30 Απρ 2014

Ουζερί σχεδόν τέλεια ή κότες ελευθέρας βοσκής;





Δούλευα διορθωτής στον εκδοτικό οίκο Ροζαλίδα. Δεν ήταν επιλογή μου, αλλά μπορούσα να κάνω τις δικές μου επιλογές με τα χρήματα που έβγαζα. Η Αθήνα ολοένα και στένευε πάνω μου.
Κάθε Τρίτη πήγαινα στον Κηφισό και έπαιρνα πακέτο από το χωριό. Λαχανόπιτα, αυγά, τυρί, παστίτσιο και μια καρτούλα με φιλοδώρημα, λες και μου χρώσταγαν οι γερόντοι. Δίχως αυτό η υπόγεια γκαρσονιέρα  που έμενα, θα με πέταγε από το παράθυρο στο πεζοδρόμιο. Δεν με πέταξε η γκαρσονιέρα, αλλά η Ροζαλίδα. Έκλεισε.
Ποια μνημονιακή κυρία θα έδινε  είκοσι ευρώ, για ένα Άρλεκιν των Βορείων προαστίων;
 Έμεινε το δυνατό γέλιο της διόρθωσης και η κάρτα ανεργίας.
Δεν άντεχα άλλο το ψάξιμο για δουλειά, σκέφτηκα τα καράβια, τα τρένα, τα αεροπλάνα και κατέληξα στο χωριό. Με ωτοστόπ.
Η πρώτη σκέψη στο χωριό, ήταν να κάνω κότες ελευθέρας βοσκής, στο βουνό του πατέρα μου. Θα έδινα χωριάτικα αυγά στα σούπερ μάρκετ και νόστιμα κοτόπουλα στα κρεοπωλεία. Η σκέψη δεν ναυάγησε ακόμα στο μυαλό μου, αλλά  κάποιο βράδυ στο καφενείο του χωριού, γεννήθηκε το Ουζερί σχεδόν τέλεια. Της πόλης. Εξ άλλου τι ήταν τα Τρίκαλα από το Πετρωτό. Μισό cd δρόμος.
Θα μπορούσα να συνδυάσω και τα δύο. Πάντα συνδύαζα πολλά στη θεωρία, αλλά ποτέ δεν κούμπωναν στην πράξη. Σαν υποψήφιος πολιτευτής, περιφερόμουν από κει και από δω. Άλλα σκεφτόμουν, άλλα έλεγα και άλλα έκανα.
Με διέκρινε πάντα μια χαρισματική τεμπελιά. Από μικρός ήμουν έτσι, θυμάμαι εκείνο της μάνας, όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει.
Δεν πολιτεύτηκα όμως ποτέ.  Όχι γιατί δεν είχα άποψη πολιτική και κόμμα να με δεχτεί, αλλά  είχα ένα πρόβλημα. Δεν μπορούσα να στρογγυλέψω ποτέ τα λόγια μου, στις δυό προτάσεις μου, η μία έλεγε την αλήθεια, αναλογία ασήμαντη να ταξιδέψεις στην Ιθάκη.
Τώρα ήμουν αποφασισμένος.
Τέρμα η Ροζαλίδα, τέρμα τα αφεντικά, τέρμα η Αθήνα, τέρμα τα τηλεοπτικά παρα-πλανητικά. Ο χρόνος  είναι πολύτιμος να τον ξοδεύεις μέσα σε αστικά λεωφορεία και υπεραστικά δρομολόγια. «Ξόδευα άσκοπα το χρόνο μου και τώρα ο χρόνος ξοδεύει άσκοπα εμένα», διάβασα πριν λίγο στα Σονέτα του Σαίξπηρ, τα έχω ακόμα στην τσέπη μου.
Πως βρέθηκα πάλι σε τούτο τον δρόμο σήμερα; Ερήμωσε, η αγορά έκλεισε, εγώ και το παγκάκι. Ευτυχώς ήρθες εσύ στο μυαλό μου. Μετά είναι και το φεγγάρι. Κλείνω τα μάτια και πλάθω την εικόνα σου. Αύριο θα σε δω στην πορεία.
Κάπως φωτίζει η ζωή μου.

Κωστής Ταξιδεύων
30 Απριλίου 2014 (2)

28 Απρ 2014

Ουζερί Σχεδόν τέλεια



Δεν ήταν σαν τις άλλες Δευτέρες. Σε όλη την 28ης Οκτωβρίου μια ντουντούκα και καμιά δεκαριά άτομα, διαμαρτύρονταν για την αλλαγή στις λαϊκές αγορές. Δεν ήρθε ούτε ένας παραγωγός σήμερα, στην λαϊκή αγορά της Δευτέρας.  Το δευτεριάτικο παζάρι γίνεται από παλιά στο κέντρο της πόλης.  Σήμερα ούτε ένα φρέσκο αυγό, ούτε λαχανικά και φρούτα των παραγωγών, από τον κήπο στο πιάτο. Ούτε τα καροτσάκια της νοικοκυράς, ούτε φωνές, ούτε «έλα κυρία, το πρωί έκοψα τα μαρούλια».
Έβρεχε, σιγανά, ανοιξιάτικα.  Έφερνα γύρω γύρω τα τετράγωνα, από μαρκίζα σε μαρκίζα, χωρίς ομπρέλα. Πολυσύχναστοι δρόμοι,  από την παλιά αγορά ως σήμερα, πολύχρωμες ομπρέλες, αυτοκίνητα, τράπεζες, ψαράδικα, ηλεκτρικά είδη, φούρνοι, κοσμήματα, ανθοπωλεία, γραφεία κηδειών, τυροπιτάδικα, καφέ, βιολογικά προϊόντα, φαρμακεία, γραφεία δικηγόρων,  η 28ης Οκτωβρίου τελειώνει στα δικαστήρια. Όπως όλοι οι δρόμοι της αγοράς. Μόνο που εδώ κάθε πρωινό Δευτέρας, ξυπνάει η ανάσα της πόλης και συναντιέται με το χωριό και το χωράφι, χέρια  λεία και τρυφερά ανταμώνουν με  ροζιασμένα και σκληρά.
Ένας μόνο, ένας μεσήλικας στον ατέλειωτο δρόμο άνοιξε μια ομπρέλα από παγωτά αγνό και  ένα τραπεζάκι,  με πέντε χεριές τσάι του βουνού, ένα καλαθάκι με σακουλάκια ρίγανης, δυό λίτρα κρασί λευκό, ένα μπουκαλάκι με λικέρ ρόδο κι ακόμα ένα με λεμόνι. Πουλούσε και σκούπες, όχι ηλεκτρικές, φουκάλες, είχε και με ξύλο στην άκρη.
Τον πλησίασα από περιέργεια, από κοινό πόνο, ένας μόνος απεργοσπάστης σε ολόκληρη τη λαϊκή.  Πρώτη φορά έβλεπα καθολική συμμετοχή σε απεργία. Εκτός απ’ τον  Περικλή.
Φορούσε φόρμες μπλε σκούρες, με τιράντες κόκκινες, αλλά δεν διακρινόταν πια το χρώμα απ’ τις βαφές, όλη η γης πολύχρωμη πάνω του,  ήταν ελαιοχρωματιστής τον καλό καιρό. Ψηλός, ξερακιανός, αξύριστος, χαμογελαστός, με ένα καπελάκι που έγραφε ΑΟΤ.
«Θα πάρεις κάτι, είναι απόλυτη ανάγκη; Περίμενα  πως και πως το παζάρι της Δευτέρας, να πάρω τα φάρμακα για το παιδί».
Ο Περικλής περνούσε το δικό του σταυρό. Δεν του είπα τίποτα για τον δικό μου. Μιλήσαμε μες τη βροχή που δυνάμωνε, πήρα μια σκούπα με ξύλο στην άκρη.
Περπάτησα κρατώντας τη σκούπα τους γύρω δρόμους, την  Τιουσόν, την Καραϊσκάκη, βγήκα στη Κονδύλη, κοντοστάθηκα μπροστά στο άγαλμα του Σαράφη, μπήκα στον πεζόδρομο της Γλάδστωνος από τη πλευρά του Μικέλ, ένα φαρμακείο, ένα καφενείο από τα παλιότερα της πόλης, πλεκτά, σιδηρικά,  κλειδιά σε 1 λεπτό, ένα οπλοπωλείο, ένα ποδηλατάδικο, και πολλά άδεια μαγαζιά, κλειστό λόγω κρίσης.
Στάθηκα στη διασταύρωση Γλάδστωνος και Γαμβέτα. Το παπουτσάδικο είχε κλείσει την εβδομάδα που πέρασε. Ενοικιάζεται.
Τα χαμηλά σύννεφα άφησαν να φανεί λίγο ήλιος. Μερικές αχτίδες. Ήξερα, ότι κάπου εδώ θα άνοιγα το Ουζερί Σχεδόν τέλεια. Δεν ήξερα ακριβώς που.
Εδώ και μια βδομάδα μόνο την πινακίδα είχα στο μυαλό μου, τίποτα άλλο.
Εκτός από την κάρτα ανεργίας.
Κι ένα βιβλίο. Τη λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων.


Κωστής Ταξιδεύων
28 Απριλίου 2014 (1)

26 Απρ 2014

Μίλα



Θα γίνω οπαδός της σιωπής
Μη ξυπνήσω την πόλη
Άκου τη βροχή στην μαρκίζα
Βελόνες οι στάλες

Σιώπα, μη γελάς
Δες πως μοιάζουμε στη θλίψη
Μας ομορφαίνει αυτός ο καιρός
Σιώπα, ανθίζει η άνοιξη
Σιώπα
Η μνήμη πονάει, μην την αγγίζεις
Σιώπα
Και τ’ όνειρο πονεί, μη τ’ ακουμπάς
Μέθα γυμνή τη στιγμή
Μη μιλάς, μίλα με τη σιωπή
Μίλα με τα μάτια, στα ίσα
Σαν ενάντιος έρωτας του Μπρετόν
Μίλα.

Ταξιδευτής
26 Απριλίου 2014

24 Απρ 2014

Μονόλογος ενός πότη



Victor Oliva, πότης αψεντιού.



«Να πέθαινα για κάτι δυνατό.
Έτσι που ζω σα να μη ζω,
είναι μεγάλο άδικο και κρίμα.»

Αυτός ο πόνος στο στομάχι ακόμα να περάσει, ξεθεώθηκα στον εμετό. Ξέρασα όλες τις βραδινές ειδήσεις, σίγουρα κάποιος έριξε στάχτη στο ποτό…Εγώ δεν το βάζω εύκολα κάτω…
Ο Ψινάκης, αυτός φταίει, Δήμαρχος του Μαραθώνα, πάει και η ιστορία μας, τα τσαλαπάτησαν όλα… Το στομάχι μου…Δεν μας έφτανε ο Σταύρος του Λαμπράκη, και  ο Χριστοδολόπουλος του Βύρωνα.  Και ποιός σας είπε γαμώτο, πως όταν κλωτσάς καλά με το πόδι, σκέφτεσαι καλά και με το κεφάλι; Έβαλαν λέει, έναν ποδοσφαιριστή υποψήφιο στην Ευρωβουλή. Είναι τηλεπερσόνες λέει και θα φέρουν ψήφους στα κόμματα.  Στην εποχή του 50 ζούμε το κέρατό σας… Τότε είχε τελειώσει ο πόλεμος, τώρα είμαστε μες τον πόλεμο.. Το ίδιο είναι;  

Τίποτα δεν είναι το ίδιο. Ούτε και τ’όνειρο  πια. Τότε υπήρχε, τώρα δεν υπάρχει.
Σκότωσαν το όνειρο.
Όχι πείτε μου, τι μπορεί να ονειρευτεί ένας νέος σήμερα στη χώρα μας, φορτωμένος με δυό προπατορικά αμαρτήματα; Άντε να ξεπεράσει το πρώτο υγιώς σκεπτόμενος, το δεύτερο; Δεν του φτάνει ούτε μια ζωή να πληρώνει τις αμαρτίες των γονέων, παιδεύουσι τέκνα.
Στην αρχή μας εκδημοκράτισαν, μετά μας πέταξαν στη θάλασσα να μάθουμε να κολυμπάμε, μετά μας εκσυγχρόνισαν με Μάνο και Ανδριανόπουλο, μας έφεραν πολυκαταστήματα να τα έχουμε όλα,  μετά μας έδωσαν μια κλωτσιά στο γκρεμό και τώρα θέλουν να μας σώσουν, - για να σωθούν.
 Στο τέλος θα αυτοανακηρυχθούν και σωτήρες. Πάντα βέβαια με τη βοήθεια του θεού και της αγίας τηλεπαρουσιάστριας των μεγά-λων ειδήσεων. Κι αυτή στην Ευρωβουλή;  Μπάτε σκύλοι αλέστε….
Το στομάχι μου, δεν λέει να περάσει. Μα όταν πίνω μια χαρά νοιώθω, μετά, μετά φταίει ο Μπωντλαίρ.
«Όταν οι νόμοι είναι άδικοι, οι πολίτες οφείλουν ανυπακοή» έλεγε ο Γκάντι και  «Ο μόνος δρόμος για τους διανοουμένους είναι ο δρόμος του Γκάντι. Ο δρόμος της μη συνεργασίας.» συμπλήρωσε ο Αϊνστάιν

Είχα γράψει κι εγώ κάποτε ένα σύνθημα, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα. Ακόμα μισοσβησμένο στον τοίχο των φυλακών είναι:
«Ένα είναι το χρέος μας σήμερα. Να διώξουμε όλους αυτούς που οδήγησαν τη χώρα εδώ».
Ούτε το σύνθημα βέβαια έφυγε ποτέ απ’ το κεφάλι μου, αλλά ούτε αυτοί που οδήγησαν στη ξηρασία το μέλλον των παιδιών μας.
Εμείς, εμείς έτσι κι αλλιώς σκοτωθήκαμε νωρίς….
Δεν έφταιγε μόνο το ποτό, έφταιγαν και τα καστανά μεγάλα μάτια της. Όταν την κοίταγα έβγαναν φωτιές, που μ’ έκαιγαν …..
Το στομάχι μου δεν λέει να στρώσει…
Να το εμπιστευτώ στον Άδωνη ή να πάω πάλι στο ουζερί Σχεδόν Τέλεια;
Θυμάσαι μάνα, από παιδί και μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια, μούλεγες κάποτε.
Θυμάσαι;

Ταξιδευτής
24 Απριλίου 2014

22 Απρ 2014

Χειρολαβή σκιάς



Ξεφόρτωσα όλη τη θλίψη της ζωής μου
Την άφησα σε μια του βράχου κοιλάδα
Τα ρούχα μου όλα πέταξα
Πάνω στην ανοιξιάτικη άμμο
Γυμνός, ολόγυμνος έτρεξα στη γαλάζια θάλασσα
Με μια βαθιά αναπνοή, συνάντησα το βυθό της.
Και Σένα
Σαν Μάης ήταν, του 68
Δεν θυμάμαι
Όταν έπλεα σαν νούφαρο στην επιφάνεια
Και στον ήλιο.
Στάθηκες πάνω μου, μικρό σύννεφο
Τόση χαρά πως θα την άντεχα
Εγώ, ένας καμένος ποιητής
Άλλη χειρολαβή εκείνη την ώρα δεν είχα
Μονάχα απ’ τη δική σου σκιά πιάστηκα
Να λυτρωθώ
Πάλι να ντυθώ της άμμου τα ρούχα
Είχαμε δρόμο ακόμα μπροστά μας.

Ταξιδευτής
22 Απριλίου 2014

19 Απρ 2014

Καλή Ανάταση



Μεγάλο Σάββατο, ξυπνήσαμε πρωί με τον Οδυσσέα. Πήραμε ένα παγούρι νερό, θα περπατούσαμε πάνω από δίωρο. Η Γκοτζια-μ-λάκα είναι πίσω από το βουνό. Απέραντα λιβάδια, ένα μικρό ποτάμι είχε την πηγή στα ριζά του βουνού, -έρχονταν τότε οι γυναίκες του χωριού και έπλεναν τα χειμωνιάτικα,, ένα σμήνος από πεύκα ανατολικά  και ο προφήτης Ηλίας σε ένα μικρό βουναλάκι. Ευλογημένος τόπος.
 Εκεί ήταν και ένα μικρό κτήμα του πατέρα μου, εκεί είχαμε ένα δωμάτιο με πλιθιά και ξύλα φτιαγμένο, εκεί είχαμε κήπο, τα μελίσσια, αμυγδαλιές, αχλαδιές, ελιές, μουριές, συκιά, πηγαίναμε τότε καβάλα στ’ άλογο, γυρίζαμε γεμάτο καλούδια της φύσης.
Στις γύρω πλαγιές έβοσκαν πρόβατα, αλυχτούσαν σκυλιά, ακουγόταν που και που καμιά τουφεκιά από κυνηγούς,  τσοπάνηδες απ’ τα γύρω χωριά, θυμόμουν τα περισσότερα χωριά με τούρκικες ονομασίες, Τσαγκλί, Ινελί, Ντιρεκλί, Αιβαλί, Κιπικλί. Όλα αυτά τα χωριά είχαν πρόσβαση στην εύφορη κοιλάδα. Ο τόπος ήταν καταπράσινος, η γης έβγαλε χορτάρι, τα ζώα βγήκαν απ΄τους στάβλους.

Όλα παρατημένα.  Μισογκρεμισμένο το κονάκι, τα δέντρα γέρασαν. Το πηγάδι τότε είχε νερό. Τώρα ήταν κρυμμένο μες στ΄ αγριοχόρταρα.. Γέμισε η ψυχή μου χαρμολύπη, τα χρόνια που πέρασαν. Ένοιωθα βαρύ το σώμα μου, ένοιωθα ανάλαφρο το μυαλό. Και τότε ήταν που είδα τον Οδυσσέα με τον λαγό στα χέρια, έναν ολοζώντανο  μικρό λαγό. Ήταν παγιδευμένος μέσα σ΄εκείνον τον κέδρο.
Βρήκαμε το δώρο που θα πάμε στην Βίκυ και την Όλγα για το Πάσχα. Θα τον πάρουμε στην Αθήνα. Θα γίνουμε φίλοι. Θα τον μεγαλώσουμε.

Διαφωνούσαμε με τον Οδυσσέα, δεν ανεχόταν τη στήριξη μου στον Σύριζα. Συστημικό τον ανέβαζε, βολεμένο τον κατέβαζε.  Αυτός ήταν Ανταρσία. Εγώ πάλι του έλεγα ότι για να κάνουμε Ανάσταση, η ισχύς εν τη ενώσει. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, κι εγώ είμαι ανυπόμονος. Όχι ότι εγώ δεν είχα τις ενστάσεις μου, αλλά μετά από πενήντα χρόνια θα είναι αργά. Ποτέ δεν μπόρεσα να αισθανθώ αυτό το μεταφυσικό '"Οταν"" του ΚΚΕ.
Αν και τις περισσσότερες φορές μιλούσαμε για λογοτεχνία  και μαζέυαμε μανιτάρια στας εξοχάς των Αθηνών, συχνά πυκνά αρπαζόμασταν από τον γιακά για ψύλλου πήδημα.
-Οδυσσέα, στους καιρούς που ζούμε, αν ο καθένας δεν υπερτόνιζε το εγώ του, -όλα τα ξέρω εγώ, αν Οδυσσέα όλοι οι αριστεροί, όλοι οι άνεργοι, όλοι οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι αγκαλιαζόταν λόγω ...Πάσχα, ...λόγω Άνοιξης, έναν Μαη του 68 θα τον είχαμε και ούτε Βορίδη, ούτε Άδωνη, ούτε Σαμαρά, ούτε Άνθιμο θα είχαμε. Και τέλος πάντων ρε Οδυσσέα, ο γόρδιος δεσμός τώρα ξέρεις καλά  δεν λύνεται. Όλα απ΄την αρχή.  Ανταρσία Οδυσσέα και μοναδικότητα στον Άνθρωπο. Αλλά αν δεν πάμε μαζί, πάλι άνεργοι θα είμαστε.
- Εγώ δεν βάζω νερό στο κρασί μου, έλεγε ο Οδυσσέας και άρχιζε να μιλάει για το κρασί απ' το αμπέλι του, μια τραμετζάνα πήραμε μαζί μας, κόκκινο ημίγλυκο.

Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, δυό τρία σύννεφα στον ουρανό και μια πρωινή άχνα στη Θεσσαλική γη, μισή ώρα απ'τη θάλασσα. Αλλά θάλασσσα δεν βλέπαμε πουθενά, μας έφτανε το μπλε του Ουρανού.

Πήραμε το μικρό λαγό στα χέρια, σαν νεογέννητο αρνί που αγνοεί τη σύντομη ζωή του και γυρίσαμε πίσω. Πήγε μεσημέρι.
Καλή Ανάσταση, το δώρο σας για το Πάσχα, ένα ολοζώντανο λαγουδάκι.  Δεν το πίστευαν, ούτε η Βίκυ, ούτε η Όλγα, μήπως το πιστεύαμε εμείς;

Πήρα τη ''Λέσχη των αθεράπευτων αισιόδοξων'' και πήγα στην αγριογκορτσιά. Στην απέναντι πλαγιά.  Από τότε που ήμουν μικρός ακούμπαγα την πλάτη μου στον κορμό της και διάβαζα. Ήταν το αγαπημένο μου δέντρο, έστεκε ακόμα εκεί, φιλλοξενώντας διαβατάρικα πουλιά.  Ένα δέντρο μόνο το, σ' ένα απέραντο λιβάδι. Σ αυτό έμοιασες, έλεγε η μάνα μου.  
Ακόμα και τώρα έμεινα ένα δέντρο σε μια πλαγιά, αγναντεύοντας τον ατέλειωτο κάμπο.

Καλή Ανάσταση, είπε ένας περαστικός και θυμήθηκα να γυρίσω πίσω....

Ταξιδευτής
 19 Απριλίου 2014

18 Απρ 2014

Πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια.




Ξύπνησα χαράματα της Μεγάλης Πέμπτης, στο παιδικό μου δωμάτιο. Έβαλα το μαξιλάρι στον τοίχο, ακούμπησα την πλάτη και φυλλομετρούσα τη δεκαετία του 60 στο χωριό. Η Όλγα κοιμόταν τρυφερά δίπλα μου. Ένα κρεβάτι δίπλα στον τοίχο και η μπαντανία από τον αργαλειό της μάνας μου. Ένα τραπέζι, μια μικρή αυτοσχέδια βιβλιοθήκη, ένα μπαούλο, δυό παράθυρα και μια οπτασία. Η μάνα μου νέα, όμορφη και χαμογελαστή κάθε πρωί έρχονταν δίπλα μου, χάιδευε τα μαλλιά μου, με φιλούσε, έλα ξύπνα  τώρα .. Άνοιγε μετά τα παράθυρα, να πάρει αέρα το δωμάτιο, έλεγε.
Πάνω στο τραπέζι ένα ραδιόφωνο εποχής, ένα τρελαμένο  ξυπνητήρι, μια παλιά κόντακ φωτογραφική μηχανή, ένα σπασμένο σιδερένιο μαχαίρι ψωμιού, ένα ωρολόγι τσέπης του πατέρα κρεμασμένο στον τοίχο και μια  εικόνα του Μυστικού δείπνου πάνω από το κρεβάτι. Απέναντι στον μεγάλο τοίχο, αφίσες με τον Δομάζο να βάζει γκολ με ψαλιδάκι, τον Νίκο Κούρκουλο να βάζει φωτιά στη στράτα του, η γέφυρα του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, ο σκαραβαίος του θείου Παύλου κι εγώ να ποζάρω στο τιμόνι έξι επτά χρονών.

Σηκώθηκα αθόρυβα να μη ξυπνήσω την Όλγα, πήγα στη βιβλιοθήκη και πήρα το Χωρίς οικογένεια, εκδόσεις Αστέρος. Κίτρινα φύλλα, στη πρώτη σελίδα Πάσχα 1969, δώρο από το θείο Χρήστο, με δικά μου γράμματα… Όλα άλλαξαν από τότε μόνο ο γραφικός χαρακτήρας παραμένει ο ίδιος και η υπογραφή. Ο πατέρας  μου έμαθε πως να υπογράφω, που να υπογράφω. Η υπογραφή δεν άλλαξε, αλλά το που, ποτέ δεν το κράτησα όρκο. Μετά διάβασα και το Με Οικογένεια, αλλά ήδη με είχε κερδίσει το Χωρίς. Εγώ θα είμαι με τους αδύνατους ένοιωσα. Από τότε. Μόνο στο ποδόσφαιρο ήμουν με τους δυνατούς, ο Παναθηναϊκός είχε συντρίψει τον Ερυθρό Αστέρα με 4-1 και προκρίθηκε, ήταν τότε που ανεβήκαμε στα τραπέζια του καφενείου του Λάμπρου απ’ τo πανηγύρι της χαράς και μας πέταξε έξω…αυτός ήταν Πανιώνιος.

Λένε ότι όσοι δεν ζουν το τώρα, νοσταλγούν το παρελθόν. "Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι." έλεγε ο Μαρκές. Εγώ πάντως νοσταλγώ τη μυρωδιά που είχαν τα μήλα τότε, όταν τα έφερνε κάθε Τρίτη ο πατέρας μου από το παζάρι.  Τη μυρωδιά που είχε ο Θησαυρός των γνώσεων, μια δωδεκάτομη πράσινη δερματόδετη εγκυκλοπαίδεια της εποχής. Και όταν μετά από χίλια παρακάλια, μου αγόρασε δερμάτινη μπάλα, ένοιωσα σαν τον Μαραντόνα. Εκείνο που δεν συγχωρώ στον πατέρα μου, είναι όταν με κορόιδευε στις ατέλειωτες ερωτήσεις μου, ότι δήθεν υπάρχουν μικρά ανθρωπάκια μες το ράδιο και μιλάνε μεταξύ τους, τραγουδάνε, παίζουν μπάλα, λένε ειδήσεις, έκαναν σχόλια σαν τον Μηνά Λαμπρινίδη… Έπρεπε να μεγαλώσω αρκετά για να καταλάβω, ότι ούτε κι αυτός ήξερε. Συνήθως έτσι γίνεται, ότι δεν ξέρουμε το κοροϊδεύουμε ή το περιφρονούμε. Μπορούμε όμως και να σωπαίνουμε.

Ο ήλιος γέμισε φως το δωμάτιο, απ΄τα μισάνοιχτα παντζούρια, ξημέρωσε για τα καλά. Η Όλγα στριφογύρισε και έβαλε τα χέρια της στα μάτια.
Μετά μου χαμογέλασε. Την φίλησα, σαν το πρώτο φιλί.
 Άκουσα και τον Οδυσσέα, είχε βγει στην αυλή και έψαχνε την Ιθάκη του. Αλλά βρήκε ένα τσοπανόσκυλο που τον γαύγισε και ήρθε τρέχοντας μέσα.
Μήπως εγώ δεν φοβόμουν τα τσοπανόσκυλα μικρός. Τα τσοπανόσκυλα και τους κεραυνούς. Τίποτα άλλο.
Όταν μεγάλωσα άρχισα να φοβάμαι όλα τ' άλλα.


Παιδιά έκανα καφέ, ελάτε, φώναξε η Βίκυ.

Βολευτήκαμε στη μικρή κουζίνα και αρχίσαμε να διαφωνούμε για τις τιμές αρχηγού Κράτους, που θα ξοδέβαμε το βράδυ για τη μεταφορά  του φωτός.
Να ήταν τουλάχιστον και θαυματουργό.

Ταξιδευτής
17 Απριλίου 2014

17 Απρ 2014

Πάσχα στο χωριό





«Είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Αντώνη Σουρούνη. Είναι και η Ανάσταση. Και του Χριστού, αλλά και της φύσης. Ίσως η Ανατροπή.  Μια Ανατροπή που δεν έρχεται ποτέ, αλλά γιορτάζεται κάθε χρόνο. Και γίνεται  κι αυτή προσδόκιμη γιορτή.
Από τότε που θυμάμαι, θυμάμαι την ελπίδα, λες και είναι το απαραίτητο αξεσουάρ της εικονικής ζωής μας. Ανάσταση φαίνεται δεν είναι το φαίνεσθαι, αλλά το είναι.
Ποιός νοιάζεται για το είναι;»
Αυτά έλεγε ο Οδυσσέας, στο κάθισμα του συνοδηγού κι εγώ οδηγούσα βραδυπορώντας στα παιδικά μου χρόνια. Πλησιάζαμε στο χωριό.  Θα ανοίγαμε το πατρικό μου σπίτι και θα κάναμε Πάσχα μετά από χρόνια στο χωριό. Η  Όλγα και η Βίκυ στο πίσω κάθισμα, μάζευαν παπαρούνες με τα μάτια τους. Είχαμε αναλύσει όλη την επικαιρότητα στη διαδρομή και δεν καταλήξαμε πουθενά. Εκτός απ’ την ελπίδα.
Η ανεργία τσάκιζε τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, τους νέους ανθρώπους τους εξόριζε, μεσήλικες  τους έριχνε κάτω, καταντήσαμε χώρα γερόντων, είπε η Όλγα.
Δεν εννοείς εμάς, της είπε ο Οδυσσέας. Εγώ δεν μιλούσα. .
Και οι τέσσερις ήμασταν άνεργοι. Θα μοιραζόμασταν το επίδομα.
Μεσημέρι Μεγάλης Τετάρτης. Φύγαμε πρωί απ’ την Αθήνα.

Απέραντα οργωμένα χωράφια και πράσινα στάχια ο Θεσσαλικός κάμπος. Η παιδική μου ζωγραφιά. Και παπαρούνες κόκκινες, κατακόκκινες στην άκρη της ασφάλτου.
Αχίλειον, Αμπελιά, Νεράιδα, Πολυδάμιον, Ερέτρια, διάσπαρτα μικρά χωριά μέσα στον κάμπο, στις ρίζες των μικρών βουνών, στις πλαγιές, αγροτικά μηχανήματα, άλογα, κοπάδια, σκυλιά που γαύγιζαν τα αυτοκίνητα. Πρόβαλε το χωριό στο τέλος του δρόμου. Πάντα φαίνεται στο τέλος επανέρχεται η αρχή. Και ο Αη Γιώργης στην κορυφή, σαν φύλακας άγγελος με το κοντάρι του να σκοτώνει τον δράκο. Σωπαίναμε, να αρμέξουν τα μάτια μας. Φως, ορίζοντας, Άνοιξη.
Το σπίτι πέτρινο, μικρό, δυό δωμάτια και μια κουζίνα, το συγύρισε η θεία  Ουρανία που κρατάει το κλειδί. Οι γονείς ανήμποροι πια έμειναν στην Αθήνα.
Με τον Οδυσσέα και τη Βίκυ, γνωριστήκαμε στις πορείες, ήμασταν αγανακτισμένοι. Από τότε γίναμε ζευγάρια κολλητά. Τα παιδιά μας  μετά τις σπουδές είχαν φύγει από την Ελλάδα.  Γενικά τα παιδιά μας φεύγουν απ΄ την Ελλάδα.  Έρχονται όμως οι ξένοι και αγοράζουν Ελλάδα.

Ω γλυκύ μου έαρ, είπε ο Οδυσσέας, πόσα παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα,  απλώνοντας τα χέρια στη φύση. Οι αμυγδαλιές ήταν ανθισμένες στην αυλή με τα πρώτα φυλλαράκια. Το χορτάρι τρυφερό, δροσερό πράσινο. Το κάστρο ήταν εκεί, το γήπεδο γεμάτο αγκάθια, το τούρκικο κονάκι μισογκρεμισμένο, η έρημη πλατεία, το κλειστό σχολείο, το κλειστό παντοπωλείο, το παλιό μονοπώλιο, η βρύση στην άκρη του χωριού είχε αρκετό νερό, -δυό αγελάδες μόνες τους έπιναν στην κοπάνα, σε μια κούνια της παιδικής χαράς μια μαμά με το κοριτσάκι της, ένας μανάβης με την ντουντούκα του, μια γιαγιά καθόταν στη βεράντα της…

Οι άνθρωποι που ήταν;
Πόσοι απέμειναν;
Έφυγαν τόσοι απ’ τη ζωή, είπε η θεία Ουρανία. Οι περισσότεροι ζουν στις πόλεις. Αν έρχονται Χριστούγεννα και Πάσχα. 
Ήμουν ένας απ’ αυτούς.  Τουρίστας στο χωριό μου.  Εσωτερικός μετανάστης.
Τώρα ένας άνεργος, που γύρισα στα παιδικά μου χρόνια.
Η καμπάνα του Αη Γιώργη, Μεγάλη Τετάρτη απόψε..

Ήμουν επτά χρονών, ο πατέρας ήρθε ανήσυχος στο σπίτι, δεν θα βγείτε έξω στους δρόμους αύριο, κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, μας είπε…Απέναντι στο βουνό έγραψαν « Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, Ζήτω η επανάστασις»
Πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε…Η Βίκυ είχε μαζί της την κιθάρα της, την πήρε και άρχισε να τραγουδάει…Εμείς ακολουθήσαμε, μέχρι αργά.

Ήταν γλυκιά ανοιξιάτικη η βραδιά, αφεθήκαμε στη αυλή, Μεγάλη Πέμπτη αύριο.



Ταξιδευτής
16 Απριλίου 2014

14 Απρ 2014

Φωτεινό ντουέτο



Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τον Κόζιακα. Η μέρα παρέδιδε στη νύχτα. Σήμαναν οι καμπάνες, Μεγάλη Δευτέρα, Απρίλης μήνας.
«Στις 9 στα Μετέωρα. Έξω από την Μονή Αγίου Στεφάνου. Σε περιμένω.» έγραφε το ανώνυμο μήνυμα στο κινητό.
Εκείνη την ώρα έβλεπα τις ειδήσεις των 8. Ένας αχταρμάς το κεφάλι μου, από κακόγουστες φάρσες. Πλεόνασμα τριμήνου, μαύρα σύννεφα στη μαύρη θάλασσα, κάλπικα γκάλοπ, βρώμικα ποτάμια, αληθινές ιστορίες γεμάτες θάνατο. Και το αρνί, να γυρίζει από σήμερα στις σούβλες, και στα μυαλά.
Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ, έπρεπε να αποφασίσω. Θα πάω;
Άλλη μια φάρσα, είπα. Λάθος μήνυμα, η εποχή μας παίζει  επικίνδυνα παιχνίδια, είναι ρίσκο, είναι γυναίκα, είναι άντρας, έχω ανοικτούς λογαριασμούς με κάποιους;
Τι έχω να φοβηθώ, τι έχω να χάσω, έτσι κι αλλιώς η ζωή μου ήταν ξοφλημένη. Ζούσα τόσο συμβατά με την αναπαλαίωση τα τελευταία χρόνια, δεν ήξερα πια αν είμαι εγώ ή ένας άλλος. Άλλα σκεφτόμουν, άλλα έλεγα, άλλα έκανα. Τριχασμένο χαρακτήρα με περιέλουζαν οι λιγοστοί φίλοι.
Θα πάω, είπα.
 Άνοιξη και Πάσχα. Μύριζε ο δρόμος τρυφερό πράσινο, ταχύτητα και αγωνία. Ποιος με καλεί, γιατί με καλεί, γιατί πάω, που πάω;
Ανηφόριζα τα Μετέωρα, κατέβαιναν τα τελευταία αυτοκίνητα από τις λειτουργίες των Μοναστηριών.
Στις 9 παρά 2 λεπτά ήμουν στον Άγιο Στέφανο, που αν και είναι γυναικεία Μονή, έχει ανδρικό όνομα. Η πόρτα ήταν κλειστή, ο Θεσσαλικός κάμπος μια απέραντη θάλασσα από φώτα. Φωτισμένα χωριά στην Πίνδο και στα Χάσια αγνάντευαν από ψηλά.
Δεν υπήρχε ψυχή. Μια γάτα μόνο πέρασε και είδα στο φωτεινό σκοτάδι τα μάτια της. Φάρσα ήταν, ένα λάθος μήνυμα.
Άνοιξα μια βότκα που είχα στο αυτοκίνητο και κάθησα σ’ ένα πεζούλι. Έπρεπε να ηρεμήσω, είχε σημάνει συναγερμός μέσα μου.
Και τότε την είδα. Όταν σήκωσα τα μάτια ψηλά, να πιω την πρώτη γουλιά.
Ολοστρόγγυλη, λαμπερή, με τη γνωστή χλωμάδα της..
Ήταν η Πασχαλινή πανσέληνος. Και δίπλα της ο Άρης
Ο πιο κόκκινος Άρης που είδα ποτέ. Πιο φωτεινός κι απ’τον Σείριο.
Ήταν το πιο όμορφο ντουέτο που είδα ποτέ στον Ουρανό.
Μες τη νύχτα.

Ταξιδευτής
14 Απριλίου 2014

12 Απρ 2014

Ήταν η εποχή της νιότης


Θα γυρίζαμε όλο τον κόσμο. Θα αλλάζαμε τον κόσμο. Περπατούσαμε νύχτα στους δρόμους και τραγουδούσαμε. Να την κάνουμε μέρα. Τραγούδια του έρωτα και της επανάστασης γεμάτα φλόγα, μας έλιωναν, σαν κεριά.  Γράφαμε ποιήματα και νομίζαμε θα γίνουμε ποιητές. Ερωτευόμασταν και κατακτούσαμε την αιωνιότητα.
Ήταν εκείνα τα απόβραδα της άνοιξης, το αεράκι παραμέριζε τις ανάλαφρες κουρτίνες και έμπαινε στα δωμάτια της ψυχής μας. Εκείνα τα καλοκαίρια που καταπίναμε  βιβλία και όνειρα. Τα μπλουζ που ενώναμε τα κορμιά μας.
Ήταν η εποχή της νιότης. Έρωτας, αμφισβήτηση, επανάσταση. Στίχοι για ένα καλύτερο μέλλον, ωδές για καινούρια εποχή.
Ήταν τα καλύτερα μας χρόνια, στον κινηματογράφο, φράουλες και αίμα, στο εξπρές του μεσονυκτίου. Τριαντάφυλλα στον πάγο που άντεχαν, ως τη χρυσή λίμνη των γηρατειών. Σημάδια του παραδείσου, χαρακιές της πρώτης νιότης.
Ήταν μια μεγάλη εποχή, ποτισμένη με το όνειρο, κρατημένη από την ουτοπία, ο κόσμος άλλαζε, αλλάζαμε κι εμείς. Τις νύχτες ξημερώναμε. Γκρεμίζαμε τον παλιό κόσμο, φτιάχναμε τον καινούριο.
Μεγαλώναμε, αφήναμε πίσω την εποχή της δικτατορίας. Ελπίσαμε στη μεταπολίτευση. Κι απογοητευτήκαμε.Ελπίσαμε στο σοσιαλισμό και απογοητευτήκαμε. Ελπίσαμε στην Ευρώπη. Κι απογοητευτήκαμε. Ελπίσαμε στην ειρήνη, στη δικαιοσύνη, στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Κι απογοητευτήκαμε. Ελπίσαμε στη θάλασσα, στον ήλιο, στην ατέλειωτη ομορφιά της Ελλάδας. Και κρατηθήκαμε!
Δεν ήμασταν καχύποπτοι, δεν βλέπαμε πόσο ύπουλα έστρωναν  το χαλί οι άλλοι  να πατήσουν πάνω μας.
Ήθελαν να κλέψουν τη νιότη μας.  Αυτός πάντα είναι ο στόχος, εκεί σημαδεύουν, έγραφε η Κατερίνα. Στο μυαλό.
Πως γίνεται και πάντα, οι μεγάλοι να κλέβουν τα όνειρα των μικρών;

Ταξιδευτής
12 Απριλίου 2014

11 Απρ 2014

Ειδήσεις σε ένα λεπτό



-Η Ελλάδα ξαναβγαίνει στο παζάρι. Με ένα καλά σκηνοθετημένο προεκλογικό έργο, ελληνοτροικανικής παραγωγής, θα πάρει μέρος στο ευρωχρηματιστήριο για τα μάτια των ψηφοφόρων. Το δικό μας χρηματιστήριο είναι μακράν ακόμα των καλών εποχών του Σημίτη.

-Αναμενόμενη η στάση του Θόδωρου Πάγκαλους στις επικείμενες ευρωεκλογές. Το βαρύ πρόσωπο που ασχολείται η μισή Ελλάδα, άνοιξε τα χαρτιά του. Τα πέταξε αυτή τη φορά στο ρηχό ποτάμι, γιατί οι ελιές φέτος έχουν δάκο είπε.

- Σήμερα είχαμε μόνο 321 συλλήψεις πολιτών για χρέη στο δημόσιο. Είναι βέβαιο ότι όσο πάμε στον Μάιο, οι συλλήψεις θα περιορισθούν. Υπολογίζεται ότι ως το τέλος του χρόνου θα συλληφθούν πάνω από 900.000 πολίτες που αδυνατούν να πληρώσουν τα χρέη τους. Θα έπρεπε να δύνανται.

- Καθορίστηκε ποιοι ένστολοι θα πάρουν ως τις 9 Μαΐου επίδομα 500 ευρώ. Τα κριτήρια είναι χημικής προέλευσης. Οι άνεργοι δεν θα πάρουν κανένα επίδομα, γιατί ότι και να πάρουν αλλού έχουν το μάτι.

-Συνελήφθη κάτοικος των περιχώρων Αττικής, γιατί στις 3 μ.μ έπνιξε τον παπαγάλο του. Ο συλληφθείς είπε, ότι εδώ και τέσσερα χρόνια φώναζε «Έξω το μνημόνιο», εδώ και λίγες μέρες όμως εν όψει πλεονάσματος, το γύρισε σε « Σαμαράς». Δεν άντεξε την κολοτούμπα είπε, την ώρα που είχε δυό μέρες νηστικός.

- Στην Νορβηγία φαντάροι και φανταρίνες θα κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο. Στην Ελλάδα ακόμα κοιμούνται σε διαφορετικά κτίρια, για να μη μπερδεύουν τα όπλα.

- Σήμερα κατέφθασαν αρκετά χελιδόνια, διαψεύδοντας αυτούς που έλεγαν ότι φέτος θα μείνουμε στο χειμώνα. Θεωρείται σχεδόν σίγουρο, ότι θα έχουμε και καλοκαίρι. «Βλέπετε κάποιοι πόνταραν στη χρεοκοπία της χώρας» ήταν το σχόλιο του πρωθυπουργού.

- Απόψε ο ουρανός θα έχει αστέρια, απολαύστε τα, ο αγαπητός Γραμματικάκης, είπε ότι το θολό ποτάμι θα ξεκαθαρίσει, ώστε να καθρεφτίζονται τ΄ αστέρια.

Σας ευχόμαστε μια νύχτα γεμάτη γλυκά όνειρα.

Το επόμενο δελτίο μας αύριο στις 10.


Ταξιδευτής
9 Απριλίου 2014

7 Απρ 2014

Το μνημόνιο έληξε



Η χώρα κατακλύζεται καθημερινά από καλές ειδήσεις. Αν καμιά φορά έρχεται νεροποντή, όπως χτες το απόγευμα, μπόρα είναι θα περάσει..
Σήμερα  ο πρωθυπουργός της χώρας, το αριστερό χέρι της τρόικας και το δεξί του Μπαλτάκου, έκανε βαρυσήμαντες δηλώσεις. Φορώντας μπλε σκούρο κουστούμι και κόκκινη γραβάτα, αυτολεξεί είπε:
"Το Κράτος δεν θα ταλαιπωρεί πια τον πολίτη για δικές του αμαρτίες. Δεν μπορεί το Κράτος να είναι αυστηρό αν δεν είναι δίκαιο" τόνισε.  Είπε βέβαια κι άλλα, γιατί έρχονται εκλογές  απ΄ τη μια και από την άλλη τον έχουν πνίξει τα  σκατά.  Αυτός που ονειρευόταν μια πολιτική άνοιξη, ούτε κατάλαβε πως βρέθηκε στον φασιστικό χειμώνα. Αυτός που δεν φοράει ποτέ καπέλο, του το φόρεσε ένας Μ(π)αλ(τ)άκος, τον  ξεγύμνωσε ένας Άδωνης, τον ξεπάγιασε ένας Βορίδης, τον τσορούφλησε ένας Φα-ήλος. Ακόμα τον ξε-λασπώνει ο Ταμήλος με το μεγα-φτυάρι. Τέλος πάντων αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες πάμπλουτες οικογένειες. Πάμε παρακάτω, υπάρχει και ο λαός και τον λαό τον έχουμε ανάγκη στις εκλογές.
Καταιγίδα από καλά νέα.  Ανοιξιάτικα σαν τις πασχαλιές.

Ότι υποσχεθήκαμε προεκλογικά, θα το τηρήσουμε προ-εκλογικά, είπε ο Πρωθυπουργός στο διάγγελμα του.  Θα μοιράσουμε το πεόνασμα στα παιδιά που με τις ασπίδες και τα γκλοπ, μας εξασφαλίζουν τη σταθερότητα στην εξουσία τόσα χρόνια. Αν έβαζαν πλάτη σ΄αυτή την σταθερότητα και οι άνεργοι,  κάτι θα δίναμε και σ΄ αυτούς . Αλλά αυτοί προτίμησαν να μείνουν άνεργοι, χωρίς πλάτη.
Δώσαμε μάχες, είπε ώστε αυτή τη στιγμή πάνω από τρία εκατομμύρια άνθρωποι να δουλεύουν ακόμα.  Αν αυτό δεν είναι επιτυχία δικιά μου και του Βαγγέλη, τίνος είναι; Φανταστείτε  ότι αυτοί οι άνθρωποι δουλεύουν  να ταΐσουν τα υπόλοιπα οκτώ εκατομμύρια.  Καταφέραμε αυτά τα χρόνια ώστε οι μισοί Έλληνες να έχουν ασφάλεια, στοματική υγιεινή και θαλπωρή περίσσεια, από την αγκαλιά του κράτους πρό-νοιας.  Ακόμα  κρατήσαμε από το μανίκι τα παιδιά μας, μη φύγουν στα ξένα όπως την εποχή του Ξανθόπουλου και απομείνει η χώρα με τα γεροντάκια.  Τους δώσαμε κίνητρα, όπως ουαι-φάει και άλλα…
Τώρα ήρθε η ώρα των αγορών.  Και των εκλογών. Από μέρα σε μέρα, από μήνα σε μήνα, από χρόνο σε χρόνο, μπαίνουμε πάλι, να πάρουμε τα τέτοια μας …που μας τα πήραν τα προηγούμενα χρόνια.
Είπε ακόμα ότι τώρα αρχίζει ο 21ος αιώνας για τη χώρα μας, 14 χρόνια μετά δηλαδή και στο γιορτασμό θαρθεί και η κυρία Μέρκερ. Τη μέρα που θαρθεί θα  καθαρίσουμε όλους τους δρόμους από τα σκουπίδια, και θα δηλώσουμε την ανυπόταχτη υπακοή μας, παρατάσσοντας τα κράνη και τις ασπίδες μας σε κάθε γωνιά της Αθήνας. Εδώ θα φωνάξουμε και τον Μπαλτάκο να μας βοηθήσει, μας λείπει αυτές τις μέρες.. Ενωμένοι οι Έλληνες θα μεγαλουργήσουμε πάλι, ώστε τα δισέγγονα  μας να μιλάνε για μας με τα καλύτερα λόγια … όχι σαν τα αχάριστα τα εγγόνια μας που μια καλή κουβέντα δεν έχουν να πουν.

 Είπε κι άλλα, είπε κι άλλα… σαν αυτά που λένε όλοι οι καλοί πρωθυπουργοί της χώρας πριν τις εκλογές. 
Και   «δόξα τω θεώ» μετά το 74 η  χώρα μας είχε πολλούς. Ε δεν είναι και ο πρώτος ο  Αντώνης!

Κωστής Ταξιδεύων
7 Απριλίου 2014