17 Ιουν 2014

Ίδιος ο Χριστός





-Ρένα
Ο Αλέξης κατάλαβε ότι δεν είχε πλέον επιλογές. Η επόμενη κίνηση ήταν ρουά ματ. Το παιχνίδι τελείωσε. Κράτησε πάνω από τρεις ώρες. Ξεκινήσαμε πρωί και είναι μεσημέρι. Ήταν και  τέσσερα άδεια μπουκαλάκια ούζο Τσιλιλή στο τραπέζι. Θα τα πλήρωνε ο Αλέξης. Αυτό ήταν το τίμημα. Ο Αλέξης ήταν ανίκητος στο σκάκι, η νίκη μου ήταν ακόμα πιο σημαντική. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που έχανε από μένα, αλλά το συνολικό σκορ ήταν συντριπτικό υπέρ του. Από τότε που κατάλαβα ότι εκνευρίζεται τον πατούσα στον κάλο. Του πέταγα δήθεν αδιάφορες ειδήσεις. Πάνω που του είπα πως οι αστυνομικοί ζητάν επίδομα σιδερογροθιάς, έχασε τη ψυχραιμία του και τον πύργο του αναίτια. Χωρίς ψύχραιμη και καθαρή σκέψη στο σκάκι, όσο καλός και να είσαι θα χάσεις.
-Το απόγευμα, πάμε, είπε.
Το καφενείο είχε αδειάσει, ο ουρανός γέμισε μολυβί σύννεφα. Έρχονταν μπουρίνι, άρχισε να αστράφτει, βροντές μακρινές. Δώσαμε ραντεβού στις  7.
Η μάνα είχε στρώσει το τραπέζι, ο πατέρας έβλεπε ειδήσεις καθισμένος στη πολυθρόνα.
-Έκανα το αγαπημένο σου φαγητό, σε περιμέναμε Χάρη.
-Άργησα μάνα, στο καφενείο συναντώ ανθρώπους που είχα χρόνια να τους δω.  Έρχεται μπόρα. Σκοτείνιασε ο ουρανός.
-Πάνω στο θέρο, θα κάνει ζημιά. Τώρα που ο κοσμάκης θέλει να μαζέψει τα κόπια του.
 Ο πατέρας έφερε από το  υπόγειο την τραμιτζάνα με το κόκκινο κρασί.
-Να δεις κρασί που έχω Χάρη. Μεταλαβιά. Αυτό το μικρό αμπέλι στα παλιοκόνακα, μας δίνει το κρασί της χρονιάς. Ας  είναι καλά ο Σταύρος που με βοηθάει ακόμα. Σου έστειλα και στην  Αθήνα, σου άρεσε;
-Ναι πατέρα, το θυμάμαι. Ήταν ένα Σαββατόβραδο. Η Όλγα  έκανε στο φούρνο ψητή σαρδέλα, με κάλεσε σπίτι της. Πήρα ολόκληρη την τραμιτζάνα και πήγα. Έκανε ένα ψοφόκρυο έξω, Γενάρης μήνας.  Πώς να ξεχάσω εκείνο το βράδυ;  Μεθύσαμε και οι δυό, από  ποιήματα της Όλγας, από κρασί, από έρωτα. Μας βρήκε το χάραμα στο πάτωμα. Βούιζε χαρά ο κόσμος γύρω μου.


Η μάνα είχε στρώσει στο τραπέζι το άσπρο τραπεζομάντιλο, τρία κολονάτα ποτήρια, τα καλά μαχαιροπήρουνα και στη μέση το γυάλινο ταψί. Κολοκυθάκια στο φούρνο, με στογγυλοκομένες λεπτές πατάτες, καρότο, πιπεριά κόκκινη, λεπτοκομένη φρέσκη ντομάτα, κρεμμύδι φρέσκο και δυόσμο.
-Όλα από τον κήπο Χάρη, ο κήπος είναι η μεγάλη μου αγάπη. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις να ξεμυτίζουν οι σπόροι από το χώμα, να μεγαλώνουν, να καρπίζουν. Ο κήπος μου δίνει ζωή. Τον πατέρα σου τον χάνω στο αμπέλι, αν με βοηθούσε λίγο παραπάνω. Αλλά δεν παραπονιέμαι, όσο βαστάν τα πόδια μου τον κήπο δεν τον αφήνω. Σήμερα πήρα τις πρώτες ντομάτες, μοσχοβολάνε. Αύριο αν είσαι εδώ θα κάνω τα φασολάκια.
-Μπράβο μάνα, έτσι ζωντανή σε θέλω. 
-Πονάνε τα πόδια μου, αλλά το παλεύω. Ακόμα νοιώθω νέα
-Μα είσαι νέα. Oι άνθρωποι μπορεί να γερνάνε στο σώμα, μα όσο το μυαλό τους σκέφτεται με ορμή, δεν γερνάνε ποτέ. Εξ άλλου δεν έφτασες τα εκατό. Τόσες ευχές σου δίναμε με τον πατέρα στα γενέθλια να τα εκατοστίσεις.
-Στην υγειά μας. Για πες μας για την Όλγα, γιατί δεν ήρθατε μια φορά μαζί; είπε ο πατέρας
-Αν είναι νάρθει πατέρα θάρθει.
-Δείξε μας μια φωτογραφία της, να τη χαρούμε κι εμείς.


Πήρα το πορτοφόλι μου και έβγαλα τη φωτογραφία της Όλγας. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Το ένοιωσα ακόμα μια φορά όταν είδα τον πατέρα να φιλάει τη φωτογραφία.  Και τη μάνα να δακρύζει …
Η Όλγα με άσπρο παλτό, κοντά ξανθά μαλλιά, πράσινα μάτια στα χιόνια. Ήταν μια Κυριακή στην Πάρνηθα που πήγαμε για σκι. 


Πρώτη φορά είδα τέτοια θεομηνία στο χωριό. Το σπίτι έτρεμε συθέμελα από τα κατακόρυφα μπουμπουνητά, άστραφτε και βρόνταγε, ο αέρας λυσσομανούσε, ο ουρανός άνοιξε στα δυό. Πελώρια κύματα η βροχή, καρύδια το χαλάζι.
-Καταστροφή, είπε ο πατέρας. Ξεσκέπαστο μαγαζί η αγροτιά. Τίποτα δεν θα μείνει.
-Πάνε τα καλαμπόκια στον κήπο, έλεγε  η μάνα. Και ήθελα τόσο πολύ φέτος να κάνω καλαμποκάλευρο.
Τα νερά ποτάμι από το βουνό, λίμνιασε ο κάμπος. Δεν κράτησε πάνω από μισή ώρα. Αφήσαμε το φαγητό στη μέση. Κοιτούσαμε ανήμποροι απ’το παράθυρο. Καμιά προσευχή δεν εισακουόταν.
-Μας εκδικείται η φύση. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί της, είπε ο πατέρας.  Οι άνθρωποι νομίζουν ότι μπορούν να νικήσουν με τα όπλα τους, το μόνο λόγο η φύση τον έχει.


Το απόγευμα στις 7 πήγα στο καφενείο. Τίποτα δεν θύμιζε στον Ουρανό το μεσημέρι. Οι δρόμοι ξεπλύθηκαν, ο κάμπος γυάλιζε. Κλωνάρια από δέντρα  στους χωματένιους δρόμους.
Η είδηση όμως δεν ήταν η καταιγίδα. Όλοι σκυφτοί. Δεν πίστευαν…
-Κρεμάστηκε ο Βαγγέλης, τον βρήκε η μάνα του στο δωμάτιο την ώρα του κατακλυσμού.
Μείναμε όλοι βουβοί. Ήταν μόνο 33 χρονών. Ίδιος ο Χριστός.


Ταξιδευτής
17 Ιουνίου 2014 (18)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου