29 Μαΐ 2014

Η Χάνα Άρεντ έφταιγε




H Χάνα Άρεντ




Το χέρι μου δεμένο με γάζες, δεν το όριζα. Η Ειρήνη καθόταν δίπλα. Στη μόνη καρέκλα του δωματίου. Η νοσοκόμα της έδινε οδηγίες χρήσεως.
- Φθηνά τη γλύτωσες, είπε μόλις ανοιγόκλεισα τα μάτια
Το στόμα μου ήταν ξερό, ζήτησα νερό. Και συγγνώμη.
Δεν έπρεπε.


Φύγαμε αργά τη νύχτα από το Παραμύθi. Eίχαμε πιεί, όχι τόσο για αυτή την αψυχολόγητη αντίδραση.
Περπατήσαμε ήρεμα, συζητώντας. Πλατεία του ΟΤΕ, γέφυρα του Ασκληπιού, Ιουλιέτας Αδάμ, Πλατεία Δεσποτικού, Γαριβάλδη, Γέφυρα του παλιού Κτελ, Διβάνη, Γλάδστωνος, σταματήσαμε μπροστά στις Κηρήθρες χαζεύοντας τη βιτρίνα, μιλούσαμε για βιβλία. Ήταν γλυκιά μαγιάτικη νύχτα, η πόλη αραίωσε. Ο Ληθαίος κυλούσε ήρεμα, νανουρίζοντας την υγρή ομορφιά που ανέδυε μέσα από τα φώτα που καθρέφτιζε.
Η Ειρήνη έβγαλε από τη τσάντα της το βιβλίο που διάβαζε.Υπόσχεση πολιτικής, της Χάνα Άρεντ.
- Πέρυσι τον Μάιο είδα την ταινία  γι’ αυτή, εκείνο που δεν κατάλαβα τον έρωτα της για τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Πως κατάφερε αυτό το  λεύτερο μυαλό να πέσει στην παγίδα.
-Κατάφερε και βγήκε όμως. Όταν ο Χάιντεγκερ  υποστήριξε τον ναζισμό έφυγε.
-Ακόμα και τους Εβραίους έβαλε απέναντί της. Γερμανοεβραία η ίδια. Δεν είχα διαβάσει τίποτα δικό της. Μετά την  ταινία διάβασα  τον Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, από τις εκδόσεις Νησίδες. Είναι σπουδαία φιλόσοφος. Και η ανθρώπινη κατάσταση, πολύ καλό.
- Χάρη τη λατρεύω. Όλα τα βιβλία της τα διάβασα.
- Ήταν τα μαύρα χρόνια της Ευρώπης. Έφυγε στην Αμερική, δεν άντεξε.
- Ανησυχώ Χάρη, εδώ η Χρυσή Αυγή, στη Γαλλία η Λεπέν, το τέρας βγάζει κεφάλι…
- Θα φαγωθούν μεταξύ τους τα καπιταλιστικά θηρία, το αδιέξοδο τους είναι κοντά. Ο ξέφρενος καταναλωτισμός αποκοιμίζει. Μόνο η ανάγκη αλλάζει τα πράγματα Ειρήνη. Και η ανάγκη τώρα είναι των λαών.
-Οι λαοί έχουν τα στίγματα, όσο ανέχονται. Ο φασισμός θέλει τσάκισμα από τη γέννα. Αλλιώς το ζώο αγριεύει.
- Αγρίεψε πολύ το ζώο, καιρός να πεθάνει, δεν βλέπεις που πάει ο κόσμος;


Καπνίσαμε απανωτά τσιγάρα μπροστά στο παγκάκι του βιβλιοπωλείου, της πήρα το βιβλίο, περπατήσαμε προς τη κεντρική πλατεία, απόψε θα έπαιρνα ταξί για τον μισό δρόμο. Τον άλλο μισό θα τον έκανα με τα πόδια. Ως το Πετρωτό. Ήταν καιρός να μείνω στο δυαράκι του πατέρα. Το ουζερί ήταν καιρός να μεθύσει.

Τότε είδα τον αγκυλωτό σταυρό στο τζάμι, πρώτα ενός διπλανού ποδηλατάδικου και μετά το  στίγμα πάνω στο δικό μου Όνειρο. Σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί είπα και έσφιξα δυνατά τη γροθιά μου.  Σημάδεψα πάνω στο σπρέυ, το τζάμι κατέρρευσε. Γέμισα αίματα. Και η Ειρήνη, τυλίγοντας το χέρι μου με την πράσινη ζακέτα της.

Είχε δίκιο όταν μου είπε, φθηνά τη γλύτωσες. Δεν ξέρω γιατί, ποτέ δεν υποστήριξα τέτοια βία. Αν δεν ημερωθούν οι άνθρωποι δεν πάμε πουθενά, έλεγα πάντα.

Της χαμογέλασα. Ήμουν ένας άλλος. Ένα απόστημα χρόνων είχε σπάσει.
Εκείνη την ώρα μπήκε ο γιατρός. Σαν να μην υπήρχα.
Τουλάχιστον τρείς μέρες θα μείνει εδώ. Αν θέλετε μπορείτε να φύγετε, δεν υπάρχει λόγος…

Ταξιδευτής
29 Μαίου 2014 (9)












27 Μαΐ 2014

Έχω να λευκό χαρτί μπροστά μου


Δεκάξι μέρες γεμάτο προσδοκίες. 

Με την Ειρήνη υπογράψαμε το συμβόλαιο, γίναμε φίλοι, μοιραστήκαμε την αγωνία του κόσμου. Και τη δικιά μας. 
Η χώρα μας βρίσκονταν πάλι σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μια αυτοί που οδήγησαν τον τόπο μας στο μνημόνιο και στην κατοχή και από την άλλη όλοι εμείς, εξόριστα θύματα στην ίδια την πατρίδα μας.


- Χάρη, από το 74 και μετά σ’ αυτόν τον ευλογημένο από τη φύση τόπο, είχαμε όλες τις δυνατότητες να φτιάξουμε μια υγιή δημοκρατία. Θα έπρεπε η πρότερη ιστορία να μας είχε διδάξει, η κατοχή, ο εμφύλιος, οι διώξεις, η βία, η δικτατορία, οι βασιλιάδες και τα ξερονήσια. Πέτρινα χρόνια.  Γεννήθηκα τη μέρα που ήρθε ο Καραμανλής στην Ελλάδα. Δεν  τα έζησα. Όμως  πατέρας μου είχε τα σημάδια του. Είναι σαν να τα έζησα μέσα απ’ τα μάτια του, είχε τον τρόπο του να πλάσει τις κόρες του. Δάσκαλος αυτός, η μάνα μου τον ακολουθούσε μεγαλώνοντας εμένα και την αδελφή μου. Δεν ήθελαν να στερηθούμε, ότι λαχτάρησαν  εκείνοι. Την ελευθερία τους.  Έδωσαν κιόλας το όνομα στην μικρή αδελφή μου. Τον θυμάμαι στην παιδική μου αθωότητα, να λέει: Ποτέ πια βία, ποτέ πια πόλεμος. Ήταν αριστερός τον  ένοιωθα να αγαπάει όλον τον κόσμο. Ποτέ δεν διέκρινα μίσος μέσα του για ότι του έκαναν. Σ’ αυτή τη μεγάλη αγκαλιά του μεγάλωσα.  
- Ειρήνη το πρόσωπό σου είναι ένα χαμόγελο
- Απ’ τον πατέρα μου το κληρονόμησα. Και το μαγαζί. Δεν κατάφερα όσα εκείνος.
Συναντιόμασταν σχεδόν κάθε μέρα και κάθε βράδυ. Περπατούσαμε  να πιάσουμε κουβέντα σε περαστικούς, καθόμασταν στα μπαράκια το βράδυ να μιλήσουμε στους διπλανούς. Είχε τον τρόπο της, εκτός από το χαμόγελο, κληρονόμησε και τον τρόπο του πατέρα της.  Το Ουζερί είχε ξεχασθεί, ένας ανοιξιάτικος πολιτικός έρωτας απλώθηκε μέσα μου. Νομίζαμε πάλι ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο. Όπως τότε, που ξημερώναμε αναλύοντας και συνθέτοντας τον κόσμο απ’ την  αρχή. Ήμασταν φοιτητές, ήταν τα καλύτερά μας χρόνια. Ακόμα δεν είχαμε μπει στην παραγωγή, ξέραμε τη μισή ζωή.

Σταμάτησα να γράφω, ζούσα την προσδοκία των εκλογών. Δεν είχα ανάγκη να γράφω, ήθελα να ενσωματωθώ πάλι στο κάρο της ελπίδας. Ας την είχα χάσει από καιρό. Φτάνει ένα άτομο φορές να σου αλλάξει ρότα. Ήταν η απρόσμενη συνάντηση με την Ειρήνη και το χαμόγελο. Ήταν και ο καιρός, μια μυρωμένη ανάλαφρη άνοιξη χύθηκε ξαφνικά μέσα μου.
Αργά το βράδυ πήγαινα στο Πετρωτό. Πότε με  τη μοτοσικλέτα που μου δάνειζε ο  Αλέξης, πότε με κάποιον άλλον Πετρωτιώτη.

Μια νύχτα περπάτησα κάτω από έναν ξάστερο Ουρανό. Ήταν ο χορός των άστρων. Θρόιζαν τα γινόμενα στάχυα στα χωράφια, θρόιζαν και τα δικά μου φύλλα. Συνάντησα μια αλεπού και έλαμπαν τα μάτια της, είδα έναν κουλουριασμένο στα αγκάθια σκαντζόχοιρο. Περπάτησα κάτω από τις φυλλωσιές των δέντρων. Κάτι πουλιά, της νύχτας πουλιά με μέθυσαν με ένα πρωτάκουστο κελάηδημα. Ένα σκυλί γαύγιζε από μακριά. Στη άσφαλτο που και που, τα φώτα των αυτοκινήτων με θάμπωναν...

Γράφω αυτές τις  σκέψεις μέσα στο ουζερί ….σχεδόν τέλεια. Τώρα είναι καιρός για δουλειά, πολύ δουλειά. Έχω να λευκό χαρτί μπροστά μου, πρέπει να το ζωγραφίσω.
Για να φτάσεις κάπου θα πρέπει να πάρεις το σωστό δρόμο, μου πέταξε ο πατέρας  το πρωί που καθόμασταν στο πεζούλι μαζί.

Ταξιδευτής
27 Μαΐου 2014 (8)

26 Μαΐ 2014

Οξυγόνο



Αυτές οι ευρωεκλογές δεν γινόταν στη χώρα των παχέων αγελάδων με πουά βουλίτσες, ούτε στην Ελβετία του κατώτατου μισθού των 3300 ευρώ και της κοινωνικής ασφάλισης.

Γινόταν στην Ελλάδα της κατοχής και της πείνας. Στην Ελλάδα της ανεργίας και της μετανάστευσης, Και για να μην τα γράφουμε όλα, γινόταν στην Ελλάδα της ανθρωπιστικής κρίσης.
Κάποιοι προτίμησαν την αποχή, άρα δεν τους αφορά η ρότα της χώρας, - αποδέχτηκαν τη μοίρα του δουλικού.
Κάποιοι προτίμησαν ένα από τα σαράντα αμελητέα κόμματα διαμαρτυρίας ή και πολλές φορές γραφικότητας. Ο καθένας φαίνεται στην Ελλάδα κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Και ο κάθε αριστερός βεβαίως.
Άλλοι μίλησαν για χαλαρή ψήφο, όπως επιλέγουμε δηλαδή που θα πιούμε καφέ ή σε πιο νησί θα πάμε το καλοκαίρι. Αξιοθαύμαστη χαλαρότητα.
Άλλοι λένε ότι άλλο οι τοπικές εκλογές, άλλο οι ευρωεκλογές, άλλο οι εθνικές. Τότε είναι που νοιώθω πολυδιχασμένος. Άλλος στο σπίτι, άλλος στη δουλειά, άλλος με τους γνωστούς, άλλος με τους ξένους, άλλος με τους χριστιανούς και άλλος με τους μουσουλμάνους, ένα σωρό από ατέλειωτα κατά το δοκούν «άλλος» η ζωή μου.
Δεν είναι εύκολο τελικά να σοβαρευτούμε! Όχι δεν είναι. Ο δρόμος για μια υγιή κοινωνία είναι ατέλειωτος και οι αρρώστιες μας πολλές.
Κάποιοι λένε τι κακό μας βρήκε και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Ούτε κάνουν τον κόπο να δούνε γιατί, ποιος, και πότε;
Και έχει έναν ήλιο εκτυφλωτικό σήμερα, - αν και λατρεύω τα σύννεφα, ούτε ένα σήμερα. Ποτέ δεν πίστεψα στους κεραυνούς εν αιθρία. Πώς να πιστέψω ότι υπάρχουν άνεργοι και πεινασμένοι που πιστεύουν ακόμα το Σαμαρά και τον ελιά;
Καταλαβαίνω τους βολεμένους, τους παππούδες και τους πλούσιους, καταλαβαίνω την γεροντική σκέψη και το ατομικό συμφέρον. Είμαστε μακριά ακόμα απ’ αυτόν τον ανιδιοτελή Άνθρωπο. Είναι Ουτοπία. Αγαπάω όμως τη χειρολαβή της. Να πορεύομαι στον Άνθρωπο. Να λιγοστέψω το ζώο μέσα μου.
Λυτρώνομαι στη σκέψη ότι ο κόσμος πάντα πήγαινε μπροστά από τους λίγους. Αυτούς θέλω να ακολουθώ. Που πήγαν μπροστά τον κόσμο.

Πάλι κυριάρχησε το Εγώ, ανέραστα και άβουλα.
Ο πολιτικός κάνει το παιχνίδι του, ο πολίτης δεν έχει χρέος;

Ένα ήταν, είναι και θα είναι το χρέος μας, να διώξουμε αυτούς που έφεραν την χώρα μας στο σκοτάδι. Μόνο αυτό είναι το χρέος μας. Δεν μπορεί ο δήμιος να γίνει σωτήρας.
Χτες φυτέψαμε ένα δέντρο. Αύριο ένα δάσος. Οξυγόνο.

Ταξιδευτής
26 Μαίου 2014

20 Μαΐ 2014

Ανοιχτό παράθυρο τη νύχτα



Ανοιχτό παράθυρο τη νύχτα

Απέναντι η Ακρόπολη, από πάνω το φεγγάρι
Ένα άδειο δωμάτιο, στο πάτωμα ένα στρώμα
Και το Μονόγραμμα του Ελύτη
Για Σένα, έγραφε στο πρώτο φύλλο
Δυό άνθρωποι χωρίς φύλο
Χωρίς ιδιότητες
Δίχως σώμα, δίχως άλλες ανάγκες
Ούτε φαί, ούτε νερό,
Από παλιά εραστές, στα χρόνια του Πλάτωνα
Μόνο είχαν μάτια το φεγγάρι
Και το παράθυρο ήταν ανοιχτό
Στην απεραντοσύνη της ομορφιάς
Της νύχτας που θα χάραζε.

Ταξιδευτής
20 Μαίου 2014


19 Μαΐ 2014

Τρίπτυχο του Μάη




Τα φύλλα της γαρδένιας έλαμπαν τρυφερότητα
Έγειρε πάνω της ένα βαθύ κόκκινο τριαντάφυλλο
Έμοιαζε να είναι δικό της
Έσμιξαν Ένα
Στον απέραντο κήπο
Της Άνοιξης


Κυριακή πρωί οι προσδοκίες
Εγκυμονούσαν από καιρό
Το απόγευμα γεννήθηκε το παιδί μας
Όταν κόπηκε ο ομφάλιος λώρος της χρόνιας στειρότητας
Ένα καινούριο κλάμα, απλώθηκε
Στον ατέλειωτο δρόμο του μεταξιού

Εμάς καρτερούσε ολόγιομο το φεγγάρι
Και ήμασταν όλοι εκεί
Εγώ, Εσύ, η φωνή σου, η φωνή μου, τα μεγάλα μάτια σου
Το γέλιο σου, και το κλάμα σου
Το χάδι  και η πνοή σου
Σε έναν ατέλειωτο οργασμό.

Ταξιδευτής
19 Μαΐου 2014

17 Μαΐ 2014

Σαν από χρόνια να έχουμε αποφασίσει τι θέλουμε



Ποιός πείθει ποιον πια;
Προς τι οι φωνές και οι κραυγές των ασήμαντων;
Τόσα πεταμένα χαρτιά, τόσες ιλουστρασιόν κάρτες, οικολογική καταστροφή και τούτη.
Τόσες δικές τους οθόνες και άλλες τόσες εφημερίδες, περίμεναν τις εκλογές να επιπλεύσουν, με πρόσωπα αισιόδοξων πολιτικάντηδων, διασκεδάζοντας τον πόνο της κοινωνίας.
Που ήταν όλοι οι νεόκοποι της πολιτικής που μας πρέπει, όταν έπρεπε;
Μήπως κάποιοι το μετάνιωσαν για το κατά συρροή έγκλημα που διέπραξαν και τώρα ζητούν συγχώρεση αμαρτιών, ταγμένοι να μας σώσουν από το κακό που έκαναν στο μέλλον των παιδιών μας;
Τώρα που τα ψέματα έγιναν κανόνας και οι αλήθειες εξαίρεση, τώρα πια που ακόμα και οι πιο αφελείς ξέρουν, τώρα που είναι η ώρα να ξεκαθαρίζουν οι στάσεις των πλουσίων και των φτωχών, όσο και να καταλαβαίνουμε τους καταθέτες της βόλεψης, δεν υπάρχει κανένα δίλημμα για κανέναν.
Θα μετρηθούμε. Να δούμε ποιοι είμαστε οι πολλoί.
Είμαστε οι ανασφαλείς και ανασφάλιστοι, οι άνεργοι και οι εκπαιδευμένοι στην επιβίωση, είμαστε η εργασία της παραγωγής. Δεν είμαστε εμείς το εμπόριο της ελπίδας, το δικό μας όνειρο δεν είναι χαλίφης στη θέση του χαλίφη.
Το ξέρουμε πως ο σκληρός καπιταλισμός που πρεσβεύετε, έδωσε τη δυνατότητα στους λίγους καπάτσους να δυναστεύουν τις ζωές των πολλών. Εσείς νομίζετε ότι μπορείτε να φτάσετε τόσο "ψηλά" και τους ακολουθείτε κατά βήμα;
Ποιος είναι ευτυχής για τον κόσμο που ζούμε;
Ποιος στηρίζει τα όπλα, τα ναρκωτικά, το εμπόριο σάρκας, την αδικία των λίγων σε βάρος των λαών;
Ποιος παλεύει για την δικαιοσύνη, την ειρήνη, την εργασία, την παιδεία των πολλών; Και ποιος για τα συμφέροντα των λίγων; Ποιος παλεύει για τον πολιτισμό και ποιος για τα "αρώματα'';
Ποιος είναι ο συλλέκτης ύλης και ποιος ο συλλέκτης πεταλούδων; Ναι για πεταλούδες θα γράφω, μας κούρασαν τα τόσα δις που παπαγαλίζετε νυχθημερόν για χρόνια ολόκληρα, στήνοντας το παιχνίδι, όντας ανίκανοι να μοιράσετε στα ίσια δέκα καραμέλες σε δέκα μικρά παιδιά.
Τώρα θα μετρηθούμε. Τώρα που όλα τα προσωπεία έπεσαν, τώρα που τα ψέματα κουράστηκαν και έπιασαν στον κάδο των σκουπιδιών. Τώρα που ο ένας συνομιλεί με τον Θεό και ο άλλος με τους μισθούς της Μολδαβίας, τώρα που οι δούλοι των αφεντικών από βαλτωμένες λίμνες έγιναν βρώμικα ποτάμια, τώρα θα δούμε.

Τώρα θα δούμε, αν οι νέοι στη σκέψη, επαναστατούν ειρηνικά για να πάρουν στα χέρια τους την αλήθεια του κόσμου.
Τώρα θα δούμε για ποιόν χτυπάει η καμπάνα.
Τώρα που η ανάγκη πιέζει δυνατά, οι θεωρίες περισσεύουν.

Είναι τώρα ο καιρός να κορυφωθεί η αξιοπρέπεια του Ανθρώπινου Όλου. Γιατί πιότερο από την ύλη, το σημαντικό είναι το άυλο, ο έρωτας και όχι ο πόλεμος.
Το συλλογικό και όχι το ατομικό.

Ταξιδευτής
Σάββατο 17 Μαίου 2014

11 Μαΐ 2014

Ένα βήμα μπροστά



Συναντηθήκαμε στις 5 και 5. Την  περίμενα.
Ήμουν κολλημένος στο τζάμι, με την  παλάμη στο πρόσωπο να κρύβει τον  ήλιο. Κοίταζα μέσα σαν επιθεωρητής του Σέρλοκ Χολμς. Αν δεν ήταν ένα άδειο μαγαζί, θα νόμιζε κάποιος ότι ετοίμαζα διάρρηξη τη νύχτα.
-Είσαι ο Χάρης; 
-Γειά σας κυρία Σφήκα
Έβγαλε το κλειδί από τη τσάντα  της και άνοιξε την ξύλινη πόρτα. Μυρωδιά νοσοκομείου, ίσως έφυγαν τραυματίες οι πρώην ενοικιαστές. Το ηλεκτρικό ήταν κομμένο. Είχε όμως αρκετό φως, ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, η πρώτη  στα μέσα του Μάη. Όλα τα τραπεζάκια του καφέ δίπλα, ήταν γεμάτα από κοντομάνικα μπλουζάκια  στα σώματα νεαρών που διασκέδαζαν ανέμελα το απόγευμα.
Έριξα μια ματιά στο ισόγειο, ανέβηκα στο πατάρι, κατέβηκα στο υπόγειο. Ήταν αυτό που ήθελα. 
-Η πόρτα στο βάθος;
-Πίσω είναι ο ακάλυπτος, ανήκει στο μαγαζί. 
Είπα σχεδόν τέλεια, δεν άντεξα. Ήταν καλύτερο απ’ ότι είχα φαντασθεί. 

Η κυρία Σφήκα, με κοντά μαλλιά σαν της Οντρέ Τοτού στην Αμελί, ντυμένη μ’ ένα λινό πράσινο, σαν τα μάτια της φόρεμα, με γόβες μπαλαρίνας, έμοιαζε γύρω στα σαράντα. Στο πρόσωπό της ξεχώριζε το χαμόγελο και η μύτη της, ίδια με της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ.  

Πήγαμε στο Μικέλ για καφέ, όρθιοι στο μπαρ, ήταν γεμάτο. Της  είπα τι θέλω να κάνω, της είπα και πολλά για μένα. Ήταν αρχαιολόγος και δούλευε στην Εταιρεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Μου μίλησε για το Κουρσούμ Τζαμί, για την μόνιμη έκθεση αρχαιοτήτων που φιλοξενείται εκεί, για την Πόλη και τη σιωπή του Τζαμιώτη που διάβαζε, το είχα διαβάσει μόλις βγήκε, τη ρώτησα για το σπήλαιο της Θεόπετρας και ντράπηκε. Δεν το είχε επισκεφτεί, όπως κι εγώ. Είπαμε θα πάμε μαζί, είμαστε απαράδεκτοι.Ένοιωσα τυχερός.
Η Ειρήνη δεν ήταν σαν τους πολλούς ιδιοκτήτες ακινήτων. Ζούσε με τον άντρα της, ήταν πολιτικός μηχανικός με πολλά προβλήματα κι εκείνος και τα δύο μικρά κορίτσια της. Αυτό το μαγαζί το κληρονόμησε από τον πατέρα της, όταν πέθανε πριν  από τρία χρόνια. Δεν πόνταρε τη ζωή της ποτέ στα κληρονομικά των γονιών της. 

Μου είπε ότι συμμετέχει σε μια λέσχη αλληλεγγύης που δημιουργήθηκε εδώ και έξι μήνες και παλεύει ενάντια στους πλειστηριασμούς, τις διακοπές της ΔΕΗ και του νερού και τώρα ήταν υποψήφια δημοτική σύμβουλος με τον Σύριζα. Πρώτη φορά κατέβαινε στις εκλογές, πάντα ήταν στον αντιεξουσιαστικό χώρο.
- Χρέος όλων μας Χάρη, είναι να διώξουμε όλους αυτούς που έφεραν τη χώρα και εμάς εδώ που φτάσαμε. Δεν έχουμε άλλη λύση, πρέπει να ενωθούμε και να παλέψουμε, όταν το καράβι βυθίζεται δεν κοιτάς τις διαφορές, μας ενώνει η ζωή. Η ζωή των παιδιών μας. Αν και αυτή τη φορά ο κόσμος γελαστεί και δεν αλλάξει ρότα, είμαστε άξιοι της μοίρας μας. 
Τα μάτια της φαινόταν αισιόδοξα, πήρα κι εγώ απ’ τα δικά της.  

Αρκούσε ο λόγος μας, αύριο θα υπογράφαμε το συμβόλαιο, το Ουζερί σχεδόν τέλεια, ήταν ένα βήμα μπροστά. 
Και το πρώτο εξάμηνο δεν ήθελε ενοίκιο. Τόσα άδεια μαγαζιά είπε, αν τα δίναμε στους άστεγους.


Κωστής Ταξιδεύων

11 Μαίου 2014 (7)

10 Μαΐ 2014

Στην εντατική της ουτοπίας


Το ραντεβού με την ιδιοκτήτρια ήταν στις 5 το απόγευμα. Στο Μικέλ καφέ, δέκα βήματα στον πεζόδρομο, από το υπό ονειρίαν  Ουζερί.
Η νύχτα που πέρασε ήταν για μένα οδυνηρή. Δεν έκλεισα μάτι. Μέτρησα ως το χίλια
,τουλάχιστον τρεις φορές. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. 
Μάης μήνας. Μήνας εκλογών κι εγώ παζάρευα τις ατομικές μου ονειρώξεις.
Μπορεί να ήμουν άνεργος, μπορεί να τα είχα χάσει όλα, δουλειά, γυναίκα, οικογένεια, αλλά στο κάτω κάτω της γραφής, είχα το παιδικό μου δωμάτιο στο Πετρωτό. Και κάποια κρυφή ελπίδα, ότι θα κατάφερνα τον πατέρα να βοηθήσει αν χρειαστεί. Παρά τα γεράματα οι γονείς ήταν ακόμα αυτάρκεις, λιτοδίαιτοι, ολιγαρκείς, σχεδόν ευτυχισμένοι.  Το μόνο πρόβλημά τους ήμουν εγώ. Δεν στέριωνα πουθενά. Ίσως γιατί δεν ήμουν σαν αυτούς. 
Που πήγαινα τώρα μόνος; Που είναι οι μέρες και οι νύχτες των αγανακτισμένων, που είναι οι φωνές και οι σιωπές στις πορείες, οι συμπλοκές με τα ματ της εξουσίας, που είναι ο Χάρης που αγάπησα; Εικόνες περηφάνιας που τώρα στοίχειωναν μέσα μου εφιαλτικά. Αντί να είμαι στη ροή των γεγονότων, έγινα βαλτωμένη στέρνα. Βατράχια κολυμπούσαν στο στομάχι μου.
Αυτό ήταν, πάει τέλειωσε η ζωή μου, την πρόδωσα εγώ ο ίδιος; Σκότωσα τον εαυτό μου;
Ο τόπος έξω βούιζε από συνθήματα, η χώρα μου δεν είχε πάτο στο γκρεμό, η Ευρώπη φλεγόταν εσωτερικά, οι σωτήρες ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, η λάβα της ανήσυχης σιωπής ήταν κοντά. Εγώ μακριά. Διάβαζα ξανά τα παιδικά μου βιβλία, έβγαινα κι έλεγα κουβέντες του καφενείου, έπαιζα σκάκι με τον Αλέξη, ο μόνος που ήξερε στο χωριό.
Ήταν τα χρόνια που με φόρτωσαν οι απογοητεύσεις; Τι να πει ο πατέρας, από παιδί δεν έπαψε ποτέ να παλεύει, τη γλύτωσε από τους τριεψελίτες στην κατοχή, εξορίες μετά τον εμφύλιο, βασανιστήρια στη χούντα, απογοητεύσεις μετά το 74 και στέκει ακόμα στα ογδόντα επτά του….Σαν λάβαρο στέκει στα μάτια μου, σαν αστραπή με διαπερνάει. Αντί να δίνω, παραιτούμαι στην αγκαλιά της μάνας πάλι, με κανάκευε μικρό, ένας γιός, μοναχογιός. Τώρα με δικαιολογεί με ένα χαμόγελο στο στρωμένο τραπέζι της. 
Τρέχω σε ποιητικές βραδιές, γράφω στο ημερολόγιο σκέψεις που δεν αφορούν κανέναν, πίνω στα μπαράκια και μεθοκοπώ απέναντι στα μάτια μιας μικρής. Και τώρα ήρθε και το Ουζερί να μου πάρει τα μυαλά….
-Πάλι πρωί γύρισες Χάρη, πως είσαι; Και με κοιτάει με σιωπηλό πρόσωπο ο πατέρας.
Όχι, ακόμα δεν μου είπε, δεν σ΄ αναγνωρίζω γιέ μου. Αλλιώς με σφάζει. Με τα μάτια του που ακόμα λάμπουν νιότη.
Είχε φεγγάρι η νύχτα που πέρασε, έρχονταν υγρό αεράκι από το βουνό, μοσχοβόλαγε άνοιξη και βασιλικό στο περβάζι. Ο Αλφρέντο, ο  μικρός παπαγάλος που με ημέρευε κοιμόταν στο σκεπασμένο κλουβί. Εγώ αγρυπνούσα στο δικό μου.  Μια εφιαλτική νύχτα πλάκωσε τις ουτοπίες μου.
Στις  επτά το πρωί, μετά από καιρό πήρα ένα 
zanax
 και κοιμήθηκα..

Κωστής Ταξιδεύων 

10 Μαΐου 2014 (6)

8 Μαΐ 2014

Οι μεγάλες προσδοκίες



                                                                                    





Περιφέρομαι μόνος στη Γλάδστωνος. Πέμπτη απόγευμα. Η αγορά κλειστή. Ήρεμη, γλυκιά ανοιξιάτικη βραδιά, ο ήλιος στη κορυφή του Κόζιακα. Ένα τόπι κι αυτός θα κυλίσει στην πίσω πλευρά του βουνού. Αν ήμουν  απ’ την άλλη πλευρά του βουνού άραγε; 
Διαβάζω ένα σύνθημα στον τοίχο ενός κλειστού, από την κρίση μαγαζιού: Ουτοπία είναι κάτι, που όταν πλησιάζεις ένα μέτρο, απομακρύνεται δύο. Και τι ωφελεί τότε; Σε κάνει να προχωράς.
Βγάζω από την τσάντα μου, ένα ανεξίτηλο μαρκαδόρο και απαντώ: Ουτοπία είναι να πιστεύεις ότι ο κόσμος θα μείνει ο ίδιος.
Εκείνη την ώρα περνάει ένας καλοντυμένος κύριος, με λοξοκοιτάει.
- Βρωμίζεις την πόλη.
Του χαμογελάω. Μετά πιο δυνατά. Η Γλάδστωνος γέμισε από το γέλιο μου. Ο αντίλαλος αντανακλά τα γέλια, όπως στο φαράγγι του Βίκου. Ο κύριος σταυροκοπιέται και φεύγει.
Φοράω το κοντομάνικο μαύρο μπλουζάκι και το σοκολατί παντελόνι. Τρέχω στην άλλη άκρη με τα αθλητικά μου παπούτσια. Ακόμα δεν ξόφλησα, σκέφτομαι. Μπορώ και τρέχω σαν κατοστάρης.
Λαχανιάζω. Κάθομαι στο παγκάκι. Με τους αγκώνες στα πόδια και την αναστροφή της παλάμης στο μάγουλο. Ποτέ το πρόσωπο μες τις παλάμες. Θα πεθάνει η μάνα σου, μην το κάνεις αυτό. Ποτέ όμως δεν πέθανε καμιά μάνα γι’αυτό τον λόγο. Μεγάλωσα με ένα σωρό προλήψεις. Ήμουν μοναχοπαίδι. Ποτέ δεν μ’ άφηνε  μικρό, να κάνω μπάνιο την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος. Ούτε να μετράω τ’ αστέρια. Θα έβγαζα γαρδαβίτσες στα χέρια.  Εγώ βέβαια τα μέτραγα κρυφά τις νύχτες, ποτέ όμως δεν έβγαλα μυρμηγκιές.
Τότε είδα το μαγαζί Επιδιορθώσεις Ρούχων κλειστό, άδειο. Την άλλη φορά το προσπέρασα αδιάφορα. Ενοικιάζεται, πάνω στις ξύλινες πόρτες του. Κόντεμα, στένεμα, φερμουάρ, κουρτίνες. Στα μέτρα σας.
Μια αψίδα ψηφιδωτών για κάγκελα πάνω απ’ την βιτρίνα και μια μαρκίζα  χρώμα κυπαρισσί. Η φαντασία μου έγραψε αμέσως εκεί πάνω, Ουζερί σχεδόν τέλεια. Άρχισε το μάτι μου να ζωγραφίζει  τραπεζάκια από άσπρο μάρμαρο, ψάθινες καρέκλες και στο βάθος κήπος. Φαντάσου η πόρτα στο βάθος να οδηγεί σε κήπο!
Και πατάρι. Η βιβλιοθήκη, η λέσχη σκακιστών… Το πιάνο εκεί στη γωνία. Από κει η κουζίνα του συγγραφέα! Εν ριπή οφθαλμού, σαν έρωτας με την πρώτη ματιά, σαν να το περίμενα από χρόνια…
Έβγαλα ένα βιβλίο, οι μεγάλες προσδοκίες του Ντίκενς που το διάβαζα παιδί, πήρα το μολύβι φάμπερ και σημείωσα το τηλέφωνο.
Έτρεξα ένα κατοστάρι ακόμα στην άλλη άκρη, στο περίπτερο. Το τηλέφωνο το σήκωσε μια ανοιξιάτικη φωνή γυναίκας.
Δώσαμε ραντεβού αύριο. Σήκωσα ψηλά τα χέρια και τις γροθιές σφιγμένες και μ’ ένα άλμα στον ουρανό φώναξα Σχεδόν τέλεια. Ευτυχώς δεν με είδε κανένας αυτή τη φορά.  Η Γλάδστωνος ήταν άδεια.


Κωστής Ταξιδεύων
 8 Μαΐου 2014 (5)





7 Μαΐ 2014

Ουζερί ...σχεδόν τέλεια



Η Μπάγια  δεν είναι και η πιο Άγια απ’ τα χωριά.  Μπά  Άγια; είπαν το ΄55 και την είπαν Πετρωτό. Στο βουνό που τη σκιάζει το πρωί, μόνο πέτρες φυτρώνουν.
Είναι όμως το χωριό μου, και είτε το θέλετε είτε όχι, είναι το καλύτερο χωριό του κάμπου. Όπως και η χώρα η καλύτερη χώρα, η θρησκεία η καλύτερη, η ομάδα η καλύτερη, το κόμμα μου το καλύτερο. Εδώ τελεία.
Το σπίτι είναι στην μια άκρη του χωριού, και το σχολείο απ’ την άλλη. Παλιά είχε και σχολείο. Όταν πήγαινα εγώ σχολείο και ήμουν σχεδόν ένα μέτρο μπόι. Είχα και όνειρα τότε. Πως κάποια μέρα θα φύγω από το Πετρωτό. Ζήλευα χωριά με άλλα ονόματα, όπως το Δροσερό το καλοκαίρι και το Φωτεινό το χειμώνα.
Αλλά δεν διαλέγεις, ούτε τους γονείς σου, ούτε το χωριό σου. Πολλές φορές δεν διαλέγεις, ούτε και τη γυναίκα σου. Ειδικά όταν είσαι τυφλός από έρωτα.
Το σπίτι του πατέρα είναι πέτρινο. Μισό το έκτισε αυτός και μισό ο μάστορας, ο Διαμαντής.
Γεννήθηκα στο ένα δωμάτιο, μεγάλωσα στο άλλο. Έχει και μια μικρή κουζίνα. Τίποτα άλλο δεν έχει. Ο καμπινές ήταν εκατό μέτρα μακριά τότε. Ο πατέρας είπε, ότι θα πάρουμε διαμέρισμα στα Τρίκαλα, να έχει και τουαλέτα. Και πήρε το μικρό, ξενοίκιαστο τώρα, παρατημένο δυάρι. Με κουζίνα και τουαλέτα. Τώρα κολλητά στο σπίτι του χωριού έχει και τουαλέτα. Μόνο που βγαίνεις πάλι από το σπίτι, να πας. Το πρόβλημα της τουαλέτας τότε, ήταν από τα βασικά που οδήγησαν τους ανθρώπους στην πόλη. Μερικοί το θεωρούν το σημαντικότερο, -ίσως και το καλοριφέρ-, της μαζικής φυγής των χωριών στην πόλη. Δουλειά υπήρχε, τα λιβάδια  ήταν γεμάτο κοπάδια με πρόβατα, τα χωράφια έδιναν καρπό. Ένα άλλο πρόβλημα της εποχής του 60, ήταν οι λάσπες. Ο κόσμος νόμιζε, ότι στην πόλη δεν έχει λάσπες.
Εκατό μέτρα μακριά από το σπίτι στο Πετρωτό, μένει  ο Μάριοζ.  Ήρθε στην Ελλάδα από την Πολωνία, όταν στο χωριό οι αγελάδες έβοσκαν ανέμελες, στα καταπράσινα λιβάδια με πουά βούλες. Ακόμα και τα άλογα τότε έμοιαζαν πράσινα. Και ο ήλιος ξαφνικά μια μέρα πρασίνισε.  Μόνο το φεγγάρι ήταν χλωμό. Και τότε και τώρα. Τελικά μόνο το χλωμό φωτίζει τη νύχτα.
Ο Μάριοζ όμως, δεν ήρθε τότε στο Πετρωτό. Ήρθε στον κολοσσό της Ρόδου. Όταν ο κολοσσός κατέρρευσε, το αφεντικό του έκλεισε την ταβέρνα «Το πράσινο χταπόδι», και τον πήρε μαζί του στο χωριό. Θα του έβρισκε δουλειά στα Μαργαριτάρια. Το Πετρωτό όμως δεν είχε μαργαριτάρια, γιατί η θάλασσα  είναι πάνω από ώρα μακριά.
Και ο Μάριοζ έμεινε χωρίς δουλειά.
Το παρατημένο σπίτι που φώλιασε ο Μάριοζ, είναι τέσσερα ντουβάρια από τσιμεντόλιθα και μια σκεπή από τσίγκους. Μαζεύει ξύλα για τη φωτιά και ραδίκια για την κοιλιά. Όταν κατεβαίνει στα Τρίκαλα με κάποιον  χωριανό, πάει στο Lidl και ψάχνει τα σκουπίδια.Τότε ο Μάριοζ γυρίζει μες τη χαρά και η Λίζα κουνάει την ουρά. Η Λίζα είναι ένα όμορφο κανίς καθαρόαιμο  και πανέξυπνο. Και η σύντροφος του Μάριοζ.
Τον Μάριοζ τον συμπάθησα περισσότερο, όταν μια μέρα στο καφενείο του χωριού, ήρθε ο λαχειοπώλης.
- Δεν θέλω κερδίσω εγώ πολλά λεφτά, είπε. Δουλέψω θέλω. Δουλειά τίποτα. Δεν έχει φαί. Είναι άδικο ένας άνθρωπος κερδίσει τέσσερα εκατομμύρια. Πολλοί άνθρωποι κερδίσουν 500 ευρώ καλύτερα. Στους 10 κερδίζουν οι 5. Όλοι κερδίζουν την άλλη φορά.
Κοίταγαν όλοι τον Μάριοζ. Τι λέει αυτός, θυμάται  ακόμα τον Γιαρουζέλσκι. Σαραντάρης ο Μάριοζ, ψηλός, αδύνατος, αεικίνητος, δουλευταράς, -όταν έβρισκε καμιά δουλειά, αλλά έμοιαζε και τεμπέλης στην ηρεμία του χωριού.

- Μάριοζ γιατί δεν πας πίσω στην Πολωνία, του είπα το πρωί.
- Τι κάνω, εκεί χειρότερα. 
- Ο πατέρας σου τι δουλειά κάνει;
- Έφυγε, και έδειξε ψηλά.
- Η μάνα σου; 
- Σύνταξη του  πατέρα. Ένα σπίτι, τρία δωμάτια. Ένα δωμάτιο η μάνα, ένα αδελφός παντρεμένος, δύο παιδιά, το άλλο μικρός αδελφός σπουδάζει μηχανές.
Μάνα πληρώνει σπίτι, αδελφός δουλεύει κλαρκ carfour,φέρνει φαγητό σπίτι.
Τίποτα άλλο. Τίποτα.

Είπα αν καταφέρω και ανοίξω το Ουζερί, θα πάρω τον Μάριοζ μαζί μου. Δεν έλεγε να ξεκολλήσει το μυαλό μου… από το σχεδόν τέλεια.

Κωστής Ταξιδεύων
7 Μαίου 2014 (4)

2 Μαΐ 2014

Καλύτερα Ουζερί Σχεδόν τέλεια





Δεν έχασα ποτέ την άχνα του χωριού. Ούτε τους παλιούς φίλους.
    Ίσως τους παλιούς συμμαθητές. Ο καθένας μετά το 78 πήρε το δρόμο του. Σπουδές, στρατός, επάγγελμα, οικογένεια, πεθερικά, παιδιά  εξοχικά και όλα τα σχετικά. Οι περισσότεροι γύρισαν πίσω, βολεύει η επαρχία τα παιδιά της.
  ‘Όταν το 88, έφυγα από τις εκδόσεις Ουτοπία, λόγω υπερφόρτωσης συσσωρευμένων ανεκπλήρωτων επιθυμιών, έκανα κι εγώ μια προσπάθεια επαναφοράς. Ήταν η μάνα, που ποτέ δεν κατάλαβε, ότι ζωή μου ανήκε σε μένα κι όχι στην αγκαλιά της.
 Ήταν και η πρόκληση της παρθένας πόλης. Ήταν τότε που η Ελλάδα ανήκε στους Έλληνες και στα περήφανα γηρατειά. Πριν την καταστροφή. Η Ευρώπη μας έδινε προοπτικές, να φτιάξουμε δρόμους επιστροφής. Πέρασαν βέβαια χρόνια, να επιστρέψουμε στην εποχή του 50.
Ήρθα στη πόλη μου. Και έκανα το The last book. Το έκλεισα μετά από τρία χρόνια.
Ο πατέρας ήταν ακόμα νέος. Γεμάτο συμβουλές για τον γιό του Χάρη.
- Να πάρεις και ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, να βάλεις χαρτικά, να ανοίξεις επαφές με τα σχολεία, να βάλεις παιχνίδια, θα σε φάνε τα βιβλία, σε φορτώνουν οι εκδότες.
Ο Χάρης όμως δεν είχε τέτοια χάρη. Και γύρισα πάλι στην Αθήνα.
   Στις εκδόσεις Πνοή, βρήκα αμέσως δουλειά. Και καλό μισθό. Ήταν η εποχή που οι δείκτες ανέβαιναν, με πρώτο μήνυμα το χρηματιστήριο. Τότε πήρα άδεια οδήγησης και το Φίατ.
  Δυό φορές το μήνα ήμουν στο Πετρωτό. Έφευγα Παρασκευή απόγευμα, ξαναγύριζα στην Αθήνα ξημερώματα Δευτέρας. Το Φίατ είχε εφτακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα, όταν έφυγα από το δρόμο. «Αναγκαστική πρόσκρουση επί στηθαίου» έγραψαν οι εφημερίδες. Αλλά μόνο εγώ ξέρω τι έγινε. Εγώ βέβαια επέζησα, έστω κουτσαίνοντας. Για τον Παναγούλη δεν θα μάθουμε ποτέ, γιατί δεν πρέπει να μάθουμε.
 Από τότε οι φίλοι με φωνάζουν Χαρούλη. Από συμπόνια στο κουτσό βάδισμά μου φαίνεται. Οι ξένοι ο κουτσός Χάρης.
      Χτες βράδυ πήγαμε στο Παραμύθι, με τον παιδικό μου φίλο Τόλη. Αγαπάμε και οι δυό το Παραμύθι. Απ’ τα αγαπημένα μπαράκια στα μανάβικα.
 Όταν μετά τα τρία Jack Daniel’s, του είπα για το Ουζερί Σχεδόν τέλεια, μας πήρε το ξημέρωμα.

Κωστής Ταξιδεύων
2 Μαίου 2014 (3)