άλλο πρωί, το παράθυρο αγνάντευε τη θάλασσα. Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου.

Ταξιδευτής
7 Αυγούστου 2012


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου