26 Φεβ 2018

Το σκοτάδι


Τα σκοτάδια έχουν τα δικά τους μυστικά. Από εκεί αναβλύζει το φως, όπως φυτρώνει ο μικρός σπόρος μέσα απ΄ τη γη. Όλα τα θαύματα ξεκινούν από ένα σκοτάδι. Η ίδια η ζωή. Μετά πεθαίνει, πάλι στο σκοτάδι.
Ανθρώπινα κόκαλα. Πλάτη με πλάτη με τη Νάντια, έψαχνα τον χώρο με το φακό. Μικροί σταλακτίτες στην οροφή, ένα σκουριασμένο σίδερο καταγής, χώμα και λάσπη, ένας τοίχος έτοιμος να σαρίσει. Διάσπαρτα οστά. Από ζώο, από άνθρωπο; Με τη μικρή αξίνα άρχισα να σκαλίζω το χώμα, μικρά κόκαλα, μεγαλύτερα. Ώσπου ανακάλυψα τα δυό ανθρώπινα κρανία, ένα δίπλα στο άλλο. Η Νάντια απολάμβανε το χλιαρό νερό, έριχνε σε όλο το σώμα της. Καθάρισα προσεκτικά το χώρο με τις παλάμες μου. Ήταν ολοφάνερο δυό άνθρωποι πέθαναν εδώ, χρόνια πριν. Ένας άντρας και μια γυναίκα, συμπέρανε η Νάντια. Ολόγυμνη βγήκε από τη μικρή λίμνη και ήρθε κοντά μου. Ποιος νοιάζεται για τη γύμνια μπροστά στο θάνατο;
Ο θάνατος είναι απόλυτος, όπως και ο αληθινός έρωτας.
Κάποιοι δοκίμασαν τη διαδρομή και απέμειναν εδώ για πάντα. Πόσα χρόνια πριν; Τι σημασία έχει!
-Δυό τρελοί, σαν κι εμάς, είπε η Νάντια.
Δυό κουκίδες στον σύμπαντα χρόνο. Άραγε έφυγαν γεμάτοι από ζωή, πόσο αγάπησαν, πόσο μοιράστηκαν τον κόσμο που έζησαν;
Τα πράσινα έκπληκτα μάτια της Νάντιας άστραψαν μες το δικό μου σκοτάδι. Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο στον δρόμο που διαλέξαμε.
{Σ}


26 Φεβρουαρίου 2018

24 Φεβ 2018

Η Αφροδίτη της Μήλου


Θυμόμαστε ότι ξεπερνάει τα όριά μας. Όλα τ΄ άλλα ανακυκλώσιμες στιγμές επιβίωσης, βόλεψης και στιγμιαίων τέρψεων. Ο έρωτας και ο θάνατος δεν βολεύονται σε καμιά λογική. Ούτε η δίψα για ζωή.
- Σκέψου Νάντια πως κτίστηκε το κάστρο, γιατί έγινε αυτό το τούνελ. Ο άνθρωπος απέναντι στους κατακτητές, ενάντια στο θάνατο. Ένα σκοτεινό λαγούμι που οδηγεί σε κάποιο ξέφωτο.
Πάμε.
Τυλιχτήκαμε και οι δυό μες τις αράχνες, προχωρούσαμε μες τη σιωπή και τη νύχτα. Αυτό το σκοτάδι δεν μπορεί, κάπου θα βγάζει.
-Διαβάζουμε την ιστορία από μακριά, σαν μυθιστόρημα. Ούτε μαθαίνουμε από τα σημάδια των άλλων. Όπου και να κοιτάξεις στη γη μνημεία πολέμου. Μια ανάσα ο πόλεμος απ΄ την ειρήνη. Τη λύση ανακάλυψε ο Τραμπ, κάθε δάσκαλος και ένα πιστόλι, κάθε μαθητής κι ένα σουγιά.
Κάτι τέτοια έλεγε η Νάντια, όταν είδαμε μια αχτίδα φωτός, όπως ξημερώνει η νύχτα μες το αεροπλάνο, απότομα, από την διαφορά ώρας των ημισφαιρίων. Έξω ξημέρωσε. Ήταν μακριά βέβαια και ήταν ευθεία, όπως ο δρόμος Τρίκαλα- Καλαμπάκα. Είχαμε διανύσει τουλάχιστον δέκα χιλιόμετρα, η διαδρομή μας άφηνε μετ΄ εμποδίων να προχωράμε. Περπατούσαμε πάνω από οκτώ ώρες. Η μυρωδιά από θειάφι γινόταν όλο και πιο έντονη, καθώς πλησιάζαμε μια άχνα φωτός.
Ξαφνικά το στενάχωρο τούνελ άνοιγε προς τα αριστερά, μια μικρή λιμνούλα πλημύριζε από φως, φως που έρχονταν απ’ τη σχισμή δυό βράχων.
Ήταν τέτοια η αναπάντεχη έκπληξη που η Νάντια άρχισε να με φιλάει σαν παιδί που πήρε δώρο παιχνίδι. Οι βράχοι ήταν μεγάλοι και η μικρή τους απόσταση άφηναν μια χαραμάδα ηλιόλουστο φως. Ήταν προφανές πως κάποια ιαματική πηγή δημιουργήθηκε στο πέρασμα των χρόνων, ίσως και να προυπήρχε, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται το πλάτωμα του λαγουμιού στο συγκεκριμένο σημείο. Ένας θόλος και ημικύκλια πέτρινα παγκάκια χωμένα στη λάσπη.
Μετά από ώρες περπάτημα φτάσαμε κάπου. Σε μια μικρή όαση. Το νερό ήταν χλιαρό, κάποιοι ατμοί αιωρούνταν στην χαραυγή.
- Θα δοκιμάσω, είπε η Νάντια. Το νερό είναι καθαρό.
Άρχισε να βγάζει την πανοπλία της. Έμεινε με τα εσώρουχα. Δεν είχα ξαναδεί ημίγυμνο το σώμα της Νάντιας.
- Δεν θέλω να βραχούν τα εσώρουχα μου, δεν έχω άλλα μαζί μου. Κοίτα αλλού, δεν θέλω να με βλέπεις, είπε.
Τότε ήταν που κρυφοκοίταξα πρώτη φορά την Νάντια.
Καθώς έμπαινε στο νερό και μάζευε τα μακριά μαλλιά της, έμοιαζε στα μάτια μου με την Αφροδίτη της Μήλου.

{το λαγούμι  3)