15 Ιουλ 2014

Οι κλέφτες της ζωής των άλλων






Γύρω στις δέκα το πρωί με άφησαν να φύγω.
-Μέχρι να λυθεί το μυστήριο θα εμφανίζεσαι κάθε πρωί στις οκτώ, εδώ στο Αστυνομικό τμήμα. Είσαι κρατούμενος κατ’ οίκον. Μη τολμήσεις και εξαφανιστείς θα σου απαγγελθούν βαριές κατηγορίες, ακόμα και αν είσαι αθώος.
Τους έδωσα τη διεύθυνση από το δυάρι στα Τρίκαλα. Δεν είχα καμιά διάθεση να μπλέξω και το σπίτι στο χωριό, μαζί με τους γονείς.
Περπατούσα με βαριά βήματα και ακόμα πιο βαριά διάθεση την Κονδύλη. Πάνω μου είχα το κλειδί από το σπίτι της Αριστείδου Παππά. Σκέφτηκα να πάω εκεί. Κι ας είχα χρόνια να το δω.  Ήθελα να ηρεμήσω.
Σταμάτησα σε κάποιο περίπτερο και είδα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Το πτώμα είχε αναγνωριστεί ήδη. Από τους γονείς. Εμένα δεν μου είπαν τίποτα οι μπάτσοι.
«Ο Δημήτρης Αποκούμπης  αναγνωρίστηκε από τους γονείς του. Άφησε σημείωμα που εξηγεί τους λόγους της τελευταίας πράξης του. Διαβάστε το συγκλονιστικό αντίο του στη σελίδα 13» έγραφε η Έρευνα.  Περίπου τα ίδια και οι άλλες εφημερίδες.
Αγόρασα την Έρευνα, πήρα μια χρυσή κασετίνα, κάθισα στο καινούριο Rock καφέ, ζήτησα ένα σκέτο φρέντο καπουτσίνο και άναψα το πρώτο τσιγάρο.

Μάνα και πατέρα θα σας γεμίσω στενοχώρια με την απόφασή μου. Δεν μπορεί να γίνει όμως αλλιώς. Αυτός ο κόσμος δεν είναι για μένα πια. Όταν έφυγε η Μαρία νόμισα ότι θα το αντέξω. Ένα χρόνο μετά, την ίδια μέρα και ώρα, την ακολουθώ. Ελπίζω ότι θα τη συναντήσω κάπου στον Ουρανό. Ξέρω που πήγε, ξέρω τη γειτονιά που μένει.
Σας ζητάω μια χάρη. Δίπλα στο μνήμα της υπάρχει χώρος, αυτό το διαπίστωσα λίγο πριν πέσω στο ποτάμι και αφεθώ στη ροή του. Εκεί θέλω να θάψετε και μένα.
Η σκέψη και μόνο πως θα είμαστε δίπλα δίπλα με γεμίζει ευτυχία. Όλα τα υπόλοιπα  δυστυχία. Έτσι θα λυτρωθώ.
Φεύγω χαμογελαστός και εκπληρωμένος. Δεν θέλω να κλάψετε, θέλω να τραγουδήσετε, να χορέψετε, να πείτε κόκκινο κρασί. Σαν να είναι ο γάμος που δεν έγινε.
Πάλεψα για ένα καλύτερο κόσμο, μαζί με την Μαρία παλεύαμε. Στα μαθητικά μας χρόνια, στα φοιτητικά μας χρόνια, στην ανεργία μας, παντού μαζί.  Ήταν ο πρώτος έρωτας, είναι η τελευταία αγάπη. Είναι το τέλος της ντροπής.
Εκείνη τη μέρα που οι Ισραηλινοί έριξαν τις ρουκέτες, μαζί με τη Μαρία σκοτώθηκαν τρία παιδιά. Το τρίτο ήταν το δικό μας. Αυτό που δεν γεννήθηκε ποτέ. Η συνέχεια του κόσμου που ονειρευτήκαμε. Οι Γιατροί χωρίς σύνορα κάνουν σπουδαίο έργο, να το θυμάστε πάντα.
Θέλω να δώσετε μια συνέχεια σε ότι κάναμε με τη Μαρία, υιοθετώντας τη φροντίδα του μικρού Ομάρ, βάζοντας κάθε μήνα  50 ευρώ στον παρακάτω λογαριασμό της Εθνικής: 000000OMAR999ZOH. Τα χρήματα στο λογαριασμό μου φτάνουν για 13 χρόνια.  Δεν θέλω άλλο μνημόσυνο απ’ αυτό.
Θέλω ακόμα να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη ζωή που μου δώσατε. Ήσασταν οι καλύτεροι γονείς για μένα.
Να φιλήσετε τη γιαγιά Ευθυμία και τον Σταύρο από μένα.
Σας φιλώ, σας λατρεύω, σας χρωστάω τη ζωή που έζησα. Αυτή που δεν έζησα άλλοι την έκλεψαν. Οι κλέφτες της ζωής των άλλων.

Ο Δημήτρης Αποκούμπης ήταν 33 χρόνων.

Πλήρωσα τον καφέ, ήπια μια γουλιά ακόμα και πήρα τους δρόμους  της χαρμολύπης.
Έπεφταν οι πρώτες σταγόνες της πρώτης βροχής του καλοκαιριού. Άστραφτε μακριά. Τα μπουμπουνητά όλο και πλησίαζαν.

Ταξιδευτής
15 Ιουλίου 2014 (26)

11 Ιουλ 2014

Αιώνια στιγμή





Άπλωνε τα χέρια της τρυφερά, του γλάρου φτερούγισμα
Πότε τα σήκωνε ψηλά, απλωτά, το στήθος της φούσκωνε
Ύστερα καταλάγιαζε τον ρυθμό, μ’ ένα χαμόγελο
Και μ’ άλλα κρυφά σημάδια, που μόνο αυτοί και οι μαθητές της γνώριζαν
Έδινε νότες και έπαιρνε αγάπη, έδινε την αγάπης της και δωριζόταν τις νότες
Η πλατεία μόλις τέλειωνε κάθε σύγχορδη μυσταγωγία, γέμιζε από το χειροκρότημα
Ένα παρατεταμένο χειροκρότημα της ψυχής που ανασταίνονταν κάθε φορά
Ταξίδευε πάνω σ’ ένα πλοίο καπετάνιος, οι ναύτες προσκυνούσαν τα αρχαία κάλλη της, και το γαλάζιο του Αιγαίου, τον ξέθωρο ουρανό, τα μάτια της
Οι πόρτες ήταν όλες ανοιχτές, έρχονταν ο αέρας του Ιούνη να πάρει τα μηνύματα, να τα πάει μακριά
Εκείνο το βράδυ τα αστέρια ζήλεψαν, κατέβηκαν χαμηλά κι έστησαν το χορό, μέσα μου, πάνω μου, δίπλα μου
Δεν ήταν παρά μια απλή γυναίκα που ξόδευε την ομορφιά της σαν επανάσταση
Στο τέλος απροσδόκητα τη συνάντησα. Από κοντά ήταν σαν Άγια
Ο αέρας της έπαιρνε τα ξανθά της μακριά μαλλιά
Αυτή με μια κίνηση, ίδια μαέστρου συμφωνικής ορχήστρας, τα έριχνε στην πλάτη της
Σαν ν’ άφηνε να δω τα μάτια της, να ακούω τη φωνή της
Κράτησε για λίγο τα μάτια μου στα χέρια της
Ήταν μια αιώνια στιγμή. Έρωτας και Επανάσταση μαζί
Νίκη το όνομά της.
Αρχαία η ομορφιά της.




Κωστής Ταξιδεύων
11 Ιουλίου 2014


10 Ιουλ 2014

Κατασκευή ενόχων






Το πρωί έμαθα ότι η Ρένα αφέθηκε ελεύθερη. Στις 8 βρίσκομαι πάλι απέναντι στον ανακριτή. Με τεχνητό χαμόγελο ο αστυνόμος  Έκτωρας άρχισε πάλι τις προσωπικές ερωτήσεις.
Τι δουλειά κάνω αυτόν τον καιρό, πως τη βγάζω πέρα οικονομικά, πόσο καιρό έχω που γύρισα στα Τρίκαλα, γιατί γύρισα, πόσα βιβλία μετέφρασα, αν έχω γράψει κάποιο βιβλίο, τι γνώμη έχω για την Ουκρανία, για τους καμικάζι στην Παλαιστίνη και άλλα άσχετα.
Δεν απάντησα σε κανένα. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, δεν απαντώ και σκεπτόμουν αν επιβαρύνω τη θέση μου μη συνεργαζόμενος και αν δημιουργώ περισσότερες υποψίες.
Όταν άνοιξε η πόρτα του ανακριτικού γραφείου μία αστυνομικός, μάλλον η γραμματέας του, έφερε τις τοπικές εφημερίδες.
Όλες, είχαν πρωτοσέλιδο το ανθρώπινο πτώμα στο Ληθαίο. Η Έρευνα κατά τον προσφιλή της τρόπο ανέφερε απλά το γεγονός, κρατώντας αποστάσεις από όλους και όλα. Η  συνήθης τακτική των εφημερίδων να κερδίζουν διαφημίσεις από παντού.
Η Ενημέρωση έθετε κι ένα ερώτημα, έγκλημα ή αυτοκτονία. Ο Πρωινός Λόγος περισσότερο μπλαμπλάς,  ενοχοποιούσε μεσήλικο ζευγάρι που για ώρα βρίσκονταν στο σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα. Είχε και τα αρχικά, τα δικά μου και της Ρένας. Κουβέντα δεν έλεγαν ότι εγώ τηλεφώνησα. Πόσες φορές ο εγκληματίας τηλεφώνησε στην αστυνομία να τον συλλάβουν;
Ακόμα δεν είχε αναγνωρισθεί το πτώμα.
Έριξα μια ματιά και τις άφησα δίπλα στο τραπέζι. Όσες φορές ξέρω τα γεγονότα από μέσα, άλλες τόσες λέω ούτε τα αυτονόητα δεν πιστεύω από τις εφημερίδες, τις οποίες σταμάτησα να διαβάζω όταν έγραψαν ότι παραβρέθηκε ο Ερντογάν στα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης, ενώ εκείνος την ίδια ώρα έτρωγε φρέσκο ψάρι στον Βόσπορο. Στο Βήμα της Κυριακής ήταν, του Λαμπράκη της ντροπής. Φυσικά και δεν είναι όλες οι εφημερίδες το ίδιο, ούτε όλοι οι δημοσιογράφοι πουλημένοι. Απλά χρόνια ολόκληρα ράβε ξήλωνε. Τις βαρέθηκα κι αυτές και τα δώρα τους. Ούτε θα μου επιβάλουν αυτές ποιο βιβλίο θα διαβάσω και σε ποιο σουπερ μάρκετ θα ψωνίσω ή τα άσματα του Κόκοτα μιας άλλης εποχής. Τότε που τραγουδούσαμε στου προφήτη Ηλία τα σοκάκια τα βραδάκια. Ο Προφήτης Ηλίας μας καθόρισε στα μαθητικά μας χρόνια. Πυκνό δάσος από πεύκα πάνω από το Γυμνάσιο. Εκεί τα σκασιαρχεία, εκεί τα πρώτα ραντεβού, εκεί τα πρώτα σκιρτήματα.
Ρώτησα κι εγώ τον Έκτωρα, τι γνώμη έχει για τον Προφήτη Ηλία, καθώς σκεφτόμουνα μια άλλη εποχή. Τότε που έπλαθαν ενόχους από το τίποτα. Ήσουν αριστερός, στη φυλακή. 
Απάντησε ότι δεν είναι αυτό το θέμα μας. Και ποιο είναι;
Του ζήτησα καφέ και είπε όχι. Δικαιούσαι ένα ποτήρι νερό μόνο.
Τελικά τι θέλετε από μένα; Έπρεπε να αφήσω έναν άνθρωπο έστω και πτώμα να τον πάρει το ποτάμι; Αντί να πείτε ευχαριστώ με πετάτε σαν σακί στο κελί της λογικής σας;
-Αν συνεργασθείς θα ελαφρύνεις τη θέση σου μέχρι να αποδειχτεί η αλήθεια
-Σας είπα όλη την αλήθεια, δεν έχω τίποτα άλλο να πω.
-Γιατί ήσασταν εκείνη την ώρα στο ποτάμι, στο συγκεκριμένο σημείο;
-Γιατί είμαι ρομαντικός κι εκεί έχει το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα της πόλης. Πήγατε καμιά φορά;
-Οι χασομέρηδες κατεβαίνουν στο ποτάμι και οι ύποπτοι να απαλύνουν τις ενοχές τους.
Τα πήρα ανάποδες.

Εγώ είμαι και χασομέρης και ύποπτος. Χρόνια ολόκληρα σας λιβανίζουμε με το καλό. Οι μπάτσοι οι καημένοι, βγάζουν το ψωμί  τους, εκτελούν εντολές του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Κάποτε πρέπει να ενηλικιωθείτε και σεις, να πάρετε τις ευθύνες σας. Καταλαβαίνω πως γίνεται ο άνθρωπος ζώον, μέσα σε μια στολή σαν τη δικιά σου, καταλαβαίνω όταν κρατάς όπλα και γκλομπς  πως επιτίθεσαι, σας καταλαβαίνω. Αλλά εσείς ποτέ δεν θα  γίνετε άνθρωποι;
Πως μπορείτε να κάνετε τους υπηρέτες της νομιμότητας, εσείς οι διεφθαρμένοι; Εσείς διακινείτε τα ναρκωτικά, εσείς λαδώνεστε από εμπόρους, εσείς υπηρετήσατε τη χούντα και κάθε μορφής χούντα, εσείς συνεργάζεστε και ψηφίζετε χρυσή αυγή, εσείς δημιουργείτε τα επεισόδια στις διαδηλώσεις του λαού, εσείς ρίξατε χημικά στον Γλέζο, εσείς πλάθετε ενόχους να δικαιολογήσετε τον μισθό σας. Μπορείς να μου πεις γιατί είμαι εδώ τώρα;
Άρχισα να του μιλάω στον ενικό, ευγενικά, όχι φοβισμένα πια. Ούτε μέτραγα τα λόγια μου, ούτε μ’ ένοιαζε.
Αν δεν έφευγε κλειδώνοντας πίσω την πόρτα πόσα θα άκουγε ακόμα.
Ούτε ήξερα πια τι με περίμενε.
Ξεκίναγε μια αλλόκοτη μέρα, μια μέρα χωρίς αιτία. Η πόλη έξω ζωντάνευε τους ρυθμούς της καθημερινότητας.
Ρένα θα σε πνίξω έλεγα μέσα μου. Ούτε που φάνηκε.
Λες;

Ταξιδευτής
10 Ιουλίου 2014 (25)

9 Ιουλ 2014

Ειδήσεις σε 1 λεπτό …. ή σαράντα υπό σκιάν.



Η ευρωβουλευτίνα της Σαμαρικής Δημοκρατίας Μαρία Σπυράκη, ντυμένη τσιγγάνα, ζήτησε στη πρώτη της ομιλία στην Ευρωβουλή, στήριξη από τους ευρωπαίους, ώστε να πατήσουμε κάτω την αριστερά και τον λαό, που δεν αφήνουν να πουλήσουμε τη ΔΕΗ. Εμείς μεταρυθμίζουμε είπε, και αυτοί μας βγάζουν τη γλώσσα έξω. Ο Μιχάλης Ταμήλος, της έστειλε αμέσως τηλεγράφημα και της είπε δυό λέξεις: «Και λίγα είπες.
Έπρεπε να πεις και αυτά που είπα εγώ στο κανάλι σου.»

Οι βραζιλιάνοι καίνε ότι βρουν μπροστά τους. Τέτοια φτώχια δεν την άντεξαν και λύθηκαν στο κλάμα, στο πιο ωραίο πράμα μετά τη συμφορά….Ο ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Σπύρος Ζαγοράκης, υπεύθυνος σε θέματα πολιτισμού, δήλωσε πως αυτά δεν είναι πολιτισμένα πράγματα. Έτσι διώχνουμε τον κόσμο από τις τηλεοράσεις, είπε.

Ιδιώτης έφραξε παραλία στα Κουφονήσια και ζητούσε 15 ευρώ εισιτήριο από τους επισκέπτες. Δημιουργήθηκαν μικροεπεισόδια, καθώς αρκετοί ήταν αυτοί που πήδαγαν πάνω από τον φράχτη. Σε ερώτηση ποιόν ρώτησε και την έφραξε, την παραλία, απαντούσε μονότονα: «Το κράτος ποιόν ρώτησε;». Ο ιδιώτης συνελήφθη. Το κράτος δεν συνελήφθη ακόμα.


Σε συζήτηση στη βουλή, η Νέα Δημοκρατία αρνήθηκε δημοψήφισμα για την πώληση της ΔΕΗ. Είμαστε σίγουροι ότι θα χάσουμε πάλι κι αυτό δεν αντέχεται δεύτερη φορά, φέρεται να δήλωσε ο Πρωθυπουργός, που ακόμα παραμένει Πρωθυπουργός. Είδατε τι έπαθε η Βραζιλία χτες. Αν δεν είχα τον Βαγγέλη…. είπε, σε μια σπάνια κρίση αυτογνωσίας.

Φαινόμενο που συμβαίνει σπάνια, η δίωρη καθυστέρηση της δύσης του ηλίου απόψε. Οι επιστήμονες μίλησαν για ατύχημα των άστρων που προκάλεσε εμπόδια στην ουράνια διαδρομή. Το Φεγγάρι βγήκε κανονικά απόψε και μάλιστα πολύ νωρίτερα από τις επτά.

Γνωστό παλιό στέλεχος του πασοκ, που είχε την εποπτεία της πολιτιστικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης της νεολαίας του κόμματος, - τα χρόνια εκείνα, επανήλθε στη δημοσιότητα με μαθήματα χωρισμού στην πράξη. Ο ίδιος λέει ότι ο κόμματος τώρα γέρασε.

Και λίγα πράγματα για τον καιρό, που δεν είναι πράγματα, αλλά καυτές πόζες θερμομέτρου εν βρασμώ ψυχής.
Εξ αιτίας του καλοκαιριού και αύριο θα έχουμε ζέστη. Η ΕΜΥ προειδοποιεί. Η κυβέρνηση σκέφτεται να αφήσει ελεύθερες τις παραλίες για τα μπάνια του λαού, όταν η θερμοκρασία ξεπερνάει τους 40 βαθμούς. Αυτή την ώρα συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο, αν θα είναι υπό σκιάν ή ντάλα στον ήλιο οι ….σαράντα βαθμοί κελσίου.
Οι πωλητές με τις κινέζικες βεντάλιες κάνουν χρυσές δουλειές αυτές τις μέρες.

Καλό ξ-ημέρωμα.


Ταξιδευτής
9 Ιουλίου 2014

8 Ιουλ 2014

Ο πρώτος ύποπτος είμαι εγώ



Ένα πυρπολικό και ένα ασθενοφόρο έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα. 9 και κάτι βράδυ.
Ο άνθρωπος δεν είχε χαθεί από τα μάτια μας, καθώς τα νερά  πέντε μέτρα παρακάτω έκαναν ένα μικρό στροβίλισμα εξαιτίας μιας στροφής του ποταμιού. Τα νερά έριχναν το άψυχο πτώμα πάνω στον τοιχίο της απέναντι όχθης. Και ξανά. Νεαρός άντρας, γύρω στα τριάντα. Φορούσε λαδί μακό και πολύχρωμη βερμούδα. Τα μαλλιά του καστανά, τα πόδια του γυμνά.
Το ασθενοφόρο πέρασε την γέφυρα και πήγε στην απέναντι όχθη. Οι αστυνομικοί κι εγώ πήγαμε γρήγορα  εκεί. Οι τραυματιοφορείς μπροστά με το φορείο, εμείς πίσω κατεβήκαμε στο ποτάμι. Ο ένας αστυνομικός φόρεσε γρήγορα γρήγορα μπότες πάνω από το γόνατο, μπήκε μες το νερό και ανέσυρε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια τον νεκρό. Βοηθήσαμε όλοι. Είμαστε πάνω από το φορείο και κοιτάμε τον γυμνασμένο νέο. Ούτε τριάντα χρονών. Πάνω από ένα ογδόντα, δίχως περιττά κιλά. Μάλλον ωραίος άντρας. Χτυπημένος από τα πήγαινε έλα στο τοιχίο, ζεστή πληγή το ξυρισμένο πρόσωπό του. Ξεχώριζαν τα πράσινα μάτια του και τα λευκά του δόντια.  Και η μακριά του μύτη. Ο νοσοκόμος έκλεισε τα μάτια και το στόμα του.  Ένα γιατί κι ένα πως. 
Το ασθενοφόρο έφυγε για το νεκροτομείο. Κι εγώ έπρεπε να δηλώσω την ταυτότητά μου. Έπρεπε ακόμα να ακολουθήσω στο τμήμα για κατάθεση. Κανένας από όλους που βρεθήκαμε εκεί δεν αναγνώρισε το νεκρό πτώμα. 
Η Ρένα τους έδειξε την ταυτότητα της, τους ζήτησε ευγενικά να μην ακολουθήσει και είναι στη διάθεσή  τους αν χρειαστεί. Δεν το δέχτηκαν.
Στο αστυνομικό τμήμα έπεσα σε αντιφάσεις. Διαπίστωσα ότι είμαι τόσο τρομαγμένος. Η σκέψη ότι μπορούσε να ήμουν εγώ, με τρόμαζε ακόμα περισσότερο. Το χλωμό πρόσωπό του, τατουάζ στο μυαλό μου. Ζήτησα να μου μετρήσουν την πίεση. Ένας ευγενικός αστυνομικός μας οδήγησε σε  ένα δωμάτιο. Ανακριτικό γραφείο, έγραφε η ταμπέλα στην πόρτα. 
-Ηρεμήστε, θα ρθει κάποιος να σας μετρήσει.
 Ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο τραπέζι, τρεις καρέκλες και μια εικόνα του Χριστού στον τοίχο, με αγκαθωτό στεφάνι στο κεφάλι.
Η νεαρή αστυνομικός με καπέλο, φούστα ως το γόνατο και τα μαλλιά στις πλάτες, μας έφερε νερό. Μου μέτρησε την πίεση.  15 και 9. 
-Θα ξανάρθω σε λίγο, είπε κι έφυγε. 
Στο τμήμα είχε ησυχία, από το παράθυρο φαινόταν η νύχτα και τα φώτα της πόλης. Ήμασταν στον τρίτο όροφο. 
Δεν είναι η πρώτη φορά που μπλέκουμε με την Ρένα. Κι άλλη φορά μας κουβάλησαν εδώ, μετά από μια διαδήλωση. Αντίσταση κατά της αρχής η κατηγορία. 
Άλλη μια φορά στο σχολείο συμμαθητές, μας πήρε τις κόλλες ο επιτηρητής καθηγητής. Πράγματι αντέγραφα από τη Ρένα. Αλλά κι αυτή από τον Νίκο και ας μην το παραδέχτηκε ποτέ. Τότε ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Αυτή δεν ήταν. Με ερωτεύτηκε στα φοιτητικά μας χρόνια  Δεν την ερωτεύτηκα εγώ τότε. Έτσι κύλησε η συμμαθητική ζωή με τη Ρένα. Μια στον έρωτα και μια στη φιλία. Τώρα είμαστε δύο αχώριστοι φίλοι. Σε ένα ανακριτικό δωμάτιο της αστυνομίας. 
-Θα πάρουμε βραβείο γιατί ανακαλύψαμε το πτώμα, της έλεγα. Και η Ρένα από κείνη την ώρα παρέμεινε αμίλητη.
-Αστυνόμος Έκτωρ. Θα σας κάνω κάποιες σχετικά με το συμβάν ερωτήσεις. Παρακαλώ ο κύριος να εξέλθει της αιθούσης. Εξήλθα.
Όταν εξήλθε η Ρένα και εισήλθα εγώ, την είδα ωχρή.
-Χάρης Ουτοπιστής.
-Ναι
-Θέλω να μου διηγηθείς τα γεγονότα. 
Με πήρε γύρω στη μισή ώρα, του είπα ακριβώς τι συνέβηκε.  Του είπα πως κατεβήκαμε στο ποτάμι, σε εκείνο το σημείο να απολαύσουμε το ηλιοβασίλεμα.  Ότι δεν είχαμε παρά ένα τέταρτο και ότι είδαμε μας σόκαρε. Τηλεφώνησα αμέσως, μόλις είδαμε το πτώμα, στην αστυνομία.
-Το γρατσούνισμα στο λαιμό σου πως έγινε;
-Ποιο γρατσούνισμα; 
Έφερε ένα καθρέφτη. 
Μια ραφή από αίμα ήταν κολλημένη στο λαιμό μου. Δεν ένοιωθα τίποτα. Είχα μέρες να δω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ένα ελαφρύ τρέμουλο γήρανσης έζωσε το σώμα μου.
Τα μάτια μου είχαν σακουλιάσει, οι πρώτες ρυτίδες ίδρωναν άνευ λόγου, κρύες σταγόνες ιδρώτα  έλουζαν τα μαλλιά μου, ένα σημάδι σκοτεινό φύτρωσε στην άλλη άκρη του λαιμού μου.
-Θυμάσαι τι ώρα περίπου κατεβήκατε στο ποτάμι;
-Δεν φοράω ρολόι βλέπεις αστυνόμε.
-Περίπου, σε ρώτησα
-Πρέπει να ήταν λίγο πριν τις εννιά
-Η κυρία είπε ότι είχατε πάνω από ώρα εκεί
-Νομίζω ότι η κυρία φοράει ρολόι
-Έχεις τη δυνατότητα να μην απαντάς, όχι να ειρωνεύεσαι.
-Δεν ειρωνεύομαι, διακρίνω κάποια υπόνοια από τη μεριά σας. Τι υπονοείται;
-Δεν υπονοώ τίποτα. Θέλω τα γεγονότα με καθαρές λεπτομέρειες. Να είσαι σίγουρος ότι έγινε θα λάμψει από την αλήθεια. 
-Είπα εγώ να μην λάμψει;
-Ποιά η σχέση  σας με την κυρία;
-Είμαστε φίλοι από το γυμνάσιο, συμμαθητές.
-Η κυρία μίλησε για εραστές
-Ήμασταν κατά καιρούς. Τώρα δεν είμαστε. Είμαστε φίλοι. Δεν σας αφορούν τα προσωπικά μου δεδομένα.
Εκείνη την ώρα μπήκε κάποιος άλλος αστυνομικός και μου ζήτησε να δει την παλάμη μου. Μετά την κάλυψε με αυτοκόλλητο. Ζήτησε να σηκωθώ και να ποζάρω για μια αναμνηστική φωτογραφία, είπε. Μετά τράβηξε με προσοχή το αυτοκόλλητο από την παλάμη μου κι έφυγε από την αίθουσα. 
-Τα διαδικαστικά, είπε ο Έκτωρας
-Ποια διαδικαστικά; ρώτησα εγώ 
Η ειρωνεία είναι ότι με ευχαρίστησε και έφυγε. Με πήραν άλλοι δύο μπάτσοι και με έριξαν μόνο μου σε ένα κελί, σκοτεινό, ζεστό, με ένα μικρό παραθυράκι. Και μια καρέκλα. Δεν μου δόθηκε καμία άλλη εξήγηση. Η πόρτα κλείδωσε απ’ έξω.
Ήταν μία εφιαλτική νύχτα. Η Ρένα δεν ήξερα τι απέγινε. 
Η μόνη μου παρηγοριά μια μικρή πασχαλίτσα. Ευτυχώς που έμπαινε το φεγγάρι και έπαιζα μαζί της.

Ταξιδευτής
8 Ιουλίου 2014 (24)

7 Ιουλ 2014

Συναυλία σκυλιών

Ρε


 Άγρια έναστρη καλοκαιρινή νύχτα. Ανοιχτή  η μπαλκονόπορτα, ανεμίζει με δροσερό αεράκι το υπνοδωμάτιο. Κόκκινη η πλάτη μου, από την πρώτη μέρα στη θάλασσα. Ο Ρακοπόταμος στα μάτια μου η Πρέβελη.  Ένα ποτάμι κατεβαίνει από το δασωμένο βουνό. Η θάλασσα του Αιγαίου λαμπυρίζει ως την Κρήτη.  Μια αχτίδα φωτός η απόσταση. Είμαι σίγουρος πως το άσπρο καραβάκι που έφτιαξα, όταν τελείωσα το Ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι, έφτασε στην Κρήτη. Πάνω σε χαρτόνι εξωφύλλου βιβλίου, έγραψα κάτι ακαταλαβίστικα αρχικά. Μ. Ν. Μ. Κ. Κ.Τ..
Ένας φίλος γλάρος, στην Νάξο, το είδε να ιστιοπλοεί μαζί με δεκάδες άλλα ιστιοπλοϊκά στην Πλάκα. Επί ίσοις όροις. 
Ο Ρακοπόταμος έχει καθαρά νερά και το Παρδαλό κατσίκι καλά ρεμπέτικα, ντάλα μεσημέρι.  Ψήστης και Ρεμπέτης. Και η Μαρία ωραίο χαμόγελο και μεγάλα μάτια. 
 Η Κυριακή πέρασε. Όλες οι Κυριακές περνούν. Όπως και οι Δευτέρες και οι Τρίτες. Η Κυριακή πιο γρήγορα όμως, όπως και το καλοκαίρι, όπως και η ζωή.

Τη νύχτα τα σκυλιά γαύγιζαν. Πότε ένα μόνο του, πότε δύο μαζί, πότε όλα μαζί.  Μόλις αποκοιμήθηκα άκουσα το πρώτο γαύγισμα. Δεν άργησε το δεύτερο, το τρίτο. Και η συγχορδία.  Άλλη νύχτα δεν άκουσα τόσα σκυλιά για ώρες, πάνω από δύο, να γαυγίζουν τόσο ρυθμικά. Αυτή η ορχήστρα είχε μαέστρο. Αλλιώς δεν εξηγείται.
Τα γαυγίσματα ερχόταν από διαφορετικά σημεία της πόλης. Κάποια από κοντά, κάποια από πολύ μακριά. Φορές τα γαυγίσματα ήταν χαϊδευτικά στα αυτιά μου, λες και ο μαέστρος χαμήλωνε τις νότες. Αμέσως μετά οι νότες ανέβαιναν, ο μαέστρος ανέβαζε τη μπακέτα ψηλά, τα γαυγίσματα δυνάμωναν, αμέτρητα πια σκυλιά έμπαιναν άγρια στο ρυθμό, νόμιζες τότε κάτι θα συμβεί. Ξαφνικά σταμάταγαν όλα. Ένα μόνο σκυλί γαύγιζε θρηνώντας. Έμοιαζε φωνή από κουτάβι. Σαν λυγμός, σαν θρήνος για κάτι που χάθηκε. Και στο τέλος γαυγίσματα πολλά, σαν κύματα του Δούναβη, ορμητικά. Μεσολαβούσε μια μικρή ανάσα, όπως στην ορχήστρα κλασικής μουσικής. Και πάλι διέκρινα στη φαντασία  μου, -δεν έβλεπα, μόνο άκουγα,- τον μαέστρο να δίνει το σύνθημα. Πότε άρχιζαν πολλά μαζί , σαν έξι κλαρίνα και άλλα τόσα μπουζούκια. Σταμάταγαν και ακουγόταν η φωνή της φυσαρμόνικας, κλάμα και χαρά μαζί. Και μετά τα τύμπανα, μόνα τους. 
Ήταν αδύνατον να κοιμηθώ. Κάτι συνέβαινε στην πόλη. Ή επρόκειτο να συμβεί. Μια φωτιά μέσα στη νύχτα που έβγαζε πανύψηλες φλόγες, ένας αγωγός νερού που έσπασε και οι δρόμοι πλημμύρισαν, ένας σεισμός που επρόκειτο να γίνει ή ένα ηφαίστειο που πρόκειται να εκραγεί. Μέχρι εκεί έφτασε το μυαλό μου. Κι ας  ήξερα καλά ότι η πόλη μου δεν ανήκει στις ηφαιστειογενείς περιοχές. Μόνο στη Σαντορίνη κάποτε και τώρα έγινε τουριστικός προορισμός. 
Με μάγευε η φωνή ενός μικρού σκυλιού, με αγρίευε ενός μαντρόσκυλου. Καθώς η ώρα περνούσε, περασμένες τέσσερις το πρωί, έμαθα να αναγνωρίζω τις ίδιες φωνές. Άλλες μπάσες, άλλες πρίμα, λεπτές, άλλες υπόκωφες, άλλες δυναμικές, άλλες αμυντικές και άλλες έτοιμες για επίθεση. 
Φορές νόμιζα ότι αποφάσισαν μια νύχτα τα σκυλιά να μη κοιμηθούν, τους μοναχικούς ξάγρυπνους πιστούς φίλους να διασκεδάσουν. Όταν άκουγα εκείνο το θηρίο όμως, είμαι σίγουρος ότι ήταν μαντρόσκυλο, πάνω από μέτρο μπόι, έλεγα δεν είναι δυνατόν, αυτό βγάζει δόντια, λύσσαξε. 
Ούτε μια παραφωνία, ο αόρατος μαέστρος κάποιος σημαντικός θα ήταν. Μόνο μια γάτα, χώθηκε φάλτσα, φοβισμένα, για λίγο και μετά σώπασε κι αυτή. Μάλλον η γάτα της Χαρούλας ήταν. Ξέρω εγώ τι φοβητσιάρα είναι. Παραλίγο μια μέρα να την φάει ένας ποντικός. Το είδα με τα μάτια μου. Έφυγε τρέχοντας και σκαρφάλωσε σε μια τεράστια κερασιά και έμεινε εκεί πάνω τρεις μέρες. Τρία κιλά γαύρο αγόρασε η Χαρούλα, τρόμαξε να την κατεβάσει.
Μοιραίο ήταν να κάνω και συνειρμούς. Μήπως ο Ταμήλος.  Τον άκουσα στην άκρη της ορχήστρας να κάνει θόρυβο. Κάποιος να τον προσέξει. Συνήθως όσοι τίποτα δεν έχουν να πουν ή να κάνουν, κάνουν θόρυβο. Ένοιωσα με αλύπητη συμπάθεια για τον Μιχάλη. Θα ήθελα να καμαρώνω για τους εκπροσώπους του Έθνους. Ο Μιχάλης είναι κι αυτός ένας εκπρόσωπος. Εκπροσωπεί τον λαό του. Χτυπιέται, γίνεται ρεζίλι για χάρη του στα κανάλια. Βέβαια αυτός  έχει την άποψη, ότι τα κανάλια γίνονται ρεζίλι που ασχολούνται μαζί του. Μερικές φορές και ομοτράπεζοι του. Για φαντάσου να σε καλέσουν στο ίδιο τραπέζι με τον Ταμήλος; Εννοώ για συζήτηση πολιτική, γιατί Ο Μιχάλης για χαβαλέ στα άλλα τραπεζώματα, είναι πρώτος. Από πανηγύρι σε πανηγύρι. Και καλά κάνει. Σήμερα αν δεν έκανε έτσι θα δούλευε. Τώρα δουλεύει άλλους. 
Πήγε χαράματα. Τα σκυλιά σώπασαν. Κάποτε οι χορωδίες κι αυτές τελειώνουν. Θυμάσαι μόνο τις κινήσεις του μαέστρου. Και χαμογελάς. 
Συνήθως σκυλάδικα, ονομάζουν τα  τραγούδια που σπάζουν πιάτα και η τραγουδίστρια έχει τα βυζιά έξω ή τα μπούτια ή και τα δυό, να καλύπτει τις λαρυγγικές αδυναμίες της και τους αυτιστικούς στίχους του στιχουργού.  Η συναυλία της νύχτας που πέρασε, το δηλώνω ευθαρσώς, πως ουδεμία σχέση είχε με τέτοιου είδους παρακατιανά ακούσματα για λούμπεν στοιχεία.
Ήταν η φωνή των ζώων.
Κοιμήθηκα πάνω από μια ώρα, αποκαμωμένος και απορημένος για ότι συνέβηκε ή πρόκειται να συμβεί.
Το πρωί είδα τον ήλιο από μακριά, δυό μέτρα πάνω από ανατολικό βουνό. Η κορυφή του Κόζιακα είχε τόση διαύγεια, που έμοιαζε σαν καρδιογράφημα παιδιού. 
Ένα κοπάδι χελιδόνια μπροστά στα μάτια μου, έπαιζαν και τσίριζαν, σαν παιδιά που θέλουν το πρωινό τους γάλα. 
Έστυψα με τα χέρια μου, δυό πορτοκάλια. Η βιταμίνη 
C δίνει ενέργεια

Ταξιδευτής
7 Ιουλίου 2014

5 Ιουλ 2014

Αυτό το ποίημα δεν τελειώνει ποτέ


Θα γράψω ένα ποίημα
Που θα υμνεί τον έρωτα και τη φύση
Τα δέντρα και τα πουλιά
Το νερό και τα απότιστα λουλούδια
Τη γέννα και το θάνατο
Θα γράψω ένα μισοτελειωμένο ποίημα
Αφού ποτέ δεν έμαθα να γράφω ποιήματα
Ο λόκληρα
Με αρχή, μέση και τέλος
Όλα μισά στη ζωή μου
Ο πρώτος έρωτας
Ο πρώτος θάνατος
Καλύτερα να πέθαινα στο πρώτο απύθμενο φιλί
Στην πρώτη εκείνη αστραπή
Όταν λαμπάδιασε το σώμα μου, τότε που κάηκε το μυαλό μου
Αιχμάλωτος πολέμου, μάτια κλειστά στη φυλακή
Καταραμένος να αναζητώ μια χαραμάδα φως
Να δραπετεύω σε μια άλλη χώρα. Ανύπαρκτη
Άλλους ποιητές να διαβάσω, να νοσταλγήσω τους δικούς μας
Και όταν όλους πια θα καταλάβω, σαν εμένα κι αυτοί
Κι εγώ σαν εκείνους
Λέω,
Όταν διαβάσω όλους τους ποιητές, θα γράψω ένα ποίημα
Θα επιστρέψω σαν τον Οδυσσέα, θα έχω γεράσει
Αλλά θα γράψω ένα ποίημα, που όμοιο του άλλο δεν θα είναι
Ένα δικό μου ποίημα, κατάδικό μου,
Κατάδικό Σου.

Θα γεφυρώσω τότε τη ζωή με τον θάνατο.

Κωστής Ταξιδεύων
4 Ιουλίου 2014


                          
                

3 Ιουλ 2014

Έχω ένα όνειρο

Το παλιό εργοστάσιο στη Θεμιστοκλέους, σήμερα είναι Πολιτιστικό κέντρο. Μουσείο, όλες εκείνες οι μηχανές που έφτιαχναν τα αναψυκτικά Κλιάφα, μηχανές πάγου, μπουκάλια  και καπάκια, τυπογραφεία παλιών εφημερίδων. Κέντρο ιστορίας και πολιτισμού, αίθουσα διαλέξεων και συνεδρίων, διδασκαλία της τοπικής ιστορίας, παιδική βιβλιοθήκη. Ένα παλιό εργοστάσιο, ένα σύγχρονο κτήριο κοσμεί την πόλη. Το ένα πόδι στο παρελθόν, το άλλο στο μέλλον, κεντράρουν το σήμερα. 
Κάθε Ιούνη ο πατέρας έφερνε το πρώτο κασάκι στο σπίτι. Πορτοκαλάδα, λεμονάδα, βυσσινάδα, ανάκατα. Όταν άδειαζαν τα ωραία εκείνα μπουκάλια, πήγαινε πίσω το κασάκι και έφερνε άλλο. Αυτό γινόταν όλο το καλοκαίρι.  Ήταν άλλη η γεύση. Και η αίσθηση. Το γυάλινο μπουκάλι.  
 Έφεραν χτες από το καινούριο εργοστάσιο, το ψυγείο στο Ουζερί.  Αναψυκτικά Κλιάφα.  Με πλάγια πορτοκαλί γράμματα σε μπλε φόντο. Το μόνο επώνυμο μέσα στο Ουζερί.  Γιατί το …σχεδόν τέλεια, φιλοδοξεί στα χνάρια αυτής της οικογένειας να περπατήσει. Ποτέ δεν συμπάθησα τις φίρμες για λόγους αισθητικής και ιδεολογίας. Μονόχρωμα χωρίς στάμπες μακό. Οπαδός της απέριττης ομορφιάς. Στολίδια από δω, στολίδια από κει πάντα με μπέρδευαν. Μια χλαμύδα όλα τα ρούχα μου. Αν και το καλοκαίρι θα ήταν όμορφο να κυκλοφορούσαμε γυμνοί. Αλλά πόσα ωραία δεν σκοτώθηκαν. Που πήγε το κάλος των αρχαίων με την επέλαση του χριστιανισμού;  Εκεί στο Σούνιο τι απέμεινε; Γιατί ο  Σεφέρης έγραψε « Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»;
 Πώς να θωρήσω τα γυμνά της χείλη, το άρωμα από τα φρεσκοπλυμένα μαλλιά της, να θαυμάσω την αφτιασίδωτη σάρκα του προσώπου της, κατάματα να δω την ομορφιά της;  
 Μόνος μου, κάθομαι πάνω στο μπαρ, μυρίζει φρεσκοβαμμένο το μαγαζί. Η μυρωδιά του ξύλου, ψάθινες καρέκλες, τραπεζάκι με άσπρο μάρμαρο, ακόμα μοιάζει γυμνό. Ακούγεται ανεπαίσθητα ο θόρυβος από το ψυγείο Κλιάφα, σκέφτομαι πως τίποτα που δεν θα είναι τοπικό δεν θα μπει εδώ μέσα.  Έρχονται στο μυαλό μου άλλες εποχές, τότε που τα σπίτια είχαν αυλές και ο κόσμος το καλοκαίρι ξένοιαστος στα μπαλκόνια. Τριανταφυλλιές και βασιλικός, ασβέστη και βραδύτητα.  Το παντοπωλείο της γειτονιάς, τον φούρνο που έψηνε τα φαγητά, τον μανάβη που μοσχοβόλαγε φρούτα το μαγαζί του. Τότε που τα φρούτα μοσχοβόλαγαν. Και κοντά σ’ αυτά και οι άνθρωποι, οι ανάσες τους, τα λόγια τους, τα χαμόγελα, η ξενοιασιά τους, τα πρόσωπα που έλαμπαν αλήθειες.  Ίσως εγώ να μεγάλωσα, ίσως εγώ να χάθηκα μέσα στην απρόσωπη πολιτεία, μέσα στις νέον πινακίδες, στα αχανή πολυκαταστήματα. Κι όταν δεν έχω κέρμα για το καρότσι της κατανάλωσης, μπαίνω αγοράζω ένα γιαούρτι Τρίκκη, ένα γάλα εργοστασίου και φεύγω….Φεύγω  με σκοτωμένο τ’ όνειρο. Την ολιγάρκεια και την αυτάρκεια μαζί, δεν μπόρεσα να αποκτήσω στα απέραντα λιβάδια της ελληνικής γης. Βλέπω τις ουρές έξω από τις πολυεθνικές, κοράκια που τον ιδρώτα αρπάζουν του λαού και αρρωσταίνω. Και ο λαός, αυτός ο λαός δεν θυμάται τίποτα , εζήλεψε τας  Ευρώπας να εξορίσει τα παιδιά του. Άμα αγαπάς τη χώρα που σε γέννησε, τους ανθρώπους της που συγκοινωνείς, τότε αγαπάς την ελιά και το ελληνικό αμπέλι, αγαπάς τον ήλιο και τη θάλασσα, που σε μεγάλωσαν. 
Κάτι τέτοια σκεφτόμουν, την ώρα που μπήκε η Ρένα. 
-Καμαρώνεις, αφ’ υψηλού;
-Σκέφτομαι τον Σεφέρη; 
-Ένας Διπλωμάτης ήταν και αυτός
-Έπαιρνε στροφές όμως, λάτρευε τη χώρα του
-Τι σε τσίτωσε πάλι; 
-Αυτός ο τόπος γέννησε σημαντικούς ανθρώπους, ξέχωρα ευλογήθηκε από τους θεούς. Θεόρατοι βράχοι υμνούν τα ουράνια, ατέλειωτα δάση και ποτάμια, γεφύρια πέτρινα, εύφορος κάμπος και λατρεμένα φαράγγια, μια ζωγραφιά γεννήθηκε. Τον Ταμήλο ποιος τον γέννησε;
-Τα έμαθα, και έβαλε τα γέλια. Μπορείς και ασχολείσαι  με τους Ταμήλους ακόμα; Δεν είναι  ο μόνος, ο άλλος ο απόστρατος είναι καλύτερος ή το άλλο το παιδάκι που προώθησε ο μπαμπάς. Αλλά οι αποτυχημένοι και ανίκανοι κανακεύονται πια στη πολιτική κουνίστρα.  
-Ρένα εγώ δεν τον ξέρω και δεν με ξέρει, αλλά όταν προσβάλει την πόλη που αγαπώ, οργίζομαι.
-Και γιατί δεν οργίζεσαι με όσους του δίνουν τον λόγο;
-Δεν είναι το ίδιο Ρένα, ξέρεις ο Νομός μας γερνάει και η Ελλάδα γερνάει. Οι νέοι όλο και λιγοστεύουν. Τι μπορείς να περιμένεις από ανθρώπους που μεγάλωσαν αλλιώς;
-Γι’ αυτό θα έπρεπε να έχουν σοφία, τη σοφία του γέροντα. Έκαναν δήμαρχο έναν αποτυχημένο εργολάβο, και βουλευτή έναν αποτυχημένο Δήμαρχο. Έχουμε ότι μας αξίζει.
-Γι’ αυτό ξενιτεύονται οι νέοι, γι’ αυτό ερήμωσαν τα χωριά μας.
-Χάρη σταμάτα.  Εσύ έχε ένα όνειρο. Είσαι κουρασμένος. Πάμε να περπατήσουμε. Έλα πάμε.

 Κλείδωσα το μαγαζί,  σταματήσαμε απέναντι και το καμάρωνα. Εγώ και η Ρένα. 
-Έχει πολύ δουλειά ακόμα, σχεδόν τελειώνουν τα σημαντικά, αλλά αυτό το μαγαζί στη λεπτομέρεια θα αναδειχτεί. Ξέρεις Ρένα μπορεί να χρησιμοποιήσεις τα καλύτερα υλικά, αλλά οι αποχρώσεις τονίζουν το αποτέλεσμα. 
Βγήκαμε από τη Γαμβέτα στην 28ης Οκτωβρίου. Σταθήκαμε σ’ ένα μεγάλο κατάστημα ηλεκτρικών, αμέτρητες τηλεοράσεις έδειχναν την ίδια εικόνα. Μουντιάλ. Η πόλη έρημη. Σαν τα μπουλούκια οι άνθρωποι σιωπηλοί κρέμονταν από τα χείλη του εκφωνητή.  Ήταν η στιγμή που ένας φίλαθλος μπήκε στο γήπεδο με το σύνθημα « Σώστε τα παιδιά που πεθαίνουν στις φαβέλες».  Τον είπαν τρελό, τον άρπαξαν οι μπάτσοι. 
Περπατήσαμε κατά μήκος, περάσαμε την κεντρική πλατεία, ένα πιτσιρικάς μόνος πετούσε νερό από το στόμα. Κατουρούσε πάνω στη νεκρική σιγή της πόλης. 
Περάσαμε  δίπλα στην πλατεία του Ο
TE, στρίψαμε στον Άγιο Νικόλαο, κατεβήκαμε στο ποτάμι.
Περπατούσαμε αργά, συζητώντας δίπλα στο Ληθαίο. Η Ρένα είχε καλή διάθεση, άρχισε να φτιάχνει και η δικιά μου. Πάνω στον Κόζιακα ο ήλιος έγερνε, ένα ρόδινο χρώμα απλώνονταν στη Θεσσαλική γη.
Ήμασταν στο δρόμο για τα Κουτσομύλια, το φρούριο και ο Προφήτης Ηλίας τόνιζαν το ζεστό γλυκό βράδυ του Ιούλη. 
Ας κατέβουμε στο ποτάμι, είπε η Ρένα, εδώ δεν έχω κατέβει ποτέ.  Πήραμε από μια μπύρα και καθίσαμε κάτω στο χορτάρι, στην πλαγιά της όχθης. Ο Ληθαίος κυλούσε αμέριμνος τα αιώνια νερά του. Ήταν ωραία. . Γλύκαναν οι στιγμές μας. Η Ρένα ήταν τρυφερά όμορφη, φορούσε ένα άσπρο κεντητό πουκάμισο. Η Σπινούλα δεν γέννησε ακόμα.

Τότε άλλαξαν όλα. Όταν είδαμε και οι δύο, το ανθρώπινο πτώμα να επιπλέει. Τα νερά να το προχωράνε σαν κούτσουρο. 
Η Ρένα έβαλε τα χέρια στα μάτια της και έβγαλε φωνή οδύνης. 
Τηλεφώνησα στην αστυνομία. Το βράδυ σκοτείνιασε.

Ταξιδευτής
3 Ιουλίου 2014 (23)

2 Ιουλ 2014

Ελίχρυσα Αμοργινά






Το ουζερί αρχίζει να διαφαίνεται. Ο Πάνος σκαλίζει πάνω στο ξύλο την προμετωπίδα. Πήγα χτες από το εργαστήριο. Σπουδαίος ξυλογλύπτης. Αφήνει την προσμονή στο αποτέλεσμα. Κι εγώ τον εμπιστεύομαι, από την πρώτη στιγμή που είδα τη δουλειά του. Έχει πια φως και νερό. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει ζωή. Ούτε ουζερί.
Δεν σκέπτομαι τίποτα άλλο. Όλος ο κόσμος μου γυρίζει ..σχεδόν τέλεια. Όπως στον έρωτα τις πρώτες μέρες.  Σαν το καράβι  που ταξιδεύει πάνω στα γαλάζια νερά του Αιγαίου κι εσύ να παίζεις με τους γλάρους, να τσιτώνεις τα μάτια σου για την ώρα που θα ερωτοτροπούν τα δελφίνια. Μ’ ένα μαύρο μακό. Το χρώμα που άρεσε στο  φόρεμα της αγαπημένης σου. Και την φωτογραφική μηχανή στο λαιμό. Μη χάσεις τη στιγμή.
Μέσα μου αναπτύσσεται μια σχέση αγάπης και μίσους. Καμία φυλακή δεν αντέχω.
Έχασα τις αγαπημένες μου συνήθειες. Τα μάτια της κουζίνας φλογίζουν το κόκκινο. Εδώ θα ετοιμάζεται το εκλεκτό πιάτο ημέρας. Στους τοίχους κρέμονται τα ξανθά μαλλιά της. Όταν οι πόρτες θα κάνουν ρεύμα, θα ανεμίζουν, θα πάνε στα μάτια της. Αυτή με μια κίνηση του χεριού της θα τα επαναφέρει. Τα στήθη της σαν δυό μικρά μπαλκονάκια  πάνω από την πινακίδα. Ίσα που θα χωράνε μια γλάστρα το καθένα. Αμοργινά Ελίχρυσα. Να πλέκω από τα άνθη τους στεφάνια. Να στολίζω τα μαλλιά της, κοινός θνητός εγώ, Αρχαία θεά εκείνη. Να καταπραΰνει το θυμικό. Οι αισθήσεις να λογιάζουν. Γεμίζει από μόνη της το χώρο, όταν απλώνει τα χέρια της. Το πρόσωπό της κερί αναμμένο τη νύχτα. Ούτε μια παραφωνία στην ορχήστρα.
Θυμώνω με τον εαυτό μου. Κάθε φορά θυμώνω. Αφήνω πάλι τον έρωτα να καθορίσει τη ζωή μου. Ατέλειωτη τραμπάλα. Μια στον ουρανό και μια στα τάρταρα. Καμία ισορροπία. Παραμορφωμένοι φακοί τα μάτια μου. Με βουλωμένο κερί τα αυτιά μου. Πέφτω λιπόθυμος του μυαλού, στο λήθαργο του καλοκαιριού.  Ολόκληρος έχω κατακτηθεί.  Στα χέρια των αισθήσεων. Περισσότερο των παραισθήσεων.
Δεν διαβάζω, δεν κοιμάμαι, δεν μαθαίνω τις ειδήσεις, δεν μιλάω στην μάνα και στον πατέρα, στο ίδιο σπίτι. Πέφτω μπρούμυτα στο κρεβάτι και ιδρώνω το μαξιλάρι.
Ξαφνικά μου γεννιέται η ιδέα να πάρω μια δερμάτινη τσάντα. Να κουβαλάω μαζί μου ένα βιβλίο, ένα φακό, τα γυαλιά μυωπίας και του ηλίου, το κινητό, τα τσιγάρα, το πορτοφόλι, τη φωτογραφική μηχανή, τα κλειδιά από το σπίτι στο χωριό, από το διαμέρισμα του πατέρα, από το ουζερί, από την ξεχασμένη αποθήκη στο χωριό. Σκέφτομαι την αποθήκη. Τις κούτες με τα βιβλία, το γραφείο από καρυδιά, ράφια και πάγκοι από το παλιό βιβλιοπωλείο, κουτιά με σημειώσεις και φωτογραφίες, ένα παλιό ξύλινο σκάκι. Έχω χρόνια να πάω στην αποθήκη. Τη φαντάζομαι μες τη σκόνη και τις αράχνες, μπορεί τα ποντίκια να έφαγαν τα βιβλία, μικρές σαύρες να περπατάνε πάνω στους τοίχους, ίσως ένα φαρμακερό φίδι να κρύφτηκε σε μια γωνιά, μαύρες κατσαρίδες, κόκκινες κατσαρίδες, μια αποθήκη με παλιά πράγματα, βιβλία με αφιερώσεις,  βιβλία χωρίς αφιερώσεις, άλλα αδιάβαστα και άλλα διαβασμένα, ποιήματα που έγραφα στα δεκαοκτώ.
Πόσο επίπεδη γίνεται η ζωή δίχως τη φαντασία; Ούτε ένα φτερούγισμα. Ούτε ένα ταξίδι. Ούτε μια πεταλούδα να ακούς την αναπνοή της. Δυσβάσταχτη.
Κι εγώ είμαι αλλού. Ο κόσμος μέσα μου μαγικός, νοιώθω τόση ευτυχία, δίχως κάτι να με ενοχλεί. Δεν είμαι εγώ.  
Το ξέρω καλά. Κι άλλη φορά με τύλιξε ο έρωτας. Κάθε φορά  που έκανα κάτι έπεφτα με τα μούτρα. Πολλές φορές με τα  χέρια έτρωγα, με τα μούτρα έπεφτα στο πιάτο. Τώρα πρέπει να μάθω. Να τρώω επιλεκτικά σαν βασιλιάς. Μεγάλωσα πια.
Να αρνηθώ την ποσότητα, εκλεκτικές συγγένειες, λεπτές στιγμές.
Η μάνα μου χτες έκανε τρεις πέστροφες. Μία σε κάθε πιατέλα. Μου τις έφερε ο Λάμπρος από τον Ασπροπόταμο.  Τις έψησε με αέρα, τυλιγμένες σε λαδόκολλα. Τις σέρβιρε με κρεμμυδάκι και σκόρδο ψημένα, με ρίγανη και λαδολέμονο. Τις στόλισε με τρεις φέτες ντομάτα και μαρούλι. Έστρωσε πάλι το άσπρο τραπεζομάντιλο και τα κολονάτα ποτήρια. Το άσπρο κρασί του πατέρα ήταν ακόμα πιο παγωμένο χτες.   Ήταν ένα ζεστό μεσημέρι, πρώτη του Ιούλη. 
-Μάνα, τι γιορτάζουμε πάλι;
-Το καλοκαίρι γιέ μου. Η ζωή είναι πολύτιμη, όσο τα μάτια μας. Κάθε μέρα τη γιορτάζουμε.
Ο πατέρας έβαλε ένα παλιό δίσκο στο πικάπ.

Μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο 
μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο 
γιατί με μάρανες τον πικραμένο 

Γέμισε η κουζίνα παράδοση και άρωμα λεμονιού. Στο ανθοδοχείο η μάνα μου έβαλε ένα κλαδί λεμονιάς με άνθη. Σπατάλησα  δυό λεμόνια για το άρωμα, είπε.
Εγώ πάλι δεν μιλούσα, -δεν ήταν από την εθνική που έχασε, ήταν που δεν ξεκολλάει το μυαλό μου από το ουζερί. Και το μέλλον. Και το μέλλον της ανθρωπότητας. Ολάκερης.

Ταξιδευτής
2 Ιουλίου 2014 (22)