17 Ιαν 2018

Ως τα Μετέωρα



Μας τρόμαξε ένας ο ξαφνικός συρτός θόρυβος. Η Νάντια έριξε πάνω του το φακό, ένας μεγάλος ποντικός ξεβολεύτηκε. Πήγαινε σαν χαμένος πίσω μπρος. Της είπα για κείνη την εικόνα, με το που μπαίναμε στην εκκλησία στο χωριό. Είχε γίνει ο παιδικός μου εφιάλτης. Η κόλαση και ο παράδεισος ζωγραφιστά. Ατέλειωτη βαρεμάρα ο παράδεισος, φρίκη η κόλαση. Παγκάκια με γερασμένα ζευγάρια, λουλούδια και πουλάκια ο παράδεισος. Φλόγες, σάρκες να λειώνουν, δράκοι και φαντάσματα η κόλαση. Ή το ένα ή το άλλο, καμία επιλογή. Ούτε ένας φράχτης να μεταπηδάς, να εναλλάσσεσαι, να αργοπεθαίνεις και να ανασταίνεσαι.
Σιγά μη φοβηθώ, η Νάντια. Τίποτα δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν φαντάσματα. Υπάρχει ότι βλέπω, ότι ακούω, ότι αισθάνομαι. Η φύση εν σοφία εποίησε τα πάντα. Άπειροι ζωντανοί οργανισμοί γεννιούνται, κάνουν τον κύκλο τους και πεθαίνουν. Είμαστε ένας απ’ αυτούς. Γεννηθήκαμε να απολαύσουμε τη ζωή. Εκατομμύρια χρόνια τώρα αυτό γίνεται.
Πάμε της είπα, δεν θα το δούμε φιλοσοφικά τώρα. Οι άνθρωποι θέλουν χειρολαβές. Πως αλλιώς θα αποδεχτούν τον θάνατο ή την ανυπαρξία ζωής.
Αρχίσαμε πάλι να προχωράμε, λιγότερο από δυό μέτρα το ύψος, ογδόντα με ένα μέτρο το πλάτος. Σβήσαμε για λίγο τους φακούς, είδαμε το απόλυτο σκοτάδι. Ποτέ δεν είναι μακριά το σκοτάδι, απλά κλείνεις τα μάτια να το δεις. Βέβαια σε μια εποχή που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα δεν προλαβαίνεις να κλείσεις τα μάτια ούτε μια στιγμή. Ίσως γι΄ αυτό δεν εκτιμάμε το φως. Τη ζωή. Ούτε τη δικιά μας, ούτε των άλλων. Το πολύτιμο του χρόνου δεν υφίσταται σε ανταγωνιστικές μέχρι θανάτου κοινωνίες.
Καθώς προχωράμε μυρίζει θειάφι. Υγρασία, μούχλα, εγκατάλειψη προχωράνε μαζί μας. Κοντεύουμε ένα χιλιόμετρο, είμαστε ακόμα στην αρχή. Υπολογίζεται γύρω στα δεκαοκτώ χιλιόμετρα η διαδρομή. Το τούνελ ξεκινάει μέσα από το κάστρο, περνάει κάτω από το τείχος του και αναζητεί τη ζωή. Αφήνοντας πίσω εχθροπραξίες και θάνατο. Όσο πιο μακριά. Ως τα Μετέωρα.

(το λαγούμι 2)


15 Ιαν 2018

Το λαγούμι


Στη Μάρω


Η ιδέα ήταν της Νάντιας. Να δοκιμάσουμε τη διαδρομή Τρίκαλα –Καλαμπάκα μέσα απ’ το τούνελ. Αφού σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να προβλέψουμε για καιρό, είμαστε ήδη επτά μέτρα μέσα στη γη. Κατεβήκαμε με σκάλα, περίπου πέντε μέτρων και κατηφορίζουμε βορειοανατολικά του φρουρίου κρατώντας από ένα δυνατό φακό στα χέρια. Μεσάνυχτα και κάτι. Σκοτάδι μέσα έξω.
Γνώρισα την Νάντια σε μια αρχαιολογική ανασκαφή στο Σπήλαιο της Θεόπετρας όπου δούλευα εργάτης πριν δέκα χρόνια. Αυτή ήταν τότε υπεύθυνη αρχαιολόγος. Αγαπούσε τόσο πολύ τη δουλειά της που έλαμπε ολόκληρη σε κάθε μικρό εύρημα. Το χαμόγελο και η καλοσύνη της έδεσε μια φιλία χρόνων. Διαβασμένη, ανήσυχη και τολμηρή συνέθετε τον χαρακτήρα πως τα πάντα γίνονται αρκεί να το θέλουμε. Ακολούθησα κι άλλες φορές παράτολμες διαδρομές της, όπως εκείνη τον Γενάρη του εννιά στον Όλυμπο. Τα καταφέραμε όμως.
Τώρα; Βλέπω τα μάτια της Νάντιας να αστράφτουν στο σκοτάδι της σήραγγας. Αν υπάρχει σήραγγα, αν υπήρξε και δεν είναι μύθος. Η Νάντια ισχυρίζεται πως υπάρχει και λόγω των πετρωμάτων της περιοχής θα είναι όπως και πριν εκατοντάδες χρόνια. Αν σκεφτούμε πως τον έκτο αιώνα ο Ιουστινιανός έκτισε το Βυζαντινό κάστρο απ΄ την αρχή, ενώ προϋπήρχε από την κλασική περίοδο, πέρασαν χρόνοι πολλοί από τότε…
Περπατάμε προσεκτικά πάνω στον λιθόκτιστο διάδρομο. Απόλυτη ησυχία, ακούγονται μόνο απαλά τα βήματα από τις λαστιχένιες μπότες που φοράμε. Είμαστε ακόμα στην αρχή και φαίνεται πως δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα πέρα από τις αράχνες που άρχισαν να τυλίγονται πάνω στις αδιαπέραστες στολές μας. Μόνο συναισθήματα αφήνουν να περάσουν αυτά τα ειδικά ρούχα. Περπατάμε σχεδόν δίπλα δίπλα, κάπου στενεύει τόσο που χρειάζεται ο ένας να ακολουθεί τον άλλο. Φοβάσαι; Με ρώτησε η Νάντια. Όχι της είπα, τα κατά συνθήκη ψεύδη επιτρέπονται. Ενθαρρύνουν και δεν προδίδουν. Αναρωτιέμαι για αυτή την τρέλα, στην σκέψη μου φαίνεται σαν υπόγεια Οδύσσεια. Η Νάντια βέβαια ισχυρίζεται ότι τα πιο μεγάλα βιώματα στη ζωή δεν κοστίζουν. Όταν βγαίνουμε απολαμβάνουμε τη φιλία μας, την αγάπη για τη φύση, τη μουσική, τα βιβλία, τον σινεμά, τις συζητήσεις μας, το οξυγόνο. Δεν ξοδεύουμε τίποτα. Ούτε και τώρα έχουμε ούτε ένα ευρώ μαζί μας, μόνο τις μπαταρίες για τους φακούς αγοράσαμε λόγω του σκότους.
Κάπως ανοίγει εδώ η διαδρομή, ένα πέτρινο παγκάκι ανέγγιχτο απ το χρόνο μας φιλοξενεί. Απέναντι μια επιγραφή: "Επί μέντοι Εχιναίου τε και Θηβών και Φαρσάλων και άλλων των επί Θεσσαλίας πόλεων απασών,
εν αις Δημητριάς τε εστί και Μητρόπολις όνομα και Γόμφοι και Τρίκκα, τους περιβόλους ανανεωσαμένους, εν των ασφαλεί εκρατύνατο… αλλά και Λάρισαν και Καισάρειαν… Βασιλεύς δε Ιουστινιανός άμφω τείχη ισχυρότατα ποιησάμενος γνησία την χώραν ευδαιμονία ξυνώκισεν". Προκόπιος, "Περί Κτισμάτων".
Πρέπει να είμαστε στη νοτιοανατολική πλαγιά του λόφου του Προφήτη Ηλία. Ακούστηκε αχνά μία φορά το ρολόι. Η Νάντια είχε πάρει μαζί της σταφίδες και κονιάκ Ένα μικρό πρώτο διάλειμμα, είπε.

(Το λαγούμι 1)


10 Ιαν 2018

Η ιστορία μιας πόλης


Υγρή, πηχτή χειμωνιάτικη μέρα στις αρχές του Γενάρη. Ίσα που διακρίνεται μες την ομίχλη η πινακίδα του: Η ιστορία μιας πόλης. Πλησιάζω: Από την Αρχαία Τρίκκη, ως την πόλη του μέλλοντος, με μικρότερα γράμματα.
Είχα ακούσει πριν από χρόνια για τούτες τις τεράστιες αποθήκες του ΟΣΕ. Θα τις έπαιρνε ο Δήμος με σκοπό να στεγάσει την εξέλιξη της πόλης από την αρχαιότητα ως τα σήμερα. Βρίσκομαι πια σε ένα άλλο τοπίο, μετά από τριάντα χρόνια απουσίας. Ένας φαρδύς πετρόστρωτος δρόμος σε οδηγεί από την μια έκπληξη στην άλλη. Από το πάρκο του Ματσόπουλου στο υπερ- μουσείο της πόλης στον σταθμό του τραίνου, στο Μουσείο Τσιτσάνη και περπατώντας παραποτάμια στο Ληθαίο φτάνεις στο αρχοντικό Βαρούσι. Κάτω απ΄το φρούριο που κάναμε σκασιαρχεία μαθητές. Μια διαδρομή μοναδική, δίκαια ακούς για το θάμα που συντελείται στα Τρίκαλα. Μια πόλη που έχει πάνω απ’ όλα τον πολιτισμό και την ιστορία της.Το βλέπεις παντού σε κάθε πλατεία της, σε όλους τους δρόμους. Μια πόλη γεμάτη από εκθέσεις ζωγραφικής, βιβλιοπωλεία, σινεμά, γαλήνη και ηρεμία. Φθάνω στην πλατεία Αγρότισσας, μια καινούρια παιδική χαρά γεμάτο παιδικές φωνές. Δίπλα μου ποδηλάτες πάνε στις δουλειές τους. Βλέπεις λίγα πια αυτοκίνητα στους άνετους δρόμους.
Αφήνω τα μουσεία για αύριο και στέκομαι δίπλα στον ποτάμι να χαζέψω τις βάρκες. Σαν παραμύθι μες τη βροχή που άρχισε να πέφτει διακριτικά, λες και είναι από δάκρυα συγκίνησης. Ο Ασκληπιός πάνω στη γέφυρα καμαρώνει σκεφτικός. Μες του Ληθαίου τα νερά πνίγουμε τους εφηβικούς μας έρωτες.
Συνεχίζω πριν σουρουπώσει να δω το Βαρούσι, να ανέβω πιο ψηλά στο Φρούριο. Κάτω απ’ το ρολόι θαυμάζω τα φώτα, μια θάλασσα από φώτα, ήδη νύχτωσε. Όλα μοιάζουν μαγικά σε τούτη την πόλη, την πόλη μου, που ξαναβρήκα -λόγω ξενιτεμού.
Θα επανέλθω μόνιμα στα σπλάχνα που με γέννησαν, στα σοκάκια που με μεγάλωσαν, στις θύελλες που με έδιωξαν, στην αγάπη που με ξανάφερε.
Θα ψάξω και το παλιό μου ποδήλατο, κάπου στην αποθήκη θα το βρω. Στα Τρίκαλα ένα ποδήλατο θες και μια βάρκα. Τα 'χεις όλα.

3 Ιαν 2018

Το πηγάδι του μύλου


Τ΄ αυτοκίνητα πήγαιναν αργά και στις δυό λωρίδες του δρόμου. Ήταν τέτοια η κίνηση που έκανα μισή ώρα να διανύσω ένα χιλιόμετρο. Πάνω στην άσπρη διαχωριστική γραμμή του δρόμου δυό περήφανα άλογα, ένα άσπρο κι ένα καφέ πήγαιναν αγέρωχα, κάπως βιαστικά, στο δικό τους κόσμο. Δυό άλογα μόνα καταμεσίς στην άσφαλτο, δεν τα βλέπεις και συχνά.
Αγνοώ την παραπέρα πορεία τους.
Κολλήσαμε. Ήθελα ακόμα 981 μέτρα να φτάσω στο σπίτι. Είχα ακούσει για ένα πηγάδι που μιλάει. Στο μύλο. Στρίβω αριστερά όπως πάντα, ευτυχώς τώρα βόλεψε. Πάρκαρα αμέσως.
Ήταν η ώρα που έδυε ο ήλιος. Λαμπύριζαν κόκκινα τα χιόνια στην κορυφή του Κόζιακα. Παράξενα όμορφο ηλιοβασίλεμα στην καρδιά του χειμώνα. Δεν άργησα να βρεθώ στο πηγάδι. Κτισμένο όμορφα με πέτρα, και το σκέπαστρο από πέτρα Πηλίου. Δεν είχε κουβά να τραβάς νερό, αλλά αν έριχνες ένα κέρμα απ΄ τον παφλασμό καταλάβαινες πως δεν ήταν άνυδρο.
Απ΄τα έγκατα της γης με καλωσόρισε μια φωνή. Είπα καλή χρονιά κι εγώ. Ύστερα δεν μπορούσα να πω λέξη. Λες και ήπια απ΄ το αμίλητο νερό. Άκουγα ευχές για αγάπη, υγεία, ειρήνη, αλληλεγγύη. Λες κι έρχονταν απ΄ το υπερπέραν, απ΄ τη καρδιά της γης. Το πηγάδι μιλούσε, εγώ δεν μιλούσα. Μιλούσε για έρωτα, για χρώματα,για μουσικές, για οξυγόνο, για την ομορφιά της φύσης, για την ομορφιά ενός κοριτσιού που κοιτάει ψηλά.
Ξερίζωσα τότε την καρδιά μου και την έριξα μέσα. Ακούστηκε ένας διαπεραστικός ήχος σαν αυτόν που σφυρίζει κάποτε στο αυτί μας. Και ένα στιγμιαίο εκτυφλωτικό φως. Οι φωνές σώπασαν.
Έφυγα με αργά βήματα….
Αν αυτό το κείμενο είναι λειψό, δίχως συναισθήματα, δίχως ανθρώπινη ζεστασιά, είναι γιατί γράφτηκε από έναν άνθρωπο χωρίς καρδιά.


3 Ιανουαρίου 2018