7 Ιουν 2014

Σταγόνα ιδρώτα κάτω από το μάτι



Πήρα βαθιά ανάσα. Σαν τριήμερο τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού.

Στις πιο μαύρες μου σκέψεις, αντίδοτο της Μεσογείου το φως, της λεμονιάς το άρωμα, η γέννα ενός παιδιού. Απομακρύνω το βλέμμα  μου από τον σπαραγμό του τάφου. Η χώρα μας γερνάει. Άκουσα πως πάει χρόνος, που  δεν ακούστηκε κλάμα νεογέννητου στο χωριό. Χθες έφυγε ο Μηνάς ο γιατρός στην Ιρλανδία, ήταν μια προσδοκία  και μια περηφάνια στο καφενείο του χωριού. Δεν μιλάνε πια για τις συντάξεις, για τα χωράφια που άκοπα καλλιεργούν χωρίς αντίκρισμα. Τώρα  ανεβαίνει ο κόμπος της σιωπής, ερήμωσε η παιδική χαρά, αναρωτιούνται τι δεν κάναμε καλά. Ποιός θεός μας καταράστηκε;  
Κανένας θεός δεν καταράστηκε τη γη, ούτε τους ανθρώπους, μήτε το πεπρωμένο.  Οι θεοί αποκούμπι του θανάτου, προσεύχονται για τη ζωή. Μυριάδες χαρές απλόχερα μοιράζουν στα ζωντανά της γης, στον Άνθρωπο τις περισσότερες. Ο νους και οι αισθήσεις, η καρδιά και η ψυχή ακατάλυτα, αιώνια, ζωντανά εργαστήρια αναβλύζουν αδιάκοπα τη γονιμότητα του ευ ζην.
Δεν είδα ποτέ αστραπή, ούτε βροντή, σε ουρανό χωρίς ένα σύννεφο, δεν είδα ποτέ να λαθέψει η φύση, παρά να τελειοποιεί, την  πιο θεϊκή ομορφιά. Κανένα έργο του ανθρώπου δεν θα συλλάβει το θαύμα της γέννησης, τον οργασμό της φύσης. Γλυκομίλητα τα πουλιά, δοτικά παιχνιδιάρικα τα ζώα, καρπερά καταπράσινα δέντρα, τριανταφυλλένιου κάλους τα φυτά, δροσερός ο αέρας στην  κάψα του καλοκαιριού. Όλα δώρα των θεών στον άνθρωπο. Το νερό και το σύννεφο, η φωτιά και το χιόνι, τόση αγάπη η φύση στον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος;
Πέρασαν τόσοι αιώνες και δεν ημερώθηκε ακόμα. Αλλάζει πουκάμισο σαν φίδι, ούτε ένα μάθημα δεν πήρε από την ιστορία του. Και ας κελαηδάει ο γκιώνης όλη νύχτα να απαλύνει τους εφιάλτες του. Δεν τον ακούει κανείς.
Τα δοτικά πουλιά και τους δοτικούς ανθρώπους λάτρεψα, λες και αυτοί κατάλαβαν από νωρίς το πέρας της ζωής. Είναι οι άλλοι, αυτοί που νόμισαν ότι θα κυριεύσουν τη γη. Αυτοί που νομίζουν, ότι τη δεύτερη φορά θα βρουν τα λάφυρα της πρώτης. Ούτε ένας ως σήμερα δεν ήρθε από τον Άδηνα μας φέρει μήνυμα τέτοιο.
Σωρεύουν πλούτη, πατώντας πάνω στο μέλλον των παιδιών. Φτιάχνουν πολέμους να πουλήσουν τα όπλα τους. Εμπορεύονται τη σάρκα, ανίκανοι να ερωτευτούν.
Η δυστυχία της απληστίας γεννά τη φτώχια. Πρόθυμοι υπηρέτες
εκείνοι οι ματαιόδοξοι, που γεμίζουν το κενό με κάλπικο χρυσάφι.
Αύριο η βροχή θα σταματήσει, ο ήλιος θα χρυσίσει τις πέτρες, τα δέντρα, τη θάλασσα, τόση ομορφιά  στα μάτια μας. Αυτό το χρυσάφι του κόσμου φθάνει να γεμίσει ολόκληρη η γης. Να μεγαλώσουν όλα τα αγέννητα παιδιά, κανένα πρόωρα να μην πεθάνει. Ο άνθρωπος βιάζει τον κύκλο. Αγνοώντας τον πυρήνα του. Τον έρωτα.

Μίλαγα ακατάπαυστα, σαν να μην ήμουν εγώ, ένα παραλήρημα ασύμβατο της στιγμής, ξένο στην εποχή. Από τη μια το άσπρο, από την άλλη το μαύρο, χάθηκε η πανδαισία των χρωμάτων, χάθηκε η φύση. Ψηλά κτίρια, στενοί δρόμοι, κελιά που μας φυλάκισαν, πόλεις γεμάτο σκουπίδια. Το χρώμα της ανατολής, χάθηκε το ηλιοβασίλεμα. Νύχτωσε. Τεχνολογικός αιώνας. 1984 του Όργουελ.

Πληκτρολογούσε γρήγορα η Ειρήνη. Είδα μια σταγόνα ιδρώτα κάτω από το μάτι της.
Σταμάτησα.

-Πάμε, της είπα

Όταν φτάσαμε στο Βαρούσι, έξω από το σπίτι της, η βροχή είχε σταματήσει. Στο ύψος του δρόμου το φωτεινό ρολόι της πόλης. Πάνω στο Βυζαντινό κάστρο. Το ρολόι χτύπησε εννέα φορές. Ένα μικρόσωμο σκυλί γραπωμένο στο μπαλκόνι γαύγιζε, καλωσορίζοντας την παρουσία της.
-Θα γεννήσει η Σπινούλα, μου είπε.
-Θέλω έναν πιστό φίλο, είπα.


Ταξιδευτής
7 Ιουνίου 2014(13)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου