14 Ιουν 2014

Ο πατέρας μου όπως παιδί



Το καλοκαίρι κοντά στις 5 το απόγευμα, η ζέστη είναι αφόρητη. Η άσφαλτος αχνίζει σαν νερό που βράζει στην κατσαρόλα. Ο Θεσσαλικός κάμπος παίζει πότε με τον ήλιο, πότε με τα σύννεφα. Χρυσά στάχια φορτωμένα σιτάρι, θεριζοαλωνιστικές μηχανές σε εγρήγορση, πομώνες που εκτινάζουν υπόγειο νερό στα πράσινα φύλλα φρεσκοσκαλισμένων χωραφιών, πέτρινα άδενδρα βουνά σαν της Πάρου, αντανακλούν το λιοπύρι. Το μεγαλύτερο δέντρο στις Κυκλάδες είναι το αρμυρίκι άκουγα και απορρούσα, πριν επισκεφτώ αυτά τα νησιά. Όταν πήγα τα λάτρεψα. Τα  λίγα δέντρα έμοιαζαν παράταιρα. Το άσπρο και το γαλάζιο δεν επιδέχονται το πράσινο.
Το λεωφορείο έφτανε στο Πετρωτό μετά από πολλές στάσεις και περάσματα από παρακείμενα χωριά. Στο διπλανό κάθισμα η κυρία διάβαζε το καινούριο άρλεκιν της Μαντά.
Ιδρωμένος δεν ήθελα τίποτα άλλο, παρά ένα κρύο ντουζ. Μπήκα  στο σπίτι χαιρέτησα τη μάνα και τον πατέρα, φόρεσα ένα παλιό μαγιό και πήγα τρέχοντας στο διπλανό τριφύλλι. Ποτίζονταν το τριφύλλι, ποτίζονταν και το σώμα μου.
Το σπίτι στο Πετρωτό είναι στην άκρη του χωριού. Παραπάνω είναι η μάντρα του Ηλία, με τα πρόβατα. Ο Ηλίας έχει ένα κοπάδι πρόβατα κι ένα τσοπανόσκυλα. Δικό του είναι το χωράφι με το τριφύλλι. Δεν κατάλαβα πότε έφθασαν τρία τσοπανόσκυλα δίπλα μου. Ύπουλα. Στάθηκαν μπροστά μου. Γαύγιζαν τώρα και έδειχναν τα δόντια τους. Από μικρός ήξερα πως δεν πρέπει να φοβάσαι τα σκυλιά. Αν το βάλεις στα πόδια θα σε ξεσκίσουν. Συνέχισα το ντουζ σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Άρχιζα να σφυρίζω. Γαύγισαν αρκετή ώρα. Βαρέθηκαν κι έφυγαν. Τα νίκησα.
Ο πατέρας καθόταν κάτω από την κληματαριά, όταν γύρισα. Η μάνα έβγαινε από την πόρτα με τρία άσπρα φλιτζάνια καφέ.
-Έλα παιδί μου να σε δούμε, να σε χαρούμε. Σαν να μην ήρθες.
-Μάνα μια χαρά είσαι στην ηλικία σου. Κι εσύ πατέρα.
-Δεν είμαστε Χάρη, θα πεθάνουμε, σιμώνει η ώρα μας. Ποτέ δεν ζητήσαμε τίποτα από σένα. Αλλά θέλαμε μια ακόμα χαρά. Λαχταρήσαμε ένα παιδί, ένα εγγόνι, να έρχεται στο χωριό και να φωνάζει παππού, γιαγιά. Να γεμίζει η αυλή από κλάματα και γέλια, από παιχνίδια και φωνές. Αυτή τη χαρά δεν μας την έδωσες γιέ μου.
-Ποτέ δεν ξέρεις πατέρα. Στο κάτω κάτω της γραφής όλα τα παιδιά του κόσμου δικά σου παιδιά είναι. Εσύ  το είπες αυτό πατέρα.
-Είναι αλλιώς Χάρη. Αλλιώς ένα παιδί από τα σπλάχνα σου. Είμαι μάνα και ξέρω.  Αλλά δική σου είναι η ζωή. Ποτέ δεν θελήσαμε να σε εγκλωβίσουμε στα δικά μας θέλω.
-Το ξέρω καλά μάνα. Και σας ευγνωμονώ. Με μεγαλώσατε με την ελευθερία της αγάπης. Πάντα μείνατε δίπλα μου ανοίγοντας δρόμους. Ποτέ δεν ήρθα στη θέση του Κάφκα. Ποτέ δεν σταθήκατε εμπόδιο. Αν ο καθένας δεν ζήσει τη ζωή του, αν δεν κάνει τα λάθη του πως άντρας θα γίνει;
-Χάρη μες το μπαούλο έχω κλειδωμένα τα δικά μου γράμματα. Όταν πεθάνω θέλω να τα βάλεις σε μια σειρά, ένα βιβλίο θέλω να τα κάνεις. Φύτεψα πολλά δέντρα, έκανα ένα παιδί. Εσένα. Θέλω κι ένα βιβλίο. Τη σκέψη μου θέλω να την καμαρώνεις. Μόνο τότε θα είμαι άξιος πατέρας. 
-Σε καμαρώνω πατέρα. Πάντα σε καμάρωνα. Κι εσένα μάνα.
-Το πρωί περπάτησα ως το κτήμα του Τάσου. Ευλογημένο κτήμα. Και τι δεν  έχουν φυτέψει τα παιδιά του, ο Γιάννης και ο Νίκος. Ήταν και η Αρετή εκεί, με ρωτούσε για σένα. Και τα μάτια της έλαμπαν. Μου έδωσαν ένα μικρό πεπόνι, το πήρα δεν ήθελα να το κουβαλήσω, μοσχοβόλησε το σπίτι. Φέρτο ρε γυναίκα να το κόψουμε. 
-Εδώ είναι η Αρετή;
-Χώρισε πριν από ένα χρόνο και γύρισε στο χωριό. Η Μυρτώ της είναι πέντε χρονών τώρα. Θέλει λέει να σε δει. 
-Θα συναντηθούμε πατέρα, να θυμηθούμε τα χαμένα μας όνειρα. 
-Γιατί το λες αυτό. Ο καθένας πλάθει τον κόσμο του Χάρη, αν δεν μπορεί να ζήσει αυτόν που ονειρεύτηκε. Ποτέ να μη λες ότι κάποιος άλλος φταίει. Εγώ φταίω να λες για ότι δεν κατάφερα, δεν μετανιώνω για τίποτα. Παρά για όσα δεν τόλμησα. 
Ο πατέρας ήταν πάντα η δύναμη. Για κάθε παιδί ο πατέρας είναι ο δυνατός. Τούτο το απόγευμα ήταν ο πατέρας μου όπως παιδί.


Ταξιδευτής
14 Ιουνίου 2014 (17)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου