30 Ιουν 2014

Παίξε στοίχημα

"Δημοτικό τραγούδι...απόσταγμα ζωής" συναυλία παραδοσιακής ορχήστρας & χορωδίας
 Μουσικό Σχολείο Τρικάλων 27/06/2014


Την Πέμπτη στις Κηρήθρες, την Παρασκευή στο Μουσικό Σχολείο, το Σαββατοκύριακο στα Μεγάλα Καλύβια.
Δεν υπήρχαν πουθενά επαγγελματίες. Διέκρινες μόνο το αυθεντικό, το γνήσιο, την προσπάθεια και την αγάπη για έκφραση. Οι αναγνώστες που διάβασαν αγαπούν το βιβλίο, οι μουσικοί που έπαιξαν αγαπούν τη μουσική, οι μικροί και μεγάλοι ζωγράφοι επειδή αγαπούν τη σύνθεση των χρωμάτων.
Κάποιες φορές ζούμε την αποθέωση της μετουσίωσης του απλού σε θεόπνευστο. Όπως η μπάλα στα παιδικά μας χρόνια.
Ακόμα και αν έμπαινε το πέναλτι του Γκέκα, ξέρεις ότι έπαιζες ρώσικη ρουλέτα. Χορός εκατομμυρίων, δίπλα σε στόματα που πεινάνε. Άνθρωποι που είναι έτοιμοι να κατέβουν στους δρόμους για τα πανηγύρια, αλλά ούτε τους πέρασε από το μυαλό να διεκδικήσουν έναν καλύτερο κόσμο, πέρα από την ιδιωτική απαίτηση. Δεν είναι τίποτα κακό, όλα είναι ζωή. Αλλά όταν τα λαοφιλή θεάματα αποπροσανατολίζουν ολόκληρους λαούς, τότε υπάρχει πρόβλημα. Και ακριβώς από πίσω το κέρδος των λίγων, σε βάρος των πολλών. Αρκεί να είναι εμπορικό. Αν είναι ταινία να κόβει εισιτήρια, αν είναι βιβλίο να είναι άρλεκιν, αν είναι μουσική να σπάζει πιάτα, αν είναι ποδόσφαιρο να παίζεται στοίχημα εκατομμυρίων. Παίξε στοίχημα. Ο καθημερινός ψεκασμός. Θα γίνεις πλούσιος. Αρκεί να μη σκέφτεσαι, να μη διεκδικείς, 140 ευρώ η φιάλη το ουίσκι και τα πιάτα για σπάσιμο δικά μας. Ο Γονίδης δικός σας.
Εθιστήκαμε σαν λαός στα πανηγύρια. Και το καλοκαίρι καλά κρατούν. Περπατάω τα βράδια και ακούω την καταστροφή της παραδοσιακής μας μουσικής από τους εβδομαδιαίους γάμους πια. Παλιά τουλάχιστον είχαμε τις εβδομαδιαίες φωτογραφίες. Γεμίζει η πόλη με αφίσες αλλά Θώδη, το νεοελληνικό κιτς στις δόξες του.
Είδα τον αγώνα χτες το βράδυ. Ούτε τέχνη είδα, ούτε ποδόσφαιρο που θα άξιζε σε ομάδες που φτάνουν στις οκτώ καλύτερες. Το θέαμα θυσία στη σκοπιμότητα. Η παθητικότητα του θεατή. Δίπλα απ’ τα γήπεδα της Βραζιλίας ανθεί η πορνεία. Είναι ανατριχιαστικό να ακούς ότι μισό εκατομμύριο παιδιά εκδίδονται στη Βραζιλία. Πολλοί ταξιδεύουν λέει ως εκεί για τον αγοραίο έρωτα. Πως τολμά ένα κράτος με τέτοια διαφθορά, να οργανώνει άρτον και θεάματα; Είναι τυχαίο ότι το ποδόσφαιρο ακμάζει σε παρακμιακές κοινωνίες; Όχι, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ούτε ο Μπέος στο Βόλο.
Αλλά επειδή κινδυνεύω να παρεξηγηθώ, εξηγούμαι. Δεν είναι κακό να βλέπεις ποδόσφαιρο. Είναι όπιο όμως, να αναλώνεσαι μόνο στο ποδόσφαιρο σαν θεατής.
Γιατί είναι άλλο να παίζεις εσύ. Νους υγιής εν σώματι υγιή.
Αν φαντασθούμε τι θα συνέβαινε αν η Εθνική προκρινόταν, θα καταλάβουμε γιατί σήμερα θερίζουμε υποκουλτούρα και κατάντια στην Ελλάδα. Μα να μη χαρούμε; Φυσικά να χαρούμε. Αλλά αν υπήρχε υγιής κοινωνία δεν θα υπήρχε και χρυσή αυγή και τόσοι συγγενείς της. Καμία νίκη της Εθνικής δεν θα δώσει χαρά στον άνεργο, όταν ζει με το σύνθημα μπάλα και ξερό ψωμί. Και πως θα πάρει τα πόδια του να βγει στο δρόμο, να αντισταθεί, εθισμένος από τον οριζόντιο καναπέ;
Όταν σβήσουν τα φώτα στα γήπεδα της Βραζιλίας, καμία φτώχια δεν θα εξαλειφτεί. Απλά κάποιοι θα πλουτίσουν περισσότερο. Μήπως δεν είδαμε το σενάριο σε μας, με τους Ολυμπιακούς αγώνες;
Μπράβο στην Εθνική, αλλά όταν είσαι o χρυσοπληρωμένος Σαλπιγγίδης τέτοια γκολ δεν τα χάνεις. Άλλο επίσης ΑΟΤ- Φλαμούλι.
Ούτε κρύο, ούτε ζέστη από την Εθνική. Αλλά φυσάει ένα λίβα που καίει τα σπαρτά τούτο το καλοκαίρι. Ποιός θα το δροσίσει;

Κωστής Ταξιδεύων
30 Ιουνίου 2014

24 Ιουν 2014

Τα κεράσια της Μεσοχώρας

Μεσοχώρα, Ασπροπόταμος, Καζάνια
Φώτο από www.facebook.com/groups/mesochora/


Όταν ήμουν μαθητής στο χωριό, η εκκλησία ήταν υποχρεωτική. Κάθε Κυριακή. Ντυνόμασταν, στολιζόμασταν, μπροστά ο μπαμπάς, πίσω η μαμά και εμείς. Συν γυναιξί και τέκνοις, έλεγε ο πατέρας μου. Ανάβαμε κερί και ορθοστασία μέχρι να τελειώσει. Μαρτύριο. Κι ένα άλλο μαρτύριο, που ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω, εκείνη η εικόνα μπαίνοντας δίπλα στο παγκάρι. Η κόλαση και ο παράδεισος. Ο φόβος και ο τρόμος, μη παραβούμε τις δέκα εντολές. Η κόλαση με τα καζάνια να βράζουν, φλόγες σαν φίδια να βγάζουν δηλητήριο, κολασμένοι να γκρεμοτσακίζονται και από δίπλα τα γέρικα ζευγάρια στα παγκάκια γεμάτο χαμόγελα, πεταλούδες, πολλές πεταλούδες λες και ο ζωγράφος κουβάλησε ολόκληρη την κοιλάδα των πεταλούδων της Ρόδου. Ο πατέρας ήταν αυστηρός και θρήσκος. Δεν σήκωνε κουβέντα.
Απειλή του κάθε φορά ήταν η κόλαση.  Εγώ έβγαζα τη γλώσσα έξω και τον κορόιδευα. Ήμουν μικρός αλλά καταλάβαινα τις αντιφάσεις του. Από τη μια ο καλός θεός που όλα τα συγχωρεί και από την άλλη τα καζάνια που έβραζαν. Εγώ βέβαια προτιμούσα τα καζάνια στο ποτάμι, που με έβρισκες που με έχανες, στον Ασπροπόταμο ήμασταν τα μεσημέρια. Περιέργως τότε φώναζε η μαμά, θα πνιγείτε στο ποτάμι, ξέρετε πόσοι έχουν πνιγεί. Όταν γυρίζαμε το βράδυ άρχιζε το δικό της τροπάρι. Μην αργήσετε έξω, κυκλοφορούν φαντάσματα. Έρχονται οι πεθαμένοι από το νεκροταφείο, κρατάνε ένα  μεγάλο σύρμα αναμμένο και κυνηγάνε τα παλιόπαιδα. Να είστε καλά παιδιά. Άλλες φορές μας μιλούσε για αγίους με άλογα και κοντάρια, που βγαίνουν βόλτα στο χωριό τη νύχτα και μαζεύουν τα παιδιά  Εμείς τρομάζαμε, αλλά μυαλό δεν βάζαμε. Παίρναμε τα κολοκύθια από τον κήπο, βγάζαμε τα σπόρια και την ψύχα από μέσα και βάζαμε ένα αναμμένο κερί. Ανοίγαμε δυό μάτια και μια μύτη και βάζαμε τη νεκροκεφαλή μέσα στον κήπο με τα φασόλια και τα καλαμπόκια. Ο Αντώνης ήταν μεγαλύτερος διάβολος από μένα. Έβγανε η μάνα να πάει στον καμπινέ δίπλα στον κήπο όταν νύχτωνε και έβαζε τις τσιρίδες. Δεν είχαμε ρεύμα τότε στη Μεσοχώρα. Η λάμπα με το πετρέλαιο ήταν όλο το φως και το φεγγάρι. Όταν είχε. Γέμιζε ο τόπος κολοφωτιές, ξέρεις πυγολαμπίδες. Εμείς τις πιάναμε και πασαλείφαμε τα ρούχα, σαν εξωγήινα ανθρωπάκια γινόμασταν. Φώναζε πάλι η μάνα, θα γεμίσετε ψύλλους, τώρα θα δείτε στον πατέρα σας όλα. Ο πατέρας μόνο η εκκλησία τον ένοιαζε, μετά έπαιζε κολτσίνα στο καφενείο και μεις παρακαλούσαμε να κερδίσει, να φέρει λουκούμια στο σπίτι. Πόσα λουκούμια δεν φάγαμε παιδιά, τα μισά δόντια τα χάσαμε από τα λουκούμια. Αλλά και γλυκά του κουταλιού η μαμά έκανε. Τα κεράσια της Μεσοχώρας είναι τα καλύτερα κεράσια για γλυκό. Η μαμά τα έλεγε τραγανά. Εμείς κόβαμε βάντες και τρώγαμε σκουλήκια και κεράσια μαζί. Άλλα και τα βατόμουρα. Μαύρα και πιο τραγανά από τα κεράσια. Μαύρα χείλια, κόκκινα χείλια. Τα κράνα γίνονταν μετά της Παναγίας.

-Μάστορα, πάρε μια ανάσα
-Χάρη πήγα πάλι την Κυριακή στη Μεσοχώρα. Σαν παιδί ένοιωσα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη στο χολ και τρόμαξα. Άσπρα μαλλιά, ρυτίδες, κοιλιά, τρόμαξα Χάρη. Είδα και μια φωτογραφία από τότε που ήμουν φαντάρος στην Ξάνθη με χακί ρούχα και δίκοχο. Τα μισά κιλά. Αλλά τότε παίζαμε μπάλα  κάθε μέρα. Χτες το βράδυ έβλεπα τον Μέσι και ήπια πέντε μπύρες. Τώρα είμαστε θεατές Χάρη, τότε ήμασταν πρωταγωνιστές.
-Το σημάδι στο μπράτσο από πού είναι Λάμπρο;
-Απ’ τη Μεσοχώρα κι αυτό. Ήμουν ούτε δέκα χρονών, φάγαμε το μεσημέρι, κάθε μέρα πίτες και φασολάκια είχαμε το καλοκαίρι. Πήραμε τη φέτα το καρπούζι και πήγαμε κάτω από την μεγάλη καρυδιά. Μετά ανέβηκα πάνω σε ένα κλωνάρι της καρυδιάς να κάνω κούνια, έσπασε το κλωνάρι και βρέθηκα στο φράχτη με το αγκαθωτό σύρμα. Βγήκαν τα έντερα έξω από το μπράτσο, έλεγα. Εδώ ο Δίας γέννησε από το κεφάλι την Αθηνά. Στον Νοσοκομείο για αντιτετανικό. Κάθε φορά και μια ένεση. Πατούσα καρφί, ένεση, έπεφτε ένας τενεκές στο κεφάλι ένεση, ένεση για τη μια αρρώστια, ένεση για την άλλη, να κι άλλο σημάδι στο άλλο χέρι από ένεση με ξυραφάκι.
-Λάμπρο θα χρειαστούμε άλλο τσιμέντο; Ο άμμος φτάνει για σήμερα;
-Φτάνουν μη σε νοιάζει, εγώ έκτισα τα Ζαγοροχώρια, δυό τοίχους στο Ουζερί πως θα κάνουμε; Λίγο ασβέστη θα πας να πάρεις μόνο. Ένα σακουλάκι στον ώμο.

Ο Λάμπρος συμμαθητής στο γυμνάσιο του άρεσε να κτίζει. Σταμάτησε το γυμνάσιο στην τετάρτη και από τότε κτίζει. Είχα χρόνια να τον δω, αλλά τον βρήκα. Μέχρι αύριο θα  είναι έτοιμο το τζάκι, το μπαρ, οι θόλοι στους τοίχους για τα κρασιά, έχουμε πέντε μέρες τώρα που δουλεύουμε.  Στα διαλείμματα καπνίζουμε και λέμε ιστορίες. Είμαι καλός βοηθός λέει. Είχα καιρό να ακούσω καλή κουβέντα.

Ταξιδευτής
24 Ιουνίου 2014 (21)

19 Ιουν 2014

Πτωματοσυλλέκτες.






Στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο ζωγραφίζω σχέδια. Ένα βουνό από τσαλακωμένα χαρτιά μπροστά μου. Τέσσερα πατημένα τενεκεδάκια Άμστελ, πεταμένες γόπες Καρέλια. Μια χρυσή κασετίνα γεμάτη δίπλα μου. Πετάω εκνευρισμένος το τετράδιο στον απέναντι τοίχο, διώχνω τη μύγα απ’ το  χέρι μου, ζεσταίνομαι, βγάζω και το μακό. Το πετάω μέσα στις σκόνες κι αυτό. Τα γένια μου έχουν μεγαλώσει, δεν θυμάμαι πότε λούστηκα τελευταία φορά. Μυρίζω ιδρώτα, το μαγαζί μυρίζει μούχλα. Ένα άδειο μαγαζί. Ένα άσπρο χαρτί. Θέλω να το ζωγραφίσω. Δεν είμαι ζωγράφος. Πονάει το κεφάλι μου, πάω στο απέναντι φαρμακείο και παίρνω ένα κουτί ντεπόν. Πίνω ένα, πίνω και μια γουλιά μπύρα ακόμα. Δεν είναι καλή η συνταγή. Πρέπει να ηρεμήσω. Ανάβω τον zipo, κάθομαι σταυροπόδι, κάνω γιόγκα, κοιτάω το ταβάνι, ακούω στη διαπασών τον εκφωνητή του ματς, φωνές γηπέδου με πνίγουν. Μια μεγάλη μύγα μπαίνει από το σπασμένο τζάμι. Ζουζουνίζει πέρα δώθε. Ανοίγω διάπλατα την πόρτα. Δεν βγαίνει. Παίρνω το μπλουζάκι από το πάτωμα και την κυνηγάω. Σταματάει το θόρυβο μόνο όταν κάθεται στο ταβάνι. Κάνω μπάλα τη μπλούζα και την εκσφενδονίζω. Παλεύω μαζί της. Ιδρώνω. Κομμάτια ιδρώτας ποτίζει το πάτωμα και τη σκόνη. Αποκαμωμένος κάθομαι. Πάλι η πλάτη στον τοίχο. Ανοιχτά τα πόδια και τα χέρια. Δεν υπάρχει καρέκλα. Η μπύρα ζεστάθηκε. Ξανασηκώνομαι, πετάγομαι στο διπλανό περίπτερο και παίρνω άλλη. Παγωμένη. Μούσκεμα, πέφτει ο πυρετός. Δεν είχα πυρετό. Δεν με πονάνε τα λαιμά. Ένα λαιμό έχω. Θα σε πνίξω του λέω. Σύνελθε. Ο πόνος. Με εκδικείται το σώμα. Η Ελλάδα του Μάκη και του Σάκη. Η Ελλάδα πέφτει πάνω μου. Μια κίνηση απελπισίας. Τα δυό μου χέρια αρπάζονται. Το ένα γρατσουνάει το άλλο. Αδυσώπητο μίσος. Στο τέλος και τα δυό στάζουν αίμα. Πάω στον απέναντι τοίχο και σωριάζομαι πάλι. Το στομάχι μου πονάει δυνατά. Δεν προλαβαίνω να σηκωθώ, κάνω εμετό πάνω μου. Βρωμάει ο τόπος γύρω μου. Ένα άδειο μαγαζί. Οι κινέζοι θα πάρουν τα λιμάνια. Κανένα λιμάνι δικό μου πια. Θέλω να δώσω πάλι μπουνιά στον τοίχο. Συγκρατήθηκα. Το νοσοκομείο. Κάποιος κοιτάει μέσα στο άδειο μαγαζί. Στο άδειο μου κεφάλι. Σε λίγη ώρα καταφθάνει ο ομάδα Δίας. Με κράνη και πανοπλία. Έμοιαζαν θηρία.Μπουκάρουν μέσα. Μου ζητάνε ταυτότητα. Δεν έχω. Δεν έχω καμία ταυτότητα. Αφήστε με. Να ηρεμήσω θέλω. Με κυνηγάτε όσο τα χρόνια μου. Τι θέλετε από μένα;  Μου είστε άγνωστοι. Ποτέ δεν σας ζήτησα τίποτα. Δεν σας δίνω τίποτα. Οι μπάτσοι κάθονται απέναντι. Εγώ στο πάτωμα. Ζητάω ένα χαρτί απ’ αυτούς. Θα σας γράψω όλα τα στοιχεία μου. Το χαϊβάνι μου δίνει μια κόλα χαρτί. Ζητάω το τετράδιο. Θέλω κάπου να ακουμπάω. Μου το δίνει το άλλο χαϊβάνι. Γράφω ανορθόγραφα σαν τον Μποστ. Ζωγραφίζω. Η μαμά Ελλάδα, ο Πειναλέων, η Ανεργίτσα τα παιδιά της. Πενήντα χρόνια από τότε. Τα παιδιά της γέρασαν. Άλλα πέθαναν, άλλα πήραν σύνταξη. Λίγα μωρά γεννούνται μ’ ένα βαρύ σακί στον ώμο. Ασήκωτο. Κοιτάν να δραπετεύσουν. Η χώρα τους μια φυλακή. Οι μπάτσοι στο κεφάλι μου. Έλα μαζί μας.
-Γαμηθείτε. Παραβιάσετε το προσωπικό μου άσυλο. Σκοτώσατε τη ζωή μου. Πάρτε το πτώμα μου. Πτωματοσυλλέκτες.

Με κοίταγαν βουβοί και άβουλοι. Ήρθα εδώ να σχεδιάσω το αύριο. Το ουζερί… σχεδόν τέλεια. Να έρχεστε να πίνουμε τσίπουρα, να μεθάμε με ποιήματα. Σας αρέσει η ποίηση;

Είδα δυό μικροσκοπικά ανθρωπάκια στην πόρτα να φεύγουν. Μια μικρή νίκη.

Βγήκα έξω στη Γλάδστωνος. Έπεφταν χοντρές σταγόνες βροχής. Η βροχή δυνάμωσε. Λύτρωση.


Ταξιδευτής
19 Ιουνίου 2014 (20)

18 Ιουν 2014

Μια αιωνιότητα η διαδρομή


 

Ήμουν στο φαράγγι του Βίκου με την Αρετή. Μόλις είχα τελειώσει το στρατό. Φορούσα ένα ξεθωριασμένο τζην, άσπρο μακό μπλουζάκι, κόκκινο μπουφάν, κοντά μαύρα μαλλιά. Στα χέρια μου κρατούσα το δίκοχο. Η Αρετή δεν ήταν ούτε  δεκάξι. Ντυμένη με τη μπλε ποδιά. Τα καστανά μαλλιά της τα έχε δεμένα πίσω, έλαμπε το πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν πιο πράσινα από το πράσινο της άνοιξης. Βράχια και πράσινο. Και η χαράδρα.
Γεμάτο μικρά κίτρινα λουλούδια γύρω μας.  Έσκυψα και μάζεψα μερικά. Της χάρισα ένα μικρό μπουκέτο.
Ένας  ψηλολέλεκας Άγγλος με την ασθενική γυναίκα του ενοχλήθηκε.
It is not right what you did, είπε;
Why;
Nature for everyone
Ήμουν έτοιμος να του επιτεθώ, το ύφος του με ενόχλησε.  Μην του απαντάς, είναι χαζός, με τράβηξε από το χέρι η Αρετή.
Κάτω απλώνονταν το φαράγγι. Μπροστά η Αρετή άκρη άκρη και πίσω της εγώ. Έβλεπα το τρεμάμενο σώμα της. Φοβόταν. Μη κοιτάς κάτω της έλεγα. Μπροστά να κοιτάς. Ένα στενό δρομάκι και το παραμικρό στραβοπάτημα θα γινόταν μοιραίο. Σε μερικά σημεία το ύψος ξεπερνάει τα χίλια μέτρα. Κάτω άφαντος ο Βοϊδομάτης.
Σταθήκαμε σ’ ένα μικρό άνοιγμα. Η Αρετή  κόλλησε πάνω μου, το μετάνιωσε.
- Πως θα γυρίσουμε τώρα;
- Μη φοβάσαι
Η πλάτη μου ακουμπούσε στην πέτρα.. Πέρασα τα χέρια μου γύρω από τη μέση της. Ένοιωθα να με τρυπάει το μικρό σφιχτό της στήθος. Τα μαγουλάκια της κατακόκκινα, το δέρμα της τρυφερό άσπρο. Με τον δείκτη μου της άνοιγα τα χείλη της. Τα δόντια της πιο άσπρα από άσπρα. Άγγιξα τη γλώσσα μου στα χείλη της. Τραβήχτηκε. Ξεκουμπώθηκε ένα κουμπί από την ποδιά της. Κρυφοκοίταζα το στήθος της. Σαν της Παναγίας. Κολλημένη πάνω μου, φοβάμαι.
Ένα πουλί κελαηδούσε πάνω από το κεφάλι μας. Της έλυσα τα μαλλιά. Έπεσαν στη πλάτη της, σαν καταρράκτης. Μια πασχαλίτσα πάνω στον λαιμό της. Τρόμαξε. Την πήρα στο χέρι μου.  Την άφησα πάνω  σ’ ένα μικρό τρυφερό κλαδάκι στη σχισμή της πέτρας.
Η Αρετή μοσχοβολούσε κόκκινο τριαντάφυλλο ραντισμένο φρεσκοκομμένο χαμομήλι. Μέθυσα με την μυρωδιά της. Την κοίταγα ίσα στα μάτια. Την ένοιωθα κατάψυχα. Ήμουν ευτυχισμένος για πρώτη φορά.
Πήρα μια κοφτερή πέτρα κι έγραψα Αρετή πάνω στο βράχο. Μετά άρχισα να φωνάζω, βάζοντας τα δυό μου χέρια σαν χωνί στο στόμα μου.
- Αρετήηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη!
Γέμισε το φαράγγι Τιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι!
-Τι;
- Σ’ αγαπώ.

Η γης που πατούσα κόπηκε. Δεν κατάλαβα πως. Έπεφτα στον γκρεμό, ευτυχισμένος. Ολόκληρο το φαράγγι του Βίκου ένα Τιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι. Και η σεντόρεια κραυγή της Αρετής. 
Μια αιωνιότητα  η διαδρομή.
Μέχρι που σκόρπισα. σαν σκόνη στο σύμπαν.

Το απόγευμα, στην κηδεία του Βαγγέλη, μετά από χρόνια είδα την Αρετή. Ντυμένη στα μαύρα. Ίδια εκείνα τα μεγάλα πράσινα μάτια. Ξεχώριζαν μέσα στο βουβό κλάμα.

Ταξιδευτής
18 Ιουνίου 2014 (19)

17 Ιουν 2014

Ίδιος ο Χριστός





-Ρένα
Ο Αλέξης κατάλαβε ότι δεν είχε πλέον επιλογές. Η επόμενη κίνηση ήταν ρουά ματ. Το παιχνίδι τελείωσε. Κράτησε πάνω από τρεις ώρες. Ξεκινήσαμε πρωί και είναι μεσημέρι. Ήταν και  τέσσερα άδεια μπουκαλάκια ούζο Τσιλιλή στο τραπέζι. Θα τα πλήρωνε ο Αλέξης. Αυτό ήταν το τίμημα. Ο Αλέξης ήταν ανίκητος στο σκάκι, η νίκη μου ήταν ακόμα πιο σημαντική. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που έχανε από μένα, αλλά το συνολικό σκορ ήταν συντριπτικό υπέρ του. Από τότε που κατάλαβα ότι εκνευρίζεται τον πατούσα στον κάλο. Του πέταγα δήθεν αδιάφορες ειδήσεις. Πάνω που του είπα πως οι αστυνομικοί ζητάν επίδομα σιδερογροθιάς, έχασε τη ψυχραιμία του και τον πύργο του αναίτια. Χωρίς ψύχραιμη και καθαρή σκέψη στο σκάκι, όσο καλός και να είσαι θα χάσεις.
-Το απόγευμα, πάμε, είπε.
Το καφενείο είχε αδειάσει, ο ουρανός γέμισε μολυβί σύννεφα. Έρχονταν μπουρίνι, άρχισε να αστράφτει, βροντές μακρινές. Δώσαμε ραντεβού στις  7.
Η μάνα είχε στρώσει το τραπέζι, ο πατέρας έβλεπε ειδήσεις καθισμένος στη πολυθρόνα.
-Έκανα το αγαπημένο σου φαγητό, σε περιμέναμε Χάρη.
-Άργησα μάνα, στο καφενείο συναντώ ανθρώπους που είχα χρόνια να τους δω.  Έρχεται μπόρα. Σκοτείνιασε ο ουρανός.
-Πάνω στο θέρο, θα κάνει ζημιά. Τώρα που ο κοσμάκης θέλει να μαζέψει τα κόπια του.
 Ο πατέρας έφερε από το  υπόγειο την τραμιτζάνα με το κόκκινο κρασί.
-Να δεις κρασί που έχω Χάρη. Μεταλαβιά. Αυτό το μικρό αμπέλι στα παλιοκόνακα, μας δίνει το κρασί της χρονιάς. Ας  είναι καλά ο Σταύρος που με βοηθάει ακόμα. Σου έστειλα και στην  Αθήνα, σου άρεσε;
-Ναι πατέρα, το θυμάμαι. Ήταν ένα Σαββατόβραδο. Η Όλγα  έκανε στο φούρνο ψητή σαρδέλα, με κάλεσε σπίτι της. Πήρα ολόκληρη την τραμιτζάνα και πήγα. Έκανε ένα ψοφόκρυο έξω, Γενάρης μήνας.  Πώς να ξεχάσω εκείνο το βράδυ;  Μεθύσαμε και οι δυό, από  ποιήματα της Όλγας, από κρασί, από έρωτα. Μας βρήκε το χάραμα στο πάτωμα. Βούιζε χαρά ο κόσμος γύρω μου.


Η μάνα είχε στρώσει στο τραπέζι το άσπρο τραπεζομάντιλο, τρία κολονάτα ποτήρια, τα καλά μαχαιροπήρουνα και στη μέση το γυάλινο ταψί. Κολοκυθάκια στο φούρνο, με στογγυλοκομένες λεπτές πατάτες, καρότο, πιπεριά κόκκινη, λεπτοκομένη φρέσκη ντομάτα, κρεμμύδι φρέσκο και δυόσμο.
-Όλα από τον κήπο Χάρη, ο κήπος είναι η μεγάλη μου αγάπη. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις να ξεμυτίζουν οι σπόροι από το χώμα, να μεγαλώνουν, να καρπίζουν. Ο κήπος μου δίνει ζωή. Τον πατέρα σου τον χάνω στο αμπέλι, αν με βοηθούσε λίγο παραπάνω. Αλλά δεν παραπονιέμαι, όσο βαστάν τα πόδια μου τον κήπο δεν τον αφήνω. Σήμερα πήρα τις πρώτες ντομάτες, μοσχοβολάνε. Αύριο αν είσαι εδώ θα κάνω τα φασολάκια.
-Μπράβο μάνα, έτσι ζωντανή σε θέλω. 
-Πονάνε τα πόδια μου, αλλά το παλεύω. Ακόμα νοιώθω νέα
-Μα είσαι νέα. Oι άνθρωποι μπορεί να γερνάνε στο σώμα, μα όσο το μυαλό τους σκέφτεται με ορμή, δεν γερνάνε ποτέ. Εξ άλλου δεν έφτασες τα εκατό. Τόσες ευχές σου δίναμε με τον πατέρα στα γενέθλια να τα εκατοστίσεις.
-Στην υγειά μας. Για πες μας για την Όλγα, γιατί δεν ήρθατε μια φορά μαζί; είπε ο πατέρας
-Αν είναι νάρθει πατέρα θάρθει.
-Δείξε μας μια φωτογραφία της, να τη χαρούμε κι εμείς.


Πήρα το πορτοφόλι μου και έβγαλα τη φωτογραφία της Όλγας. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Το ένοιωσα ακόμα μια φορά όταν είδα τον πατέρα να φιλάει τη φωτογραφία.  Και τη μάνα να δακρύζει …
Η Όλγα με άσπρο παλτό, κοντά ξανθά μαλλιά, πράσινα μάτια στα χιόνια. Ήταν μια Κυριακή στην Πάρνηθα που πήγαμε για σκι. 


Πρώτη φορά είδα τέτοια θεομηνία στο χωριό. Το σπίτι έτρεμε συθέμελα από τα κατακόρυφα μπουμπουνητά, άστραφτε και βρόνταγε, ο αέρας λυσσομανούσε, ο ουρανός άνοιξε στα δυό. Πελώρια κύματα η βροχή, καρύδια το χαλάζι.
-Καταστροφή, είπε ο πατέρας. Ξεσκέπαστο μαγαζί η αγροτιά. Τίποτα δεν θα μείνει.
-Πάνε τα καλαμπόκια στον κήπο, έλεγε  η μάνα. Και ήθελα τόσο πολύ φέτος να κάνω καλαμποκάλευρο.
Τα νερά ποτάμι από το βουνό, λίμνιασε ο κάμπος. Δεν κράτησε πάνω από μισή ώρα. Αφήσαμε το φαγητό στη μέση. Κοιτούσαμε ανήμποροι απ’το παράθυρο. Καμιά προσευχή δεν εισακουόταν.
-Μας εκδικείται η φύση. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί της, είπε ο πατέρας.  Οι άνθρωποι νομίζουν ότι μπορούν να νικήσουν με τα όπλα τους, το μόνο λόγο η φύση τον έχει.


Το απόγευμα στις 7 πήγα στο καφενείο. Τίποτα δεν θύμιζε στον Ουρανό το μεσημέρι. Οι δρόμοι ξεπλύθηκαν, ο κάμπος γυάλιζε. Κλωνάρια από δέντρα  στους χωματένιους δρόμους.
Η είδηση όμως δεν ήταν η καταιγίδα. Όλοι σκυφτοί. Δεν πίστευαν…
-Κρεμάστηκε ο Βαγγέλης, τον βρήκε η μάνα του στο δωμάτιο την ώρα του κατακλυσμού.
Μείναμε όλοι βουβοί. Ήταν μόνο 33 χρονών. Ίδιος ο Χριστός.


Ταξιδευτής
17 Ιουνίου 2014 (18)


14 Ιουν 2014

Ο πατέρας μου όπως παιδί



Το καλοκαίρι κοντά στις 5 το απόγευμα, η ζέστη είναι αφόρητη. Η άσφαλτος αχνίζει σαν νερό που βράζει στην κατσαρόλα. Ο Θεσσαλικός κάμπος παίζει πότε με τον ήλιο, πότε με τα σύννεφα. Χρυσά στάχια φορτωμένα σιτάρι, θεριζοαλωνιστικές μηχανές σε εγρήγορση, πομώνες που εκτινάζουν υπόγειο νερό στα πράσινα φύλλα φρεσκοσκαλισμένων χωραφιών, πέτρινα άδενδρα βουνά σαν της Πάρου, αντανακλούν το λιοπύρι. Το μεγαλύτερο δέντρο στις Κυκλάδες είναι το αρμυρίκι άκουγα και απορρούσα, πριν επισκεφτώ αυτά τα νησιά. Όταν πήγα τα λάτρεψα. Τα  λίγα δέντρα έμοιαζαν παράταιρα. Το άσπρο και το γαλάζιο δεν επιδέχονται το πράσινο.
Το λεωφορείο έφτανε στο Πετρωτό μετά από πολλές στάσεις και περάσματα από παρακείμενα χωριά. Στο διπλανό κάθισμα η κυρία διάβαζε το καινούριο άρλεκιν της Μαντά.
Ιδρωμένος δεν ήθελα τίποτα άλλο, παρά ένα κρύο ντουζ. Μπήκα  στο σπίτι χαιρέτησα τη μάνα και τον πατέρα, φόρεσα ένα παλιό μαγιό και πήγα τρέχοντας στο διπλανό τριφύλλι. Ποτίζονταν το τριφύλλι, ποτίζονταν και το σώμα μου.
Το σπίτι στο Πετρωτό είναι στην άκρη του χωριού. Παραπάνω είναι η μάντρα του Ηλία, με τα πρόβατα. Ο Ηλίας έχει ένα κοπάδι πρόβατα κι ένα τσοπανόσκυλα. Δικό του είναι το χωράφι με το τριφύλλι. Δεν κατάλαβα πότε έφθασαν τρία τσοπανόσκυλα δίπλα μου. Ύπουλα. Στάθηκαν μπροστά μου. Γαύγιζαν τώρα και έδειχναν τα δόντια τους. Από μικρός ήξερα πως δεν πρέπει να φοβάσαι τα σκυλιά. Αν το βάλεις στα πόδια θα σε ξεσκίσουν. Συνέχισα το ντουζ σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Άρχιζα να σφυρίζω. Γαύγισαν αρκετή ώρα. Βαρέθηκαν κι έφυγαν. Τα νίκησα.
Ο πατέρας καθόταν κάτω από την κληματαριά, όταν γύρισα. Η μάνα έβγαινε από την πόρτα με τρία άσπρα φλιτζάνια καφέ.
-Έλα παιδί μου να σε δούμε, να σε χαρούμε. Σαν να μην ήρθες.
-Μάνα μια χαρά είσαι στην ηλικία σου. Κι εσύ πατέρα.
-Δεν είμαστε Χάρη, θα πεθάνουμε, σιμώνει η ώρα μας. Ποτέ δεν ζητήσαμε τίποτα από σένα. Αλλά θέλαμε μια ακόμα χαρά. Λαχταρήσαμε ένα παιδί, ένα εγγόνι, να έρχεται στο χωριό και να φωνάζει παππού, γιαγιά. Να γεμίζει η αυλή από κλάματα και γέλια, από παιχνίδια και φωνές. Αυτή τη χαρά δεν μας την έδωσες γιέ μου.
-Ποτέ δεν ξέρεις πατέρα. Στο κάτω κάτω της γραφής όλα τα παιδιά του κόσμου δικά σου παιδιά είναι. Εσύ  το είπες αυτό πατέρα.
-Είναι αλλιώς Χάρη. Αλλιώς ένα παιδί από τα σπλάχνα σου. Είμαι μάνα και ξέρω.  Αλλά δική σου είναι η ζωή. Ποτέ δεν θελήσαμε να σε εγκλωβίσουμε στα δικά μας θέλω.
-Το ξέρω καλά μάνα. Και σας ευγνωμονώ. Με μεγαλώσατε με την ελευθερία της αγάπης. Πάντα μείνατε δίπλα μου ανοίγοντας δρόμους. Ποτέ δεν ήρθα στη θέση του Κάφκα. Ποτέ δεν σταθήκατε εμπόδιο. Αν ο καθένας δεν ζήσει τη ζωή του, αν δεν κάνει τα λάθη του πως άντρας θα γίνει;
-Χάρη μες το μπαούλο έχω κλειδωμένα τα δικά μου γράμματα. Όταν πεθάνω θέλω να τα βάλεις σε μια σειρά, ένα βιβλίο θέλω να τα κάνεις. Φύτεψα πολλά δέντρα, έκανα ένα παιδί. Εσένα. Θέλω κι ένα βιβλίο. Τη σκέψη μου θέλω να την καμαρώνεις. Μόνο τότε θα είμαι άξιος πατέρας. 
-Σε καμαρώνω πατέρα. Πάντα σε καμάρωνα. Κι εσένα μάνα.
-Το πρωί περπάτησα ως το κτήμα του Τάσου. Ευλογημένο κτήμα. Και τι δεν  έχουν φυτέψει τα παιδιά του, ο Γιάννης και ο Νίκος. Ήταν και η Αρετή εκεί, με ρωτούσε για σένα. Και τα μάτια της έλαμπαν. Μου έδωσαν ένα μικρό πεπόνι, το πήρα δεν ήθελα να το κουβαλήσω, μοσχοβόλησε το σπίτι. Φέρτο ρε γυναίκα να το κόψουμε. 
-Εδώ είναι η Αρετή;
-Χώρισε πριν από ένα χρόνο και γύρισε στο χωριό. Η Μυρτώ της είναι πέντε χρονών τώρα. Θέλει λέει να σε δει. 
-Θα συναντηθούμε πατέρα, να θυμηθούμε τα χαμένα μας όνειρα. 
-Γιατί το λες αυτό. Ο καθένας πλάθει τον κόσμο του Χάρη, αν δεν μπορεί να ζήσει αυτόν που ονειρεύτηκε. Ποτέ να μη λες ότι κάποιος άλλος φταίει. Εγώ φταίω να λες για ότι δεν κατάφερα, δεν μετανιώνω για τίποτα. Παρά για όσα δεν τόλμησα. 
Ο πατέρας ήταν πάντα η δύναμη. Για κάθε παιδί ο πατέρας είναι ο δυνατός. Τούτο το απόγευμα ήταν ο πατέρας μου όπως παιδί.


Ταξιδευτής
14 Ιουνίου 2014 (17)

12 Ιουν 2014

Σχεδόν στα χείλη


Βρέθηκα στη Γλάδστωνος την ώρα που έκλεινε η αγορά. Οι μαγαζάτορες έβαζαν μέσα την πρωινή πραμάτεια του δρόμου. Παιδικά ρούχα, φθηνά παπούτσια, ομπρέλες για τις καλοκαιρινές μπόρες, καροτσάκια για τη λαϊκή, είδη κομμωτηρίου, βιολογικά προϊόντα, ένα καινούριο καφέ με γιγαντοοθόνη έξω να δείχνει τον αγώνα Βραζιλίας – Ισπανίας, δίπλα χρώματα και σιδηρικά, φρεσκοκομμένος καφές, νήματα για πλέξιμο, είδη δώρων και Κρητικά προϊόντα, μια πιτσαρία κι ένα εστιατόριο Εν Ελλάδι, ένα φαρμακείο κι ένα παλιό καφέ, ένα βιβλιοπωλείο κι ένα μαγαζί για αντικλείδια, γραφεία γιατρών και δικηγόρων. Τα πρόσωπα των ιδιοκτητών σκυθρωπά, τα βήματα τους αργά, λίγες οι κουβέντες. Άλλη μια μέρα χωρίς αντίκρισμα.  Η κυβέρνηση έβαλε αυτόν που έβαζε τάξη στην ανάπτυξη της χώρας. Κανένας πια δεν πιστεύει στην ανάπτυξη. Όλοι μιλάνε για τις εκλογές του Σεπτέμβρη.  Εκτός από τον Γιακουμότο,  είπε κάποιος. Ρώτησα ποιος είναι ο Γιακουμότο και μου είπαν κάποιος που βγαίνει στα κανάλια από το 74 κάθε μέρα και λέει τις προβλέψεις. Κρυφακούω τις κουβέντες των περαστικών, βλέπω τα χαμηλά τους πρόσωπα. Κάποιοι περιμένουν ένα βραζιλιάνικο θαύμα.  Μια ανάταση, χρόνια στο γόνατο. 
Η Γλάδστωνος έχει την οικειότητα της οικογένειας, το παλιό φιλότιμο του προσωπικού δρόμου, την ιστορία της πόλης. Στέκεται με το ένα πόδι στη δεκαετία του 60 και με το άλλο στο χαοτικό μέλλον. Τούτο τον δρόμο ή τον ερωτεύεσαι ή τον αρνείσαι.  Αναπνέει τη γειτονιά, τους καημούς και τα όνειρα μαζί.  Αρνείται τα νέον χρώματα και τα αστραφτερά καμώματα.  Λες και στέκεται δίπλα στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Το χειμώνα περνάει ο σαλεπιτζής, το καλοκαίρι ο παγωταντζής. Στο σταυροδρόμι μόνιμα το ακορντεόν απλώνει τη μελωδία του σε όλο το δρόμο. Όταν συχνά περνάει και η λατέρνα συντονίζονται όλα πάνω στο  Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία.  
Στη γωνία μια μάνα  κάθεται σταυροπόδι, θηλάζει το μωρό της και παρακαλάει. Δίπλα της ένα  εξάχρονο ζωγραφίζει σ’ ένα μπλε τσαλακωμένο τετράδιο. Δίνω κάτι ψιλά στη μαμά, τι ζωγραφίζεις ρωτάω τον μικρό; Με κοιτάει με τα μεγάλα του αθώα μάτια, ένα μικρό χαμόγελο αχνοφέγγει στο προσωπάκι του. 
-Προσεύχομαι, ζωγραφίζω τ’ όνειρο του μπαμπά, ψάχνει να βρει δουλειά. 
-Τι δουλειά; 
-Είναι μηχανικός αυτοκινήτων.  
-Τώρα που είναι; 
-Είναι άρρωστος, σπίτι. Παίρνει χάπια.
Η μαμά έμοιαζε άσχημη, ενώ ήταν όμορφη. Το στήθος της διαφανές λευκό, διέκρινες μέσα του τις σκούρες φλεβίτσες. Στα μάτια της μαύροι κύκλοι…..
Πρόλαβα και πήρα ένα  κόκκινο τετράδιο 
magic clips  κι ένα pilot V5. Κι ένα μαθητικό μέτρο. Καιρός για σχέδιο. 
Είδα πρώτα το σπασμένο ακόμα τζάμι, μετά είδα την πόρτα ανοιχτή. Μπαίνοντας είδα και την Ειρήνη.
-Εδώ είσαι; Τη χαιρέτησα 
-Σε περίμενα Χάρη. 
Φορούσε ένα φόρεμα με τον ουρανό του καλοκαιριού πριν τον δεκαπενταύγουστο, πάνω ατέλειωτα μικρά άστρα, ο αποσπερίτης, η πούλια και ο αυγερινός. Και το μισό φεγγάρι. 
-Πόνεσες; 
-Όχι. Δεν κατάλαβα τίποτα.
-Τώρα ξέρεις.
-Γηράσκω αεί αναθεωρών, έγραφε ο Αναγνωστάκης. 
-Χάρη έχω καλά νέα. Σκέφτηκα. Ξέρω καλά ποιος είσαι. Ξέρω πως δεν μπορείς να κάνεις βήμα και ψάχνεις τρόπους. Θέλω να σε βοηθήσω. 
-Πως; Ήδη με βοήθησες, δεν πληρώνω ένα εξάμηνο νοίκι. Ώσπου να ξεκινήσει το ουζερί. Θα το παλέψω. Γιατί το πιστεύω. Θα τα καταφέρω. 
- Έχω κάτι χρήματα στην άκρη, θα σου τα δώσω δανεικά να ξεκινήσεις. 
-Μα..  Απόψε θα μιλήσω στον πατέρα. Ελπίζω να βοηθήσει εκείνος.  Στο κάτω κάτω δεν είναι ντροπή, μοναχογιός είμαι.  Δηλαδή ντροπή είναι να μη μπορείς να σταθείς στα δικά σου πόδια και να ακουμπάς στη ηλικία μου στα χρόνια των γονιών σου. Αλλά δεν έχω άλλη λύση.
- Κάνε ότι νομίζεις. Πάρε αυτή την επιταγή. Θέλω να σε βοηθήσω στο ξεκίνημα σου. 
- Ξεκίνημα στα 55;
- Δανεικά ε; Σε εμπιστεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Θέλω μόνο μια χάρη; 
-Τι; 
-Σε μια γωνιά θα βάλεις το γραμμόφωνο του πατέρα μου, θέλω όταν  έρχομαι να τον θυμάμαι μες τα τραγούδια. Μες τις σκέψεις σου. Λάτρευε κι εκείνος σαν εσένα, τα βιβλία και τα τραγούδια. Ξέρω, διαισθάνομαι τι πας να κάνεις. 
-Ευχαριστώ Ειρήνη. 
Της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο, δίπλα στα χείλη, σχεδόν στα χείλη. 
Και τώρα δουλειά. Από τώρα. Θέλει πολλή δουλειά το όνειρο. 
Απέναντι το Μικέλ καφέ ήταν γεμάτο από νέους. Καταμεσήμερο στην κάψα του Ιούνη. Προσπαθούσα να μαντέψω το δικό τους όνειρο.
Πως είναι να είσαι είκοσι χρονών στην Ελλάδα των μνημονίων;

Ταξιδευτής
12 Ιούνη 2014 (16)

10 Ιουν 2014

Δεν κατάλαβα τίποτα




Η Μάρθα μου θύμιζε την Μεγκ Ράιαν στην ταινία You've Got Mail. Η  μάλλον ήταν γνήσιο αντίγραφο. Ο τρόπος που μιλούσε, οι κινήσεις των χεριών της, τα γαλάζια μάτια της, τα χείλη της, το αφελές χαμόγελο, η παιδικότητα στο πρόσωπό της. Mόνο τα μαλλιά της έπεφταν ως την πλάτη.

- Να κόψεις τα μαλλιά σου, της είπα την ώρα που έβγαζε τις γάζες απ’ το χέρι μου.

Σταμάτησε και με κοίταξε κάνοντας ένα μορφασμό του γιατί. Το γλυκό πρόσωπο της πήρε εκείνο το ναζιάρικο ύφος, όταν η γυναίκα αναζητά επιβεβαίωση της ομορφιάς της.

- Γιατί είναι καλοκαίρι. Είδες ποτέ την ταινία Έχετε μήνυμα στο κινητό σας;

- Όχι, γιατί;

- Τότε μίσησα τον Τομ Χάνκς.

- Τι σχέση έχει ο Τομ Χανκς με τα μαλλιά μου;

- Αυτός καμία. Αλλά ευχαρίστως θα τον έπνιγα τότε.

- Γιατί δεν τον έπνιξες;

- Γιατί τον ερωτεύτηκε τελικά η Kathleen Kelly και ήθελα να ζήσει.

- Ποια είναι η Kathleen Kelly;

- Είχε ένα μικρό ζεστό, όμορφο βιβλιοπωλείο, σε μια γειτονιά. Φροντισμένο με αγάπη, με γνώση, σαν ζεστό τσάι τον χειμώνα.

-Και;

- Ο Joe Fox της το έκλεισε. Ρόλος ήταν αυτός; Σπουδαίοι ηθοποιοί σε μικρούς ρόλους. Μια ρομαντική κομεντί ήταν. Ήταν ο καιρός που έκλεινα κι εγώ το δικό μου βιβλιοπωλείο. Έτσι ερωτεύτηκα την Μεγκ Ράιαν. Ήμασταν στην ίδια πλευρά του ποταμού και βλέπαμε απέναντι. Ήταν αδύνατο να περάσουμε  το ποτάμι. Μείναμε παρατηρητές. Ο ένας κοίταγε τα μάτια του άλλου. Τελικά η Μεγκ, το τόλμησε. Αλλά ξέρεις καλά, μπροστά στα κέρδη δεν υπάρχει διάλογος. Ο νόμος του ισχυρού. Η Μέγκ απογοητεύτηκε. Γύρισε πίσω και έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου. Αφού έκλεισα το βιβλιοπωλείο, ένα διάστημα παρηγορήθηκα στην αγκαλιά της Μέγκ. Βλέπεις οι άνθρωποι όταν συμπάσχουν καμιά φορά ερωτεύονται κιόλας.

- Δεν κατάλαβα τίποτα.

- Ούτε κι εγώ. Μάρθα έκοψες τα ράμματα και δεν κατάλαβα τίποτα. Στον οδοντίατρο δεν μιλάω. Πώς να μιλήσεις με τον τροχό στο στόμα; Τότε πλάθω εικόνες ελκυστικές ή αναπολώ στιγμές ηδονής. Είναι ένας τρόπος να μη πονάς. Όταν έχεις κάποιο πρόβλημα, να σκέφτεσαι ότι κάποιος άλλος έχει μεγαλύτερο από σένα. Και να μη πονάς. Δεν θέλω  να πονάς, να γιατρεύεσαι, σοφά μου έλεγε η μάνα μου. Βέβαια ο πόνος με νίκησε πολλές φορές. Τώρα ορκίστηκα να τον νικήσω.

- Χάρη, έτοιμος. Θα βάζεις betadine δύο εβδομάδες.

-Έχω. Κάποτε έβαζα σ’ ένα πληγωμένο γατάκι που βρήκα στο δρόμο.

- Όχι, θα πάρεις άλλη.

- Θα κόψεις τα μαλλιά;

- Δικό μου θέμα.

Της είπα για το Ουζερί. Αλλάξαμε τηλέφωνα και χαμόγελα αμηχανίας. Κι έφυγα για τη Γλάδστωνος. Είχα το κλειδί στην τσέπη, δεν ήθελα να μπω απ’ το σπασμένο τζάμι.

Ο ήλιος έκαιγε. Ήταν μια ζεστή μέρα, ακόμα δεν είχε πάει μεσημέρι.

Μπροστά στη Περιφερειακή Διοίκηση, πάνω από διακόσια άτομα φώναζαν για τις παραλίες που θέλουν να μας πάρουν τούτο το καλοκαίρι. Τις πιο όμορφες. Φώναζα κι εγώ μαζί τους.

Ταξιδευτής
10 Ιουνίου 2014 (15)

9 Ιουν 2014

Καληνύχτα Κεμάλ. Καλές κούρσες





Είπαμε καλό βράδυ, μ’ ένα διπλό χαμόγελο. Έπρεπε να μείνει στο σπίτι. Είχα ανάγκη να μείνω μόνος. Να περπατήσω. Η πολυτέλεια της δημιουργικής μοναξιάς.
Τα μανάβικα μετά τη βροχή είχαν βγάλει τα τραπεζάκια έξω.  Πολλά τραπέζια γέμισαν κιόλας. Τα φώτα της πόλης είχαν ανάψει.
Ένα αναμμένο κερί στη μέση, ένα μικρό ανθοδοχείο με μικρά άνθη  της φύσης, άσπρα τραπεζομάντιλα, άσπρα πιάτα, μαχαιροπήρουνα, ανάποδα ποτήρια. Τα περισσότερα γκαρσόν με ποδιά ως τα γόνατα, μοίραζαν άλλα χαμόγελα στους περαστικούς. Εστιατόρια ακριβά, ταβέρνες, κουτουκάκια, πιτσαρίες, μπαράκια. Μια γειτονιά δίπλα στο Βαρούσι, κάτω από το Φρούριο, που αναστήθηκε. Στη κατοχή τα μπορντέλα, μετά αποθήκες παντός είδους, ύστερα η  λαϊκή αγορά. Τίποτα δεν ευδοκίμησε. Ώσπου άνοιξε το Παραμύθι. Και τα Μεζεδοκαμώματα. Μετά ένα μετά το άλλο τα παλιά σπίτια, οι αποθήκες, πήραν το χρώμα της νύχτας. Τα βράδια εδώ βουίζει η πόλη χειμώνα καλοκαίρι.
Με το χέρι δεμένο, κρεμασμένο στον ώμο, βρέθηκα μπροστά στο  άγαλμα του Σαράφη. Απέναντι στη κεντρική γέφυρα έστριψα δεξιά. Το άγαλμα του Κανάρη αγνάντευε τον Σαράφη. Ο Κανάρης έμεινε δώρο στα Τρίκαλα, μετά από κάποια ναυτική εβδομάδα. Η Εθνική αντίσταση αντλεί δύναμη από το 1821. Τη νύχτα κάνουν σινιάλα στο σήμερα.
Ο Ασκληπιός επιβλητικός πάνω στη  παρακείμενη γέφυρα έμοιαζε να απορεί. Ο καταρράκτης στα πόδια του αναδεικνύει  τη υγρή ομορφιά της πόλης.  Στέκομαι μπροστά στον Ασκληπιό και διαβάζω: «Εγώ ο Ασκληπιός, εξ Ιερής Τρίκκης ηκώ. Ευσέβιος ΙΙΙ.14.6». Νεαροί πάνω στη γέφυρα κάνουν σκέιμπορντ και πίνουν μπύρες.  Παίρνω  μία Amstel από το διπλανό περίπτερο. Κάθομαι σ’ ένα πεζούλι και παρατηρώ. Χαζεύω ένα άλλο ζωντανό άγαλμα που στήνεται δίπλα μου παριστάνοντας την Αφροδίτη της Μήλου. Μπροστά του ανάποδα το άσπρο του καπέλο. Οι νεαροί σταματάνε το σκέιμπορντ και αρχίζουν τις γκριμάτσες στην Αφροδίτη. Αυτός- αυτή άγαλμα. Οι περαστικοί σταματάνε για λίγο. Χαμογελάνε και φεύγουν.

Ένα μεγάλο καράβι  απλώνει τα πανιά του. Μοιάζει με τριήρη. Άνθρωποι κάθε ηλικίας περιφέρονται  στο κατάστρωμα. Ντυμένοι με άσπρα κουστούμια οι άντρες, με λευκά φορέματα οι γυναίκες. Αντί να κωπηλατούν, κρατάνε ένα βιβλίο και διαβάζουν. Το πλοίο είναι φωταγωγημένο. Μετά όλοι πετάνε τα βιβλία τους στο ποτάμι.  Επιπλέουν όλα με τη ράχη στο νερό. Γεμίζει ο Ληθαίος μικρά καραβάκια. Στην απέναντι  κεντρική γέφυρα εμφανίζεται μια ορχήστρα. Εκατό κιθάρες παίζουν το βαλς των χαμένων Ονείρων. Λευκά ζευγάρια λικνίζονται στους ρυθμούς της μουσικής.
Φευγαλέες εικόνες είναι η ζωή. Στιγμές άπιαστες. Κάποιοι φωτογραφίζουν. H οπτασία της στιγμής.

Γύρισα όλο τον κόσμο. Μόνο η φαντασία μεγάλωνε τις εικόνες μου. Αυτή οδηγούσε το ταξίδι μου. Αυτή γέννησε τη σκέψη μου. Χειρολαβή στο όνειρο, φτερό στο πέταγμα.


Οι μέρες που πέρασαν με κούρασαν. Άυπνος, αξύριστος, ταλαιπωρημένος, μπήκα στο ταξί.
- Στο Πετρωτό.

 «Είναι η δεύτερη κούρσα που κάνω σήμερα. Από τις 5 το απόγευμα  είναι 11 και ακόμα τα έξοδα  του ταξί δεν έβγαλα. Δεν πάμε καλά. Όλα καταρρέουν κι αυτοί μας μιλάνε για ευτυχισμένα  σενάρια. Και μας τουμπάρουν κάθε φορά. Και τους ψηφίζουμε, με τη γαμημένη ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει. Τον Δία του και το κουτί της Πανδώρας. Τριάντα χρόνια στο τιμόνι τέτοια δυστυχία δεν έζησα. Ποιος φανταζόταν ότι θα ξαναζούσαμε πείνα, δεν πρόλαβα να ξεχρεώσω το ταξί και μας πήρε η κάτω βόλτα. Πώς να σπουδάσω τώρα τη κόρη που θέλει να γίνει γιατρίνα και διαβάζει ολημερίς. Έφερνε και η γυναίκα μου ένα τετρακοσάρι το μήνα, μπαλώναμε καμιά τρύπα, πάνε κι αυτά. Έκλεισε το sport center, τριάντα άτομα στο δρόμο. Τρέχω και δεν προλαβαίνω. Έτρεξα τώρα στις εκλογές, μου είπαν πάλι διάφορα, αλλά δεν τους πιστεύω πια. Να μας έχει ο θεός γερούς, ας είναι καλά ο κήπος στο χωριό……..»

Δεν έβαλε γλώσσα μέσα ως το Πετρωτό. Δεν έβγαλα μιλιά. Τον άφηνα να λέει.
Μόνο την ώρα που τον πλήρωνα, τον ρώτησα τι ψήφισε στις εκλογές.
-Ελιά,  είπε. Αυτά φίλε δεν αλλάζουν. Εγώ γεννήθηκα Xριστιανός, Oλυμπιακός και Πασοκτζής.
-Καληνύχτα Κεμάλ. Καλές κούρσες.

Ταξιδευτής
9 Ιουνίου 2014 (14)

7 Ιουν 2014

Σταγόνα ιδρώτα κάτω από το μάτι



Πήρα βαθιά ανάσα. Σαν τριήμερο τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού.

Στις πιο μαύρες μου σκέψεις, αντίδοτο της Μεσογείου το φως, της λεμονιάς το άρωμα, η γέννα ενός παιδιού. Απομακρύνω το βλέμμα  μου από τον σπαραγμό του τάφου. Η χώρα μας γερνάει. Άκουσα πως πάει χρόνος, που  δεν ακούστηκε κλάμα νεογέννητου στο χωριό. Χθες έφυγε ο Μηνάς ο γιατρός στην Ιρλανδία, ήταν μια προσδοκία  και μια περηφάνια στο καφενείο του χωριού. Δεν μιλάνε πια για τις συντάξεις, για τα χωράφια που άκοπα καλλιεργούν χωρίς αντίκρισμα. Τώρα  ανεβαίνει ο κόμπος της σιωπής, ερήμωσε η παιδική χαρά, αναρωτιούνται τι δεν κάναμε καλά. Ποιός θεός μας καταράστηκε;  
Κανένας θεός δεν καταράστηκε τη γη, ούτε τους ανθρώπους, μήτε το πεπρωμένο.  Οι θεοί αποκούμπι του θανάτου, προσεύχονται για τη ζωή. Μυριάδες χαρές απλόχερα μοιράζουν στα ζωντανά της γης, στον Άνθρωπο τις περισσότερες. Ο νους και οι αισθήσεις, η καρδιά και η ψυχή ακατάλυτα, αιώνια, ζωντανά εργαστήρια αναβλύζουν αδιάκοπα τη γονιμότητα του ευ ζην.
Δεν είδα ποτέ αστραπή, ούτε βροντή, σε ουρανό χωρίς ένα σύννεφο, δεν είδα ποτέ να λαθέψει η φύση, παρά να τελειοποιεί, την  πιο θεϊκή ομορφιά. Κανένα έργο του ανθρώπου δεν θα συλλάβει το θαύμα της γέννησης, τον οργασμό της φύσης. Γλυκομίλητα τα πουλιά, δοτικά παιχνιδιάρικα τα ζώα, καρπερά καταπράσινα δέντρα, τριανταφυλλένιου κάλους τα φυτά, δροσερός ο αέρας στην  κάψα του καλοκαιριού. Όλα δώρα των θεών στον άνθρωπο. Το νερό και το σύννεφο, η φωτιά και το χιόνι, τόση αγάπη η φύση στον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος;
Πέρασαν τόσοι αιώνες και δεν ημερώθηκε ακόμα. Αλλάζει πουκάμισο σαν φίδι, ούτε ένα μάθημα δεν πήρε από την ιστορία του. Και ας κελαηδάει ο γκιώνης όλη νύχτα να απαλύνει τους εφιάλτες του. Δεν τον ακούει κανείς.
Τα δοτικά πουλιά και τους δοτικούς ανθρώπους λάτρεψα, λες και αυτοί κατάλαβαν από νωρίς το πέρας της ζωής. Είναι οι άλλοι, αυτοί που νόμισαν ότι θα κυριεύσουν τη γη. Αυτοί που νομίζουν, ότι τη δεύτερη φορά θα βρουν τα λάφυρα της πρώτης. Ούτε ένας ως σήμερα δεν ήρθε από τον Άδηνα μας φέρει μήνυμα τέτοιο.
Σωρεύουν πλούτη, πατώντας πάνω στο μέλλον των παιδιών. Φτιάχνουν πολέμους να πουλήσουν τα όπλα τους. Εμπορεύονται τη σάρκα, ανίκανοι να ερωτευτούν.
Η δυστυχία της απληστίας γεννά τη φτώχια. Πρόθυμοι υπηρέτες
εκείνοι οι ματαιόδοξοι, που γεμίζουν το κενό με κάλπικο χρυσάφι.
Αύριο η βροχή θα σταματήσει, ο ήλιος θα χρυσίσει τις πέτρες, τα δέντρα, τη θάλασσα, τόση ομορφιά  στα μάτια μας. Αυτό το χρυσάφι του κόσμου φθάνει να γεμίσει ολόκληρη η γης. Να μεγαλώσουν όλα τα αγέννητα παιδιά, κανένα πρόωρα να μην πεθάνει. Ο άνθρωπος βιάζει τον κύκλο. Αγνοώντας τον πυρήνα του. Τον έρωτα.

Μίλαγα ακατάπαυστα, σαν να μην ήμουν εγώ, ένα παραλήρημα ασύμβατο της στιγμής, ξένο στην εποχή. Από τη μια το άσπρο, από την άλλη το μαύρο, χάθηκε η πανδαισία των χρωμάτων, χάθηκε η φύση. Ψηλά κτίρια, στενοί δρόμοι, κελιά που μας φυλάκισαν, πόλεις γεμάτο σκουπίδια. Το χρώμα της ανατολής, χάθηκε το ηλιοβασίλεμα. Νύχτωσε. Τεχνολογικός αιώνας. 1984 του Όργουελ.

Πληκτρολογούσε γρήγορα η Ειρήνη. Είδα μια σταγόνα ιδρώτα κάτω από το μάτι της.
Σταμάτησα.

-Πάμε, της είπα

Όταν φτάσαμε στο Βαρούσι, έξω από το σπίτι της, η βροχή είχε σταματήσει. Στο ύψος του δρόμου το φωτεινό ρολόι της πόλης. Πάνω στο Βυζαντινό κάστρο. Το ρολόι χτύπησε εννέα φορές. Ένα μικρόσωμο σκυλί γραπωμένο στο μπαλκόνι γαύγιζε, καλωσορίζοντας την παρουσία της.
-Θα γεννήσει η Σπινούλα, μου είπε.
-Θέλω έναν πιστό φίλο, είπα.


Ταξιδευτής
7 Ιουνίου 2014(13)

5 Ιουν 2014

Έρεβος



Βαθιά σιωπή, πηχτό σκοτάδι. Απλώνεται στα μάτια μου η ωχρά κηλίδα. Θαμπώνει ο κόσμος. Στο τέλος θα σβήσει. Απόλυτη νύχτα. Γεννήθηκα, μεγάλωσα, γερνάω. Από το σκοτάδι στο σκοτάδι. Μια ανάσα δρόμος ήταν. Ένα μεγάλο τραγούδι. 
Ανέβηκα στη κορυφή του βουνού. Στέκομαι κι αγναντεύω. Βλέπω πίσω μου τη δύσκολη ανηφόρα. Μια ζωντανή εφηβεία. Μπροστά μου η σοφία των γηρατειών. Σάκος που κυλάει στην κατηφόρα. 
Πονάει το πόδι μου στην πρώτη υγρασία, το χέρι μου δεμένο, το ένα μάτι μου σχεδόν τυφλό. Δεν με βαραίνουν τα χρόνια μου. Η χώρα μου με εξορίζει. Πάντα με εξόριζε ύπουλα. Τώρα φανερά. Στον καιάδα όσοι δεν παράγουν για το καλό της πατρίδας.
Το καλό της πατρίδας.  Το καλό της οικογένειας. Το καλό της θρησκείας. 
Στη Θεογονία του Ησίοδου έμαθα  τα στοιχεία της φύσης. Χάος, Γαία, Έρως. Έτσι γεννήθηκαν οι Θεοί. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τους θεούς. Να πιαστούν, να περάσουν στην αιωνιότητα. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να κυριαρχήσουν, σαν τον Δία. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη το παράλογο. Δεν αντέχουν τη λογική. 
Ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του. Ο γιός Δίας νίκησε τον πατέρα Κρόνο. Ο Κρόνος και  οι Τιτάνες φυλακίστηκαν στα Τάρταρα. 
Ποιός Δίας σήμερα θα νικήσει τους Κρόνους της γης;  Ποια νύχτα, από τις νύχτες του κόσμου, θα αφήσει το Κοσμογονικό αυγό στους κόλπους του Έρεβους;
Ποιος θα γεννήσει πάλι τον Έρωτα; 

Δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα από τα γεννώμενα, τίποτα δεν γνωρίζω για τα μέλλοντα. Τώρα ζω. Πάνω στη στιγμή της αιωνιότητας ακροβατώ.

Μια νύχτα κατέβηκα κρυφά στο πάτωμα -1 του νοσοκομείου. Δεν με είδε κανείς. 
Άνοιξα την πόρτα του ψυγείου. Είδα το θεόσταλτο πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν σφαλισμένα. Ολόγυμνη. Στέγνωνε στο θάνατο. Ξύρισαν τις μασχάλες και το τρίχωμα του εφηβαίου της. Την σκέπασαν με  λευκό σεντόνι. Το τράβηξα. Το πήρα μαζί μου. Το τελευταίο άρωμα της. Έφυγα σαν κλέφτης. Στο κρεβάτι μου τυλίχτηκα με το σεντόνι της. Μιας άγνωστης γυναίκας. Με πήρε ο ύπνος ανασταίνοντας τα όνειρά της. 
Την άλλη μέρα έμαθα για την αυτοκτονία της. Απέτυχε στις Πανελλήνιες, είπαν στην τηλεόραση. 

Έρεβος. Σκοτάδι βαθειά μέσα στη γη.  Ερχόμαστε  για λίγο και πάμε πάλι εκεί. Αιώνες τώρα αυτό το αέναο ταξίδι. Άραγε είμαστε οι ίδιοι  που σουλατσάρουμε μεταξύ ζωής και θανάτου;  Έρεβος στα σύνορα με τον Άδη. 

-Δυό μπύρες ακόμα. 

 Η μέρα παρέδιδε  σκυταλοδρομώντας στη νύχτα. Άναψαν τα φώτα της αίθουσας. Άχνιζε φως η απεραντοσύνη του Θεσσαλικού κάμπου στο άγγιγμα της ψιλής βροχής. 
Η Ειρήνη σήκωσε το ποτήρι της. Στην υγειά μας.

Στην  υγειά του Έρωτα. Αυτός  έσπρωξε τον Έρεβο και την Νύχτα να κάνουν τον αέρα, το φως και τη μέρα. Αλλιώς σκοτάδι θα ήταν η ζωή μας.
Η Ειρήνη χαμογέλασε και πήρε πάλι το πληκτρολόγιο κοντά της.

Ταξιδευτής
5 Ιουνίου 2014(12)

3 Ιουν 2014

Ανεβαίναμε τώρα μια δύσκολη ανηφόρα





Ήθελα τόσο πολύ να γράψω. Το χέρι μου δεν πονούσε πια, αλλά δεν είχε ούτε δάχτυλα, ούτε ενέργεια. Ήταν ένα αξεσουάρ ντυμένο με άσπρες γάζες.
Ποτέ δεν έγραφα, πάντα φρόντιζα τα γραπτά και τα βιβλία των άλλων. Διορθωτής, επιμελητής, αποθηκάριος,  μεταφορέας από τον εκδοτικό στο βιβλιοπωλείο, βιβλιοπώλης. Το παιδί για όλες τις δουλειές, για το μεροκάματο.
Σχεδόν τριάντα χρόνια το μόνο άρωμα που φόρεσα ήταν της μελάνης και του βιβλίου. Στο μυαλό μου σκέψεις και εικόνες άλλων, σημεία στίξης, αριθμοί και λογαριασμοί, ένας λογιστής που ανακύκλωνα την καθημερινότητα, σπρώχνοντας το χρόνο. Ένα διήγημα με το απολυτήριο του Γυμνασίου στο χέρι και κάτι ημικαταθλιπτικά ποιήματα της εφηβικής μοναξιάς και ανασφάλειας.
Τώρα όμως ήθελα να δοκιμάσω.
Τι είναι το γράψιμο; Τόσοι και τόσοι γράφουν, τόσα και τόσα βιβλία τυπώνονται, κι άλλα μόνο για να τυπωθούν. Τόσα και τόσα βιβλία, στίβες στα κομοδίνα, στα ράφια της βιβλιοθήκης, στα κουτιά της αποθήκης, τόσα βιβλία που σημάδεψαν τις μέρες μου. Ποτέ δεν ένοιωσα μόνος. Το μυαλό μου δεν ησύχασε ποτέ, ούτε η καρδιά μου κατέβασε ποτέ χαμηλά τους σφυγμούς. Εκεί οι μάχες, εκεί ο πόλεμος, εκεί ο θάνατος και ο έρωτας εκεί.  Εκεί το ταξίδι, εκεί η στάση, εκεί το παραμύθι, εκεί και η ζωή. Σημαντικά, πολλές φορές και ασήμαντα σημαντικά, πελώρια κύματα που με κυμάτιζαν στη πιο γαλάζια θάλασσα, που με κατέβαζαν στον πιο μαγικό βυθό. Γεμάτα σημάδια απ’ αυτά είναι το σώμα, ο νους και η καρδιά.
Τα αρνήθηκα πολλές φορές τα βιβλία.  Εγώ θέλω να ζήσω έλεγα, δεν θέλω σκέψεις και θεωρίες άλλες. Ζήλεψα τη δουλειά του αγρότη, του κτίστη, του μαραγκού, του κηπουρού, τα ζευγάρια που άλλαζαν φιλιά στο δρόμο, τους νέους που επαναστατούσαν στις πορείες, τους ανθρώπους που φλέγονταν για έναν καλύτερο κόσμο. Όσες φορές τ' αρνήθηκα, άλλες τόσες φορές τα λάτρεψα. Σαν το δολοφόνο στο τόπο του εγκλήματος.
Ήθελα τώρα να γράψω. Ήθελα τώρα να μεθύσω, να χορέψω, να ζωγραφίσω, να φτιάξω αγάλματα και ήρωες της εποχής, ήρωες που άλλαξαν τον κόσμο, ήθελα τώρα να τραγουδήσω τα δικά μου τραγούδια, να μην ακούω πια των άλλων τα τραγούδια.
Αδειάζει ο ηθοποιός στη σκηνή, εκσπερματώνει ο συγγραφέας πάνω στο χαρτί.  Ένας μικρός θάνατος και μια ανάσταση. Λύτρωση. 
Κανέναν δεν ενδιαφέρουν τα ατομικά βιώματα. Η παγίδα. Πρέπει να ψάξω αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους, πως όμως αν δεν βρω αυτά που τους χωρίζουν. Πως να μιλήσεις για το τώρα, δίχως την ιστορία και πως να αποκλείσεις τον έρωτα που γεννάει τη ζωή. Τι να πεις για  τον πόλεμο και την ειρήνη, τους δυνάστες και τους λαούς, αυτούς που γκρεμίζουν ότι οι άλλοι κτίζουν. Αέναος πόλεμος η ζωή. Και ο έρωτας. Όλα πεθαίνουν και όλα γεννιούνται ξανά. 
- Τι σκέφτεσαι πάλι, ρωτάει ο Σπύρος δίπλα μου. 
- Βαρέθηκα Σπύρο έκτη μέρα σήμερα εδώ μέσα. Με περιμένει το Ουζερί.

 - Φεύγουμε, με ένα μεγάλο χαμόγελο. 
Ήταν η Ειρήνη, μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Φορούσε φόρμες και αθλητικά παπούτσια. Στη πλάτη της είχε περασμένο ένα σακίδιο. Φρεσκολουσμένη μοσχοβολούσε καλοκαίρι. Κι όμως  έξω έβρεχε. Χειμωνιάτικη υγρασία μέσα στον Ιούνη. Όμορφο μέσα στο Όμορφο. 
- Πάμε, είπα. Χαιρέτησα το Σπύρο, πήγα στις νοσοκόμες και είπα ευχαριστώ. Την Δευτέρα για τα ράμματα, είπε η Μάρθα. 

Το αυτοκίνητο της Ειρήνης, ένα παλιό μπορντώ 
tipo, μας περίμενε κάτω. 
- Πάμε. Πάμε να σου δείξω την πόλη από ψηλά. 
- Ειρήνη, θέλω μια χάρη. Πάρε μαζί σου το λάπτοπ. 
 Οδηγούσε δίπλα στο Ληθαίο. Έβρεχε, τρυφερά, χαϊδεύοντας ο ουρανός τη γη.  Έστριψε στη γέφυρα του Αγίου Νικολάου, μπήκε στο Βαρούσι. Σταμάτησε σ’ ένα μικρό ανακαινισμένο αρχοντικό. 
- Εδώ μένω, είπε. Περίμενε. 
Γύρισε αμέσως, ακόμα χάζευα έκθαμβος το σπίτι που έμενε. Οδηγούσε τώρα στη Μπάρα, ανεβήκαμε ένα δρομάκι, πέρασε μια γέφυρα πάνω από την Εθνική Τρικάλων-Ιωαννίνων, φθάσαμε στα Δημοσιουπαλληλικά.
Μου έδειξε τα σπίτια αυτής της καινούριας συνοικίας της πόλης, δεν είχα πάει ποτέ εκεί τα τελευταία χρόνια. Θυμήθηκα την περιοχή με απέραντα πράσινα λιβάδια, τότε που πηγαίναμε εκδρομή με το Α' Γυμνάσιο. Εκδρομή στο Σελίμογλου. 
Πρόσεξα στο βάθος μιας αυλής, μέσα στα νεόκτιστα σύγχρονα σπίτια, ένα παλιό κειμήλιο. Σαν να έρχονταν απ’ τα βάθη των αιώνων.  Ποιός μπορούσε να το αγγίξει; Κάποιος γνώριζε την ιστορία του. Σ’ αγαπώωω.
Ανεβαίναμε τώρα μια δύσκολη ανηφόρα, στη κορυφή του βουνού. Hotel Ananti.
Όταν φτάσαμε ήταν όλη η πόλη στα μάτια μας. Έβρεχε σιγανά. Θεραπευτικά.
Η Ειρήνη έβαλε το λάπτοπ πάνω στο τραπέζι.
-Δυό μπύρες.
Ήξερε. Ένας μονόλογος, χείμαρος δικός μου. Η σιωπή έσπασε. 
Κι αυτή, με τα μεγάλα της δάκτυλα έγραφε. Έγραφε  γρήγορα, να με προλάβει. Εμένα.
Και το χρόνο.

Ταξιδευτής
3 Ιουνίου 2014 (11)