24 Νοε 2014

"Μεθύστε, μεθύστε, όπως σας αρέσει''

                                                                     
                                                                                                                                    
                                                                                          
                     
                                                 -Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!      
                                                                     
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε
                                                                      οἱ βασανισμένοι
                                                                      σκλάβοι τοῦ Χρόνου, 
                                                                      μεθύστε, μεθύστε
                                                                      χωρὶς διακοπή!
                                                                      Μὲ κρασί,
                                                                      μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή,
                                                                      ὅπως σᾶς ἀρέσει.
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            Σὰρλ Μπωντλαίρ

Είχαμε φτάσει μία εβδομάδα πριν τα προγραμματισμένα εγκαίνια. Τα περισσότερα ήταν έτοιμα, αλλά ήταν άλλα τόσα που σαν άπειρος δεν είχα σκεφτεί και προέκυπταν  σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι. Μικρές λεπτομέρειες, κομμάτια όμως του παζλ. Μήπως τα μικρά δεν φτιάχνουν τα μεγάλα; Ας πούμε ένας κατάλογος με τα ποτά και το πιάτο ημέρας, θέλει μια αισθητική να ολοκληρωθεί. Το βράδυ είχα ραντεβού με τον Τάσο, να μιλήσουμε ξανά για τα ζητήματα της κουζίνας και του σερβιρίσματος. Πόνταρα πολύ στην  εμπειρία και στη φήμη του Τάσου. Ήταν από τους πιο γνωστούς chef στην πόλη. Αυτός θα ετοίμαζε, εγώ θα σέρβιρα.  
Με την Έφη είχαμε χαθεί. Ακόμα περίμενα το  παλιό γραμμόφωνο. Και τους δίσκους βινυλίου που είχαμε πει. Η Έφη είχε μια τεράστια δισκοθήκη από νέγρικα μπλούζ μέχρι δημοτικά, από παλιά ροκ κομμάτια μέχρι ρεμπέτικα.
Έπρεπε να βάλω σε τάξη το χάος  μου. Ένα χάος από ιδέες και σκέψεις, που αν δεν πάρουν συγκεκριμένη μορφή και πράξη, παραμένουν αεί πλανώμενες.
Από τον πατέρα μου είχα το γοργόν και χάριν έχει και από τον Κούντερα τη βραδύτητα. Θυμήθηκα τον τύπο που εκνευρίστηκε στο κόκκινο φανάρι, αντί να απλώσει το χέρι του και να χαϊδέψει το γόνατο της γυναίκας του. Τρέχουμε να προλάβουμε χωρίς να ζούμε τη στιγμή. Αγχώθηκα, σαν ήρωας σε ταινία του Woody Allen.  Πάτησα φρένο.  Αντί για το ξεκίνημα του Φθινοπώρου, θα ανοίξουμε στο ξεκίνημα του Χειμώνα.  Τρεις μήνες μετά. Και όλα θα είναι σχεδόν τέλεια.
Αυτό δεν σήμαινε πως άτυπα δεν θα γινόταν οι πρόβες επί σκηνής.  Η μισή ζωή μου θα μεταφερόταν στο Ουζερί. Αυτό με φόβιζε κιόλας. Η δουλειά έχει ωράριο. Κι εγώ με τα ωράρια ουδέποτε είχα καλές σχέσεις. Φαντάζουν όμορφα κάποια πράγματα στην αρχή, αλλά μετά δεν είναι.  Η ρουτίνα θαρθεί αργά ή γρήγορα. Όπως στο γάμο. Βέβαια εγώ ήμουν αποφασισμένος να της κλείσω κατάμουτρα την πόρτα.  
Πάει καιρός που ασπάσθηκα τους στίχους του Μπωντλαίρ. Στο κάτω κάτω μες  σε ποτοποιείο θα ζούσα, να μεθύσω ήθελα. Με ζωή.
Τον θάνατο τον ήξερα από χρόνια.

Ταξιδευτής
24 Νοεμβρίου 2014 (36)

20 Νοε 2014

Γιατί ο Μουρακάμι είναι μεγάλος συγγραφέας






Το να ζεις στο Τόκιο και να αγγίζεις κάποιον που ζει σε μια μικρή πόλη της Ελλάδας είναι τέχνη.Το να γράφεις για το τώρα και να περνάς τα σύνορα του χρόνου, είναι μεγαλύτερη τέχνη. Κι ας μη θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη. Και σωστά λέει, γιατί η τέχνη θέλει ταπεινότητα.
Ο Μουρακάμι βέβαια και διάβασε και ταξίδεψε στον Δυτικό πολιτισμό. Και ακόμα περισσότερο δεν είναι ο θεωρητικός γραφιάς του γραφείου. Από το Peter Cat, το τζαζ κλαμπ που άνοιξε μαζί με τη γυναίκα του, λίγο μετά τα 20 χρόνια του, ως τα τώρα, την ώριμη  συγγραφική του ηλικία, φαίνεται να βίωσε πολλά ανάμεσα στους μαραθώνιους της ζωής του και της σκέψης του. Κάποτε έκανε μόνος του την διαδρομή του κλασικού μαραθώνιου της Αθήνας.
Όσοι διαβάζουμε μετά μανίας τα βιβλία του, λέμε ότι ξέρει να γράφει καλά, να αφηγείται δηλαδή. Δεν τον αφορούν, ούτε οι επιτηδευμένες λέξεις, ούτε οι τραβηγμένες μυθοπλασίες. Διαβάζοντας Μουρακάμι είσαι στην καθημερινή πραγματικότητα, συν-βιώνεις τις ανησυχίες και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι ένας σύγχρονος -κλασικός συγγραφέας. Η λογοτεχνία του δεν χωρά ετικέτες, ακριβώς επειδή καταπιάνεται με το όλον της ανθρώπινης ζωής.
Στον άχρωμο Τσουκούρου Ταζάκι  άρεσε να κοιτάει με τις ώρες τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ήταν και το μόνο χόμπι του. Το μόνο χρώμα του. Κατά τ’ άλλα ήταν ένας «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες».
Φεύγει από την επαρχιακή Ναγκόγια και έρχεται στο μητροπολιτικό Τόκιο. Μόνο και μόνο να παρακολουθεί τις παραδόσεις ενός καθηγητού ειδικευμένου στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου λες ότι οι σιδηροδρομικοί σταθμοί αρέσουν και σε μένα. Μήπως όμως δεν αρέσουν και στους περισσότερους από μας;  Είναι η πρώτη συνάντηση, από τις πολλές στους επόμενους σταθμούς της διεισδυτικής ψυχολογικής ματιάς του Μουρακάμι.
Ο έρωτας και ο θάνατος κυριαρχούν στις ιστορίες του, όπως και στη ζωή.  Από πιο σημαντικό έργο μπορούν εξάλλου να λείπουν;
Καμία πληγή δεν κλείνει, αν δεν την γιατρέψεις. Η απόρριψη εδώ δίνει την αφορμή να κυλήσει ένα ολόκληρο ποτάμι συναισθηματικής ψυχολογικής καταβύθισης.
Μαέστρος στην ορχήστρα ο Μουρακάμι, πλάθει κάθε φορά μια τοιχογραφία εποχής, όπως κάνουν όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα. Αφήνοντας στον αναγνώστη τη μαγεία του ταξιδιού στα δικά του ερωτήματα.

Κωστής Ταξιδεύων
20 Νοεμρίου 2014




13 Νοε 2014

Ήταν δυό πρωινά χαμόγελα.








Δεν αντέχουν οι άνθρωποι την ελευθερία. Προτιμούν οι πολλοί την ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία φέρνει τη βία και η βία τη δυστυχία. Η δυστυχία μιας προκαθορισμένης ζωής γεννά τον πόλεμο. Ο πόλεμος τη φτώχεια. Όταν ακούμε τη λέξη φτώχεια το μυαλό μας πάει στην οικονομία, ποτέ στην άχρωμη, άγευστη, άνοστη ζωή.

-Μάρθα τι έγινε; Μπορείς να μου μιλήσεις; Ίσως νοιώσεις καλύτερα.
Η Μάρθα παρέμεινε ακούνητη, ήθελε τον χρόνο της. 

Ένα άδειο σπίτι, τα παράθυρα κλειστά, καταμεσήμερο και το σκοτάδι ήταν βαθύ. Το γατάκι νιαούριζε κυνηγώντας την μοναδική αχτίδα φωτός που έπεφτε στον τοίχο. Ένοιωσα σαν οδηγός που έχει να διανύσει κάποια χιλιόμετρα με αναμμένο το κόκκινο λαμπάκι της βενζίνης. Στις 4 είχα ραντεβού με τον μαραγκό στο ουζερί. Ήταν παρά 10.

-Μάρθα πρέπει να φύγω, έφερα 
donuts, άμα πεινάσεις. Θα τα πούμε το βράδυ. 

Όταν έφτασα στο Ουζερί, ο Βαγγέλης ήταν εκεί ξεφόρτωνε τα έπιπλα με τον βοηθό του. Στις 10 το βράδυ, το πατάρι είχε αλλάξει, τοποθετήθηκε η βιβλιοθήκη, ο καναπές, τα τραπεζάκια, οι καρέκλες, σχεδόν τέλεια.
Πήρα μια πίτσα με τυριά, δυό μπύρες κι έφυγα για το σπίτι. Το μυαλό μου ήταν στην Μάρθα. Όταν έφτασα κάθονταν σε στάση γιόγκας και ήταν ολοφάνερα καλύτερα. Βγήκε απ’ το σπίτι, δίπλα της φώτιζε ένα αναμμένο κερί, το ρολό ήταν μισοανεβασμένο, το ένα φύλλο της μπαλκονόπορτας ανοιχτό, το φεγγάρι συμπλήρωνε το φως. ‘
Όταν μπήκα μου χαμογέλασε, αναθάρρησα.  

-Έφερα πίτσα, πως είσαι; 
-Είμαι καλύτερα. Σ’ ευχαριστώ.

Δεν αντέχεται ο πόνος, ούτε του σώματος, ούτε της ψυχής. Αντιδρά το σώμα, αναβλύζει η ενέργεια που κρύβει η ψυχή, σχεδόν αντανακλαστικά. Όπως ξεμουδιάζει ένα χέρι ή πόδι που πιέστηκε πολύ.

Κάθισα απέναντί της σταυροπόδι στο πάτωμα. Εκείνο το βράδυ μου είπε ολόκληρη την ιστορία της. Μια απίθανη ιστορία, απ’ αυτές που νομίζεις ότι συμβαίνουν μόνο στον κινηματογράφο ή στα μυθιστορήματα. 

- Θα σου τα πω όλα, έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Θα μου υποσχεθείς όμως, πως δεν θα γράψεις και δεν θα μιλήσεις σε κανέναν από όσα θα πούμε απόψε.
-Σύμφωνοι. Στο υπόσχομαι.

Κάπως έτσι ξεδιπλώθηκε η Μάρθα. Μόνο όταν φτάνεις στον πάτο, επαναστατείς, μόνο όταν οι αντοχές έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα όρια. 

Οι πρώτες αχτίδες της μέρας μπήκαν στο δωμάτιο, το τασάκι δίπλα μας γέμισε γόπες, τα μάτια μας ήταν κόκκινα.

-Μάρθα η ζωή σου μοιάζει πολύ με την ιστορία της Ελλάδας, αν κάποτε μάθω να γράφω, όπως οι συγγραφείς, θα ήθελα να τη γράψω. Θα αλλάξω τα ονόματα, όπως κάνουν στα μυθιστορήματα, εσύ δεν θα φαίνεσαι πουθενά. Νομίζω ότι ενδιαφέρει πολλούς. Κι όταν μπορείς να αφηγηθείς τη δικιά σου περιπέτεια του πόνου, λυτρώνεις και άλλους σαν  εσένα. Πόσο έχουμε δικαίωμα να μην εκφράζουμε αυτά που μας συμβαίνουν, όταν συμβαίνουν στους περισσότερους; Δεν είναι αυτή μια λύτρωση και προσφορά μαζί; 

-Μου χαμογέλασε, ακούμπησε με την παλάμη της το χέρι μου, και μου είπε: 
-Μάθε πρώτα να γράφεις, να ξεχωρίζεις τα σημαντικά από τα ασήμαντα, να περάσει ο χρόνος, να υπάρξει απόσταση και τότε βλέπουμε. 
-Της χαμογέλασα κι εγώ. 

Ήταν δυό πρωινά χαμόγελα.


Ταξιδευτής
13 Νοεμβρίου 2014 (35)

7 Νοε 2014

Η ομορφιά δεν γλυτώνει από τους βαρβάρους.


 Άδικα ψάχνω τα κλειδιά μου, το κλειδί το είχα δώσει στη Μάρθα. Χτυπάω απαλά την πόρτα, ύστερα πιο δυνατά. Όταν άνοιξε, κρατούσε στην αγκαλιά της το γατάκι. Το γατάκι νιαούρισε, αυτή δεν μίλησε. Ούτε κι εγώ.
 Αχνό σκοτάδι το σπίτι. Ένα στρώμα στο πάτωμα, καταμεσής στο δωμάτιο. Η Μάρθα έπεσε μπρούμυτα. Το γατάκι στάθηκε δίπλα της. Της έγλειφε τα σημάδια. Μια ακτίνα φωτός από κάποιο κενό στα στόρια έπεφτε πάνω στον τοίχο.
-Πεινάς; 
 της είπα. Δεν απάντησε. Κρατούσε τα μάτια της κλειστά. Και την ψυχή της. Τα σημάδια μαρτύραγαν το σκοτάδι της.
 Πόσες φορές το σώμα μας δεν λέει την αλήθεια; Παραμένει ζωντανό, αντιστέκεται, φτιασιδώνεται για χάρη του φαίνεσθαι. Η  αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Κάποτε καταρρέει, όπως ένα δόντι, πονάει λίγο στην αρχή, ο πόνος γίνεται αβάσταχτος στο τέλος.
-Νερό; Πάλι δεν κουνήθηκε, σαν φυτό που μαράθηκε. Της άφησα ένα μπουκαλάκι νερό δίπλα της. Ο πόνος πετρώνει το στομάχι, στερεύει τα δάκρυα. Έχω δει φυτά να ανασταίνονται, εκεί που νόμιζες ότι πέθαναν. Χώρες ολόκληρες να ξαναγεννιούνται. Εκεί που νομίζεις ότι τέλειωσαν.
Στάχτες αφήνει ο πόλεμος, εκεί που θα φυτρώσει ξανά η ζωή.

 Το λευκό διάφανο δέρμα της γεμάτο μελανιές, είχε κακοποιηθεί βάναυσα.  Σαν μια πευκόφυτη πλαγιά βουνού δίπλα στη θάλασσα όπου γίνονται γεωτρήσεις από λαίμαργους χρυσοθήρες. Άναυδη η θάλασσα, ακύμαντη, αρνείται να χαϊδέψει την πληγή. Η σιωπηλή κραυγή του πόνου.
Η όμορφη Μάρθα του νοσοκομείου. Εκείνα τα μεγάλα χαμογελαστά μάτια, τα καθαρά  ξανθά της μαλλιά, η χάρη εκείνη στην αύρα της. Η περήφανη λάμψη της, η φρεσκάδα στα μαγουλά της, η ζεστασιά στη φωνή της αρρώστησαν. Ο πυρετός του εσωτερικού πόνου πάγωνε τα  εξαντλημένα χέρια της, τα ταλαιπωρημένα πόδια της.

 Απέραντη γαλάζια θάλασσα γεμάτη διαμάντια νησιά, γαλανός ουρανός, καθαρά μεγάλα ποτάμια αρτηρίες στο σώμα της, εύφορες πεδιάδες και ελατόχρυσα βουνά, σοκάκια καλντερίμια και δρόμοι μεγάλης φυγής, σελίδες ξέχωρης αντίστασης στους βαρβάρους, ήρωες και αντιήρωες, βαθύ πηγάδι η ιστορία της.
 Την έβαλαν σημάδι οι βιαστές της ομορφιάς. Αυτοί που ποτέ δεν μπόρεσαν να δουν με τα μάτια τους τις βοκαμβίλιες στα πλακόστρωτα σοκάκια των νησιών της, να συναισθανθούν με την αφή τους κάτασπρα εκκλησάκια, προσευχή στη δημιουργία της φύσης, να μυρίσουν το άρωμα απ’ το σώμα της, το θυμάρι της Κεφαλλονιάς, το πεύκο της Σκοπέλου, να ακούσουν τους ψιθύρους της ιστορίας, να γευτούν τους αιώνιους καρπούς της. 

 Η ομορφιά δεν γλυτώνει από τους βαρβάρους. Αγνοούν την αθανασία της. 

Ταξιδευτής
7 Νοεμβρίου 2014 (34)