5 Ιουν 2014

Έρεβος



Βαθιά σιωπή, πηχτό σκοτάδι. Απλώνεται στα μάτια μου η ωχρά κηλίδα. Θαμπώνει ο κόσμος. Στο τέλος θα σβήσει. Απόλυτη νύχτα. Γεννήθηκα, μεγάλωσα, γερνάω. Από το σκοτάδι στο σκοτάδι. Μια ανάσα δρόμος ήταν. Ένα μεγάλο τραγούδι. 
Ανέβηκα στη κορυφή του βουνού. Στέκομαι κι αγναντεύω. Βλέπω πίσω μου τη δύσκολη ανηφόρα. Μια ζωντανή εφηβεία. Μπροστά μου η σοφία των γηρατειών. Σάκος που κυλάει στην κατηφόρα. 
Πονάει το πόδι μου στην πρώτη υγρασία, το χέρι μου δεμένο, το ένα μάτι μου σχεδόν τυφλό. Δεν με βαραίνουν τα χρόνια μου. Η χώρα μου με εξορίζει. Πάντα με εξόριζε ύπουλα. Τώρα φανερά. Στον καιάδα όσοι δεν παράγουν για το καλό της πατρίδας.
Το καλό της πατρίδας.  Το καλό της οικογένειας. Το καλό της θρησκείας. 
Στη Θεογονία του Ησίοδου έμαθα  τα στοιχεία της φύσης. Χάος, Γαία, Έρως. Έτσι γεννήθηκαν οι Θεοί. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τους θεούς. Να πιαστούν, να περάσουν στην αιωνιότητα. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να κυριαρχήσουν, σαν τον Δία. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη το παράλογο. Δεν αντέχουν τη λογική. 
Ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του. Ο γιός Δίας νίκησε τον πατέρα Κρόνο. Ο Κρόνος και  οι Τιτάνες φυλακίστηκαν στα Τάρταρα. 
Ποιός Δίας σήμερα θα νικήσει τους Κρόνους της γης;  Ποια νύχτα, από τις νύχτες του κόσμου, θα αφήσει το Κοσμογονικό αυγό στους κόλπους του Έρεβους;
Ποιος θα γεννήσει πάλι τον Έρωτα; 

Δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα από τα γεννώμενα, τίποτα δεν γνωρίζω για τα μέλλοντα. Τώρα ζω. Πάνω στη στιγμή της αιωνιότητας ακροβατώ.

Μια νύχτα κατέβηκα κρυφά στο πάτωμα -1 του νοσοκομείου. Δεν με είδε κανείς. 
Άνοιξα την πόρτα του ψυγείου. Είδα το θεόσταλτο πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν σφαλισμένα. Ολόγυμνη. Στέγνωνε στο θάνατο. Ξύρισαν τις μασχάλες και το τρίχωμα του εφηβαίου της. Την σκέπασαν με  λευκό σεντόνι. Το τράβηξα. Το πήρα μαζί μου. Το τελευταίο άρωμα της. Έφυγα σαν κλέφτης. Στο κρεβάτι μου τυλίχτηκα με το σεντόνι της. Μιας άγνωστης γυναίκας. Με πήρε ο ύπνος ανασταίνοντας τα όνειρά της. 
Την άλλη μέρα έμαθα για την αυτοκτονία της. Απέτυχε στις Πανελλήνιες, είπαν στην τηλεόραση. 

Έρεβος. Σκοτάδι βαθειά μέσα στη γη.  Ερχόμαστε  για λίγο και πάμε πάλι εκεί. Αιώνες τώρα αυτό το αέναο ταξίδι. Άραγε είμαστε οι ίδιοι  που σουλατσάρουμε μεταξύ ζωής και θανάτου;  Έρεβος στα σύνορα με τον Άδη. 

-Δυό μπύρες ακόμα. 

 Η μέρα παρέδιδε  σκυταλοδρομώντας στη νύχτα. Άναψαν τα φώτα της αίθουσας. Άχνιζε φως η απεραντοσύνη του Θεσσαλικού κάμπου στο άγγιγμα της ψιλής βροχής. 
Η Ειρήνη σήκωσε το ποτήρι της. Στην υγειά μας.

Στην  υγειά του Έρωτα. Αυτός  έσπρωξε τον Έρεβο και την Νύχτα να κάνουν τον αέρα, το φως και τη μέρα. Αλλιώς σκοτάδι θα ήταν η ζωή μας.
Η Ειρήνη χαμογέλασε και πήρε πάλι το πληκτρολόγιο κοντά της.

Ταξιδευτής
5 Ιουνίου 2014(12)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου