7 Νοε 2012

Αν

Ο Βέσελιν Τοπάλοβ  Βούλγαρος Γκρανμαίτρ, ήταν κλασικά ντυμένος, μπεζ σακάκι και υφασμάτινο σιδερωμένο παντελόνι, κοντά κουρεμένα μαλλιά, φρεσκοξυρισμένος, με μουσάκι μόνο στο πηγούνι, ψηλός, το πρόσωπό του καθρέφτιζε την ευφυΐα του. Τον αναγνώρισε αμέσως. Τον θυμήθηκε από την ατέλειωτη αναμέτρηση με τον Κράμνιγκ το 2006, όπου ήρθαν ισόπαλοι 6-6, στις 12 παρτίδες. Τον κέρδισε ο Κραμνιγκ στα "τάι-μπρείκ". Έδειχνε νεώτερος από την ηλικία του.
Ο Βέσελιν άφησε την μικρή βαλίτσα του, πάνω στην προθήκη του κουπέ. Δίχως να χάνει χρόνο, έστησε το σκάκι πάνω στα γόνατά του και άρχιζε να παίζει σκάκι. Μόνος του.  
Είχε χρόνια να παίξει σκάκι. Από τότε που ο χρόνος, δεν περίσσευε. Από τα δεκατέσσερα ως τα  εικοσιπέντε, ήταν δεινός σκακιστής. Ούτε το σκάκι ξεχνιέται, ούτε το ποδήλατο.
Ο Βέσελιν έπαιζε τις παρτίδες στα γρήγορα, εφαρμόζοντας συγκεκριμένες κινήσεις που δεν τις καταλάβαινε. Πότε έκανε ματ τον άσπρο Βασιλιά, πότε τον μαύρο, τις περισσότερες φορές έκανε πατ. Προφανώς έκανε προπόνηση, για ένα σημαντικό πρωτάθλημα σκακιού της FIDE. Διάβαζε το βιβλίο του και έριχνε κλεφτές ματιές στην σκακιέρα..

«Στην πρώτη δημοτικού έπαθα το πρώτο τροχαίο. Όπως πάντα καθόμουν στο φτερό του Zetor, σε κάθε μεταφορά του πατέρα μου. Ήταν Μάρτιος. Μια ηλιόλουστη ζεστή μέρα. Νόμισα ότι ο πατέρας μου σταμάτησε. Πήδηξα από το τρακτέρ, μόλις ο πατέρας μου το μετακίνησε μπροστά, λίγο ακόμα. Το πόδι μου βρέθηκε κάτω από τη μεγάλη πίσω ρόδα. Ευτυχώς ανάμεσα στα πέλματα. Ο πατέρας μου τα έχασε, ήθελε να μετακινήσει μπροστά το τρακτέρ, το πόδι μου θα έλειωνε στον αστράγαλο.
- Σταμάτα, τι πας να κάνεις; Σταμάτα, φώναξε δυνατά, ο Χρυσόστομος.
Πήραν το γρύλο και ανέβασαν την πίσω δεξιά ρόδα του τρακτέρ. Ήμουν τεντωμένος κάτω και τρομαγμένος ένοχα, για ότι έκανα. Το πόδι μου πιασμένο σαν από παγίδα. Περίεργα, δεν πονούσα. Η μάνα μου πετάχτηκε απ’ το σπίτι , θα με πεθάνετε πριν την ώρα μου, είπε.
- Είναι ήρωας το παιδί, δεν έχει πρόβλημα, άντρας είναι. Άντρας ετών επτά, είπε ο πατέρας μου. Στο τρακτέρ δεν θα ξανά-ανεβεί.
Ο πατέρας μου δεν μίλησε, τα  άκουσα όλα μετά από μια εβδομάδα, κούτσαινα. Όταν αλλάζει ο καιρός κουτσαίνω ακόμα. Μερικές φορές κουτσαίνω και τα καλοκαίρια.
Όσους γιατρούς ρώτησα είπαν ότι το πόδι δεν έχει τίποτα. Μετά αρχίζουν να λένε ότι είναι ψυχολογικό τραύμα της παιδικής ηλικίας. Στον αστράγαλο; τους ξαναρωτάω.
Στην πρώτη δημοτικού ο δάσκαλος ήταν χαλαρός και εμείς ακόμα πιο χαλαροί. Μας άφηνε να μιλάμε μες την τάξη, μας άφηνε παραπάνω στο διάλλειμα, μας έλεγε ανέκδοτα, μας έβαζε λίγες εργασίες για το σπίτι. Παίζαμε  σκλαβάκια, κουτσό, τη γαϊδούρα, κακαρέτσια, ήμασταν ένα καθώς πρέπει σχολείο. Όλα κι όλα τριάντα πέντε παιδιά σε μια αίθουσα με ένα δάσκαλο. Τον θυμάμαι με αγάπη για τον δάσκαλο.
 Στην τρίτη  τάξη όμως έφυγε. Τότε το σχολείο άρχισε να μου γίνεται δρόμος με εμπόδια και τιμωρίες. Ο δάσκαλος που ήρθε ήταν ο Πετσογιάννης. Τον θυμάμαι όπως τους φαντάρους της ΕΑΤ-ΕΣΑ  στις εξόδους στο στρατό.
Στην πρώτη ήμασταν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και η Ειρήνη. Με την Ειρήνη γίναμε φίλοι. Με συμπαθούσε και τη συμπαθούσα. Λέγαμε όλα τα μυστικά μας.
Μια φορά που παίζαμε κρυφτό στη γειτονιά της, κρυφτήκαμε στο ίδιο σημείο, μέσα σε μία αχυρώνα. Χωρίς να το καταλάβουμε φιληθήκαμε στο στόμα. Ιδέα δεν είχαμε ότι στο στόμα και με γλώσσα, φιλιούνται οι ερωτευμένοι. Η πρώτη δημοτικού ήταν μια συγκλονιστική χρονιά. Οι υπόλοιπες ήταν σαν τα βαγόνια του τρένου…»

Διάβαζε το βιβλίο του και έβλεπε και τον Βέσελιν. Ο Βέσελιν ήταν  παραδομένος στη σκιά των αλόγων, είχε μόνο ένα προορισμό να εξοντώσει τον Βασιλιά του αντιπάλου.
Ο ίδιος και ο εαυτός του, ενάλλασσαν τους ρόλους. Πάλευε με τους πύργους και τους αξιωματικούς. Αυτός πάλευε με τους δικούς του στρατιώτες, μέσα σε ένα ζωντανό παρελθόν κι ένα αβέβαιο σκοτεινό μέλλον.
Μόνο δυό κουβέντες είπαν, για χαιρετισμό όταν μπήκε στο κουπέ. Ο καθένας ήταν στον κόσμο του. Δυό άντρες σ’ ένα κουπέ. Τον πήρε ο ύπνος.

Ήταν ένα νεόκτιστο σπίτι, ακόμα στα πρώτα σοβατίσματα. Χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, δύο δωμάτια, μια μικρή κουζίνα και ένα πιο μικρό μπάνιο. Στο μπάνιο υπήρχε μια βρύση μόνο, κάτω ήταν η τσιμεντένια πλάκα.
Στο ένα δωμάτιο ήταν μόνο ένα στρώμα, στο πάτωμα. Ήταν εκεί με την Πηνελόπη και την κόρη του. Στο Περτούλι.  Στην κάτω πλευρά του δρόμου, λίγο έξω από το χωριό.
Ακούμπησε στο πάτωμα το ραδιομαγνητόφωνο. Δίπλα άφησε την βιδωτή κεραία του. Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο απ’ το φεγγάρι. Ένα άλλο ζευγάρι ήρθε και άφησε πέντε έξι κεραίες στο πάτωμα και μετά έφυγε. Σ’ ένα διπλανό σπίτι.
Αυτό το σπίτι ήταν  του Γεωργίου, είπε η Πηνελόπη. Το πούλησε τώρα, από κάτω μένουν άλλοι.
Αυτός προσπαθούσε ανάμεσα στις κεραίες να βρει τη δικιά του. Αγχώθηκε δοκιμάζοντας. Το στήθος του βάραινε. Κοίταξε έξω. Άρχισε να χιονίζει. Τα έλατα ντύνονταν στα λευκά σε μια βαθιά γαλάζια νύχτα.
Βγήκε έξω από το σπίτι. Στην άσφαλτο.
Η Λίνα είχε τα γενέθλια της. Τέσσερα αγόρια της ηλικίας της σε μία άκρη της πλαγιάς, μόλις την είδαν να βγαίνει από το κάτω σπίτι, άναψαν μια συστάδα από κόκκινα κεριά και πέταξαν δυο τρία πυροτεχνήματα.
Στο δρόμο, προς το Περτούλι, δυό τεράστιοι ελέφαντες αναβόσβηναν.  Ήταν οι φίλοι της από το Λύκειο, σε κάθε βήμα της θα της έκαναν και μια έκπληξη. Χιόνιζε. Θύμιζε ταινία της Dysneyland.
Βρέθηκε απ’ την πάνω πλευρά του δρόμου. Έβλεπε μακριά, το δρόμο ως το χωριό.
Η Πηνελόπη ήταν στο δρόμο. Φορούσε ανοιξιάτικα ρούχα. Μια φούστα στο χρώμα καρδιάς μαρουλιού κι ένα πουκάμισο με άνθη από πασχαλιά.  Τα μακριά καστανόμαυρα  μαλλιά της έπεφταν ως την  πλάτη της. Διέκρινε από μια απόσταση αρκετά μακρινή, την πεταλούδα που είχε το κοτσιδάκι, όπως έδεσε λίγα μαλλιά να φαίνεται το αυτί της.  Τα καθαρά πράσινα μάτια της, έγιναν δυό λίμνες και βυθίστηκαν τα δικά του.  Το χαμόγελό της ήταν το ίδιο γλυκό φως, όπως την πρωτογνώρισε, 31 χρόνια πριν.
Πηνελόπη, φώναξε.
Ξύπνησε. Ένοιωθε τόσο ερωτευμένος, όσο την πρώτη φορά.
Το στήθος του ήταν ανάλαφρο.
Το όνειρο του φάνηκε ότι κράτησε ώρες. Κολυμπούσε στην ευτυχία. Και στην ανεμελιά.

Ο Βέσελιν  χαμογέλασε.
- Όνειρο, του είπε.
- Το σκάκι είναι μια Οδύσσεια, είπε ο Βέσελιν
- Αύριο στη χώρα μου, είναι θέμα ζωής ή θανάτου.
- Αν δεν αντισταθεί με στρατηγική ο λαός σας, θα σας αφανίσουν.
- Αυτό είναι το πρόβλημα. Ο λαός όχι μόνο δεν αντιστέκεται, αλλά οι μισοί τους επιδοκιμάζουν κιόλας.
- Όλα μπορούν  να ανατραπούν ακόμα.
- Η τρίτη δόση θα είναι θανατηφόρα, του απάντησε. Κάτι πρέπει να γίνει.
-Κάτι θα γίνει, θα δεις. Το σκάκι παίζεται ως την τελευταία στιγμή, αρκεί να προβλέπεις τις κινήσεις του αντιπάλου από νωρίς.
- Ο λαός έχει το λαό αντίπαλο. Όπως εσύ τον εαυτό σου.
-Αυτός είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος, είπε ο Βέσελιν.

Πήρε να βραδιάζει. Τα φωτάκια του τρένου άναψαν.
Στην Ελλάδα αύριο θα παιζόταν η τελευταία σκηνή της τραγωδίας.
Ο θύτης είναι γνωστός, από χρόνια.
Όπως και το θύμα. Εκτός κι αν.

(Συνεχίζεται)


4 σχόλια:

  1. Αχινούλα μου, αν και δεν παίζει ο σύνδεσμος, μαντεύω το κομμάτι..
    Σ’ ευχαριστώ.
    Ορελία επίσης Σ’ ευχαριστώ.
    Είπα δεν κοστίζει τίποτα Ορελία κι έτσι άνοιξα κατά προτροπή και ιδέα της Αχινούλας, αυτό εδώ το μπλοκ..
    Το άλλο μπλοκ μου, η Οδός Ουτοπίας, παραμένει για άλλες περισυλλογές….
    Φιλοδοξώ, ματαιοδοξώ, δεν ξέρω ακόμα, οι ιστορίες του τρένου, να έχουν κάποια συνοχή.
    Όπως οι περισσότερες ιστορίες, πατούν με το ένα πόδι στην πραγματικότητα και με το άλλο στη φαντασία. Τόσο πολύ που αυτά τα δύο γίνονται δυσδιάκριτα Στο τέλος να μένει ένα ερώτημα.
    Ας πούμε ότι είναι πέρα για πέρα φανταστικές. Μυθιστορηματικές.
    Κάποιες μπορεί να έχουν σαν αφορμή ένα προσωπικό βίωμα, αλλά τι σημασία έχει αν δεν αφορά κανέναν άλλο;
    Το συνεχίζεται, θα είναι κάτω από την κάθε μία, σαν βαγόνια του ίδιου τρένου..
    Στην επόμενη λοιπόν .
    Ευχαριστώ για την ενθάρρυνση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έλα να παίξουμε...
    Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
    Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
    Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη

    Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
    Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
    Έχουν πεθάνει από καιρό
    πριν από μένα

    Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
    Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
    Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
    που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει

    δρασκελώντας την μιαν άκρη ως την άλλη
    γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
    μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
    αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις

    Έλα να παίξουμε...

    Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
    Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω!
    Τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα

    Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
    Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
    Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
    που έρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει

    δρασκελώντας την μιαν άκρη ως την άλλη
    γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
    μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
    αναστατώνοντας τις έριες παρατάξεις

    Έλα να παίξουμε...
    Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή